Δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά ας το προσπαθήσουμε. Να χωρέσουμε την πολυτάραχη, μυθιστορηματική ζωή ενός χορευτή, που έγινε συλλέκτης έργων τέχνης και μαικήνας, την ζωή ενός ανθρώπου που ταυτίστηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα με την έννοια «κοσμοπολίτης» και που γδάρθηκε θανάσιμα από τον κιτρινισμό (που τότε είχε άλλο όνομα: Αυριανισμός).
Πάμε, λοιπόν. Να χωρέσουμε όσα περισσότερα μπορούμε, από τα μάλλον αμέτρητα, ονόματα της παγκόσμιας τέχνης και διανόησης στάθηκαν δίπλα του. Να περάσουμε γοργά τους σταθμούς της ζωής του. Να μπούμε νοερά στο κτήμα του (επτά στρεμμάτων), με την πολυλεηλατημένη βίλα του – κηρυγμένο από το 1998 ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Γοργά, διότι θα μας χρειάζονταν αμέτρητες λέξεις.
Η έγκριση της μελέτης αποκατάστασης της βίλας Ιόλα στην διασταύρωση των οδών Δημοκρατίας και Χρυσοστόμου Σμύρνης 6, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, με ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, και η μετατροπή του σε χώρο εκθέσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, που θα παραδοθεί στο κοινό, μας δίνει την αφορμή. Τριάντα τρία χρόνια μετά την αποδημία του.
Από το 2018 η μελέτη, υπό τον τίτλο «Δημιουργική επανάχρηση ιδιοκτησίας Ιόλα» είχε ενταχθεί σε ΕΣΠΑ, με φορέα υλοποίησης το Δήμο Αγίας Παρασκευής, με τον όρο «οι απαραίτητες μελέτες, καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις και συμπληρώσεις να υποβληθούν για έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού».
Όσο για την – γοργή, όσο είναι δυνατόν – ιστορία μας, ξεκινάει ουσιαστικά το 1924, όταν ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κουτσούδης ξεκίνησε να γνωρίζει τον κόσμο, με πρώτο του ταξίδι, ως δεινός πιανίστας στο Βερολίνο. Και συνεχίζεται το 1926, όταν γύρισε την πλάτη στην κραταιά επιχείρηση εμπορίας βάμβακος του πατέρα του, στην Αλεξάνδρεια.
Και κίνησε να γνωρίσει όλο τον κόσμο, με δέκα χρυσές λίρες στην τσέπη και τρεις συστατικές επιστολές από τον Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Μία για τον ποιητή Κωστή Παλαμά, μία για τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό και μία για τον διεθνούς ακτινοβολίας μαέστρο, αλλά και συνθέτη Δημήτρη Μητρόπουλο. Αργότερα, τo 1943, η φίλη του, επίσης χορεύτρια και εγγονή του αμερικανού προέδρου, Θεοδώρα Ρούζβελτ, σε κάποιο διάλειμμα από τις χορευτικές περιοδείες του σε Ευρώπη, Ηνωμένες Πολιτείες και Λατινική Αμερική, θα βάφτιζε πανηγυρικά τον νεαρό Κουτσούδη, «Αλέξανδρο Ιόλα». Καθώς, όπως του είπε, έχει «μια αύρα ιστορίας», σαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Από αυτή του την «αύρα» εμπνεύσθηκε τον δικό του Μεγαλέξανδρο ο φίλος του Άντι Γουόρχολ, το 1982. Ο καλλιτέχνης που χρωστούσε στον Ιόλα την πρώτη του μεγάλη έκθεση και την ταχύτατη αναρρίχησή του στο πάνθεον της μοντέρνας τέχνης.
Όνειρο του 18χρονου Κωνσταντίνου, να γίνει χορευτής. Αλλά και να γνωρίσει τον κόσμο της τέχνης. Μετά τα πρώτα ταξίδια, βρέθηκε στην Αθήνα στον κύκλο της μεγάλης θεατρίνας Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σικελιανού (στενού φίλου και του Νίκου Καζαντζάκη), αλλά και της περίφημης φωτογράφου Nelly’s ή Νέλλης Σεραϊδάρη, που τον φωτογράφιζε να χορεύει στον Παρθενώνα, σε ένα «κάδρο» της ανάλογο με εκείνο, το γυμνό, της θρυλικής χορεύτριας Νινότσκα.
Ενώ στην Ευρώπη θέριευε ο ναζισμός, εκείνος κατέφυγε στο Παρίσι, όπου θέριευε η μοντέρνα τέχνη. Εκεί συνδέθηκε με τον ποιητή και φιλόσοφο Πολ Βαλερί και με τον θεωρητικό του σουρεαλισμού, συγγραφέα Αντρέ Μπρετόν.
Μια μέρα του 1931, περπατώντας στη Rue de Marignan, στα Champs Elyssees, μαγεύτηκε μπροστά σ’ ένα ταμπλό, στη βιτρίνα μιας μικρής γκαλερί. Το έργο ήταν «Η Μελαγχολία μιας όμορφης μέρας» του ελληνοτραφούς γλύπτη Τζόρτζιο Ντε Κίρικο. Ζήτησε να το αγοράσει και να το ξεχρεώσει σε πέντε χρόνια.
Έτσι όμως γνώρισε τον καλλιτέχνη και αργότερα, μέσω εκείνου, τον Ραούλ Ντιφί, στον οποίο ποζάρισε, τον ποιητή, ζωγράφο και δραματουργό Ζαν Κοκτό, τους κυβιστές Πάμπλο Πικάσο και Ζορζ Μπρακ, τον Αμερικανό (κυρίως) φωτογράφο Μαν Ρέι και τον μέγα σουρεαλιστή Μαξ Ερνστ.
Μεσολάβησε η χορευτική καριέρα του, παρέα με την Θεοδώρα Ρούσβελτ, την οποία θα είχε παντρευτεί αν δεν αντιδρούσε η οικογένειά της. Και το 1945, ενώ ήδη ήταν πρώτος χορευτής στο Μητροπολιτικό Θέατρο της Νέας Υόρκης, ύστερα από ένα κάταγμα στο γόνατο, αποφάσισε να αφήσει την τέχνη του και, χάρη στις γνωριμίες του και την φίλη του δούκισσα Μαρία Ντε Γκραμόν, άνοιξε την Hugo Gallery στην 55η οδό του Μανχάταν, όπου παρουσίασε έργα του Μαξ Ερνστ και τις χαρακτηριστικές φιγούρες του Ρενέ Μαγκρίτ.
Ένα μεσημέρι είδε έναν παράξενο, σχεδόν ρακένδυτο νεαρό, να περνάει έξω από την γκαλερί με ένα πορτφόλιο και το κολατσιό του υπό μάλης. Κάτι τον οδήγησε να τον σταματήσει. Τον ρώτησε και εκείνος του είπε ότι είναι σχεδιαστής παπουτσιών. Του ζήτησε να δει τα σχέδια στο φάκελό του. «Σήμερα είναι η τελευταία σου μέρα στη δουλειά», του είπε ο Ιόλας. «Από αύριο θα έρθεις εδώ». Ο νεαρός ήταν ο Άντι Γουόρχολ.
Στα επόμενα χρόνια, συλλέγοντας διαρκώς έργα τέχνης, αλλά και κειμήλια και αρχαιότητες (εκτιμάται ότι μέχρι το ’80 έφτασαν συνολικά στις 10.000!), κατάφερε να γίνει ένα από τα ισχυρά ονόματα στον κόσμο και την εμπορία της τέχνης και άρχισε να εγκαινιάζει τη μία γκαλερί μετά την άλλη. Γενεύη, Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βηρυτός.
«Οι συλλέκτες είναι φίλοι μου, φίλοι που ερωτεύονται ό,τι κάνω, ό,τι βλέπω», έλεγε. «Έχω άλλωστε τεράστια δύναμη γοητείας». Στο μεταξύ, προσπαθούσε να γνωρίσει στον διεθνή «κόσμο του» τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αλέξη Ακριθάκη, αλλά και τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα. Τότε και αργότερα (μέσα από την γκαλερί που έστησε μαζί με τον Τάσο Ζουμπουλάκη στην οδό Κριεζώτου) εστίασε και στον Κώστα Τσόκλη, τον Αλέκο Φασιανό, αλλά κυρίως στον αγαπημένο του γλύπτη Τάκι, με τα ηχητικά γλυπτά του.
Στο μεταξύ, στην Αθήνα του 1950 γνωρίστηκε με τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, στον οποίο ανέθεσε να χτίσει την βίλα στην Αγία Παρασκευή, μέσα σε ένα κατάφυτο κτήμα επτά στρεμμάτων. Με σκοπό εκεί να χωρέσει την τεράστια συλλογή του (αν και σύντομα χρειάστηκαν επεκτάσεις του κτιρίου). Απέναντι έχτισε και σπίτια για τις δυο αδελφές του, Νίκη και Ηρώ.
Παράλληλα, η γνωριμία του με το Μιχάλη Κακογιάννη τον οδήγησε να συμβάλει στην χρηματοδότηση της πολυβραβευμένης θρυλικής «Στέλλας» του (στα γυρίσματα γνώρισε τη φίλη του Μελίνα Μερκούρη και το Μάνο Χατζιδάκι), ενώ ο θρύλος τον θέλει και στο πλευρό του Κώστα Ταχτσή, όταν εκείνος έγραφε το «Τρίτο στεφάνι» του.
Στο μεταξύ, προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας περνούσαν από τη βίλα του στην Αγία Παρασκευή, συνήθως ινκόγκνιτο. Εκεί διοργάνωνε θρυλικά σουαρέ, πάνω στους καναπέδες του Μαρσέλ Προυστ (εμβληματικού για το μνημειώδες «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο») και της Μαρίας Αντουανέτας, τη σκηνή εκστρατείας του Ναπολέοντα, δίπλα στα κηροπήγια του Μπενβενούτο Τσελίνι (1500-1571) πάνω στο τεράστιο μαρμάρινο τραπέζι ή στις βυζαντινές κουρτίνες (του 14ου αιώνα).
Ο «Ίακχος» του Ζάχου Χατζηφωτίου μετέφερε την ατμόσφαιρα από αυτά τα πάρτι στον «Ταχυδρόμο» και ο Ιόλας έφτασε να γίνει πρώτο όνομα στην κοσμική Αθήνα. Δεν χρειάστηκε παρά να παρεξηγηθεί μια συνέντευξη- ποταμός που έδωσε στην Όλγα Μπακομάρου για το περιοδικό «Γυναίκα» για να αλλάξουν όλα απέναντί του. Κάποιοι θεώρησαν ότι «αποκαθήλωσε την ελληνική κουλτούρα».
«Ο Παρθενώνας ήταν μια έκφραση του 5ου αιώνα και της παρακμής του. Ήταν γελοίος. Σήμερα, κατεστραμμένος είναι πιο ωραίος», είπε σε εκείνη τη συνέντευξη. Και η παρεξήγηση ξεκίνησε τον πόλεμο. Κι όσο τον πολεμούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τόσο ερχόταν σε ρήξη, από τις κουβέντες του, με παλιούς φίλους: τη Μελίνα Μερκούρη, το Γιάννη Τσαρούχη, το Μάνο Χατζιδάκι, τον Κάρολο Κουν.
Κι έπειτα έπιασε τους πολιτικούς. Την «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου, τον άλλοτε φίλο του Κωνσταντίνο Καραμανλή, τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Κάπου εκεί, ένας τραβεστί, με το ψευδώνυμο Μαρία Κάλλας (Αντώνης Ν.), που είχε διωχθεί από τον Τσαρούχη και βρέθηκε να συνεργάζεται με τον Αλέξανδριο Ιόλα, απέδειξε το σοφό της φράσης «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος». Τι κι αν του είχε αγοράσει ένα τριόροφο στου Ζωγράφου. Τι κι αν ξέσπασε σκάνδαλο όταν χάθηκαν, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, δύο από τα πολυτιμότερα κομμάτια της συλλογής Ιόλα: ο χρυσός σταυρός του Ιουστινιανού και ένα χρυσό μακεδονικό στεφάνι.
Πατώντας πάνω σε μία δίωξη επί χούντας, όταν ο Ιόλας θέλησε να μεταφέρει έναν μαρμάρινο Κούρο στη Νέα Υόρκη, ο ευεργετηθείς έγινε κατήγορος. Και άρχισε, μέσω εφημερίδων, να μιλάει για τον Ιόλα «παιδεραστή, αρχαιοκάπηλο και διοργανωτή οργίων, με χρήση ναρκωτικών».
Βοούσαν τα πρωτοσέλιδα, σχεδόν καθημερινά: «Ο σάπιος Ιόλας και η σαπίλα των άλλων», «Καλός κόσμος και υπόκοσμος στην αγκαλιά του Ιόλα», «Τρέμει η καλή κοινωνία από το σκάνδαλο Ιόλα», «Για όργια διώκεται ο Ιόλας». Την ώρα, μάλιστα, που κομμάτια της συλλογής γίνονταν (κεντρικά) σημεία αναφοράς για το Μουσείο του Χιούστον και για την περίφημη συλλογή της Ντομινίκ Ντε Μενίλ. Και η Γαλλική Δημοκρατία τον τιμούσε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και ο ξένος Τύπος έγραφε διθυράμβους με αφορμή την έκθεση της συλλογής της Ντε Μενίλ, στην οποία ο Ιόλας ξεναγούσε τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Ζακ Λανγκ.
Ο Ιόλας υποστήριξε στην ανάκριση ότι «επαναπάτρισε περίπου 2.300 αρχαιότητες και έφτασε να κατηγορείται για αρχαιοκαπηλία». Ενώ κάποιοι – που τον γνώριζαν – γελούσαν με τις δημόσιες κατηγορίες περί ναρκωτικών, ξέροντας ότι ακόμη και τα τσιγάρα που κρατούσε, για στυλ, στις φωτογραφίες ήταν πάντα σβηστά.
Όμως τα τηλέφωνα σταμάτησαν. Οι έλληνες καλλιτέχνες δεν τον καλούσαν πια στο τηλέφωνο και το οικονομικό πρόβλημα ήταν προ των πυλών. Οι γκαλερί του; Είχαν ήδη δωρηθεί σε εραστές του. Όταν πήγε στην άλλοτε φίλη του Μελίνα Μερκούρη, με την πρόθεση να δωρήσει τη συλλογή και τη βίλα του στο ελληνικό Δημόσιο, εκείνη αδιαφόρησε.
Το 1985, όταν ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ ήρθε στην Ελλάδα για την τελευταία του παράσταση, ο Ιόλας τον φιλοξένησε στην βίλα της Αγίας Παρασκευής. Εκεί ο θρυλικός χορευτής (με τον οποίο είχαν χορέψει, μαζί, χρόνια πριν, σε έναν πεζόδρομο στο Μιλάνο, έτσι, από κέφι, τροφοδοτώντας διεθνή πρωτοσέλιδα) του εξομολογήθηκε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, σύμφωνα με τον βιογράφο και θεμελιωτή του Ιδρύματος Ιόλα (ή La Fondation privée des amis d’ Alexandre Iolas), Νίκο Σταθάκη. Και ο Ιόλας του έδωσε το χρυσό του δαχτυλίδι, λέγοντας του: «Πάρε λίγη από την ενέργειά μου, αγόρι μου».
Μαζί με τον Νουρέγιεφ, είχε έρθει στην Αθήνα και ο γάλλος εικαστικός Μαρσέλ Ντισάν, που εμπνεύσθηκε το ύστατο έργο του από την Ελλάδα. Χαμένος στα δρομάκια της Αγίας Παρασκευής και στα αμπέλια του κτήματος, προτού τον βρει η Χωροφυλακή, κατά το Νίκο Σταθούλη.
Τελικά, ο Ιόλας κατάφερε να δωρίσει 48 έργα από τη μυθική συλλογή του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, αλλά το ελληνικό κράτος δεν έκανε κάτι για να τα στεγάσει. Αργότερα, στεγάστηκαν σε 1.000 τετραγωνικά διαμορφωμένου χώρου που παραχώρησε ο Γιώργος Φιλίππου της Φίλκεραμ-Τζόνσον και τα εγκαίνια εντάχθηκαν στα «Δημήτρια» του 1984, με τη δημοτική αρχή να ζητά να αφαιρεθεί το όνομα του Αλέξανδρου Ιόλα από τις προσκλήσεις.
Επιστρέφοντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ύστερα από μια εγχείρηση καταρράκτη στην Καλιφόρνια (όπου φέρεται, από μετάγγιση, να μολύνθηκε από τον ιό HIV) και μια επέμβαση καρδιάς, βρήκε τη βίλα στην Αγία Παρασκευή σχεδόν άδεια, καθώς η αδελφή του Νίκη είχε στείλει πολλά από τα έργα στο εξωτερικό.
Ο Ιόλας αποδήμησε στις 8 Ιουνίου 1987, λίγο πριν τα 80ά του γενέθλια. Στο ερώτημα τι απέγιναν τα 10.000 έργα τέχνης, ουδείς έχει σαφή απάντηση.
Ο,τι είχε απομείνει στη βίλα του, αλλά προσωπικά αντικείμενα και η θρυλική, εκκεντρική και πολύτιμη, γκαρνταρόμπα του λεηλατήθηκαν. Το 1998 το κτήμα και το λεηλατημένο, σχεδόν κατεστραμμένο κτίσμα κηρύχθηκαν ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Τα διεκδίκησαν κάτοικοι της περιοχής, εργολάβοι, κατασκευαστικές εταιρείες.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού αποφάσισε να απαλλοτριώσει την ερειπωμένη βίλα Ιόλα, ανακαλύπτοντας ότι είχε αλλάξει χέρια και ανήκε σε κατασκευαστική εταιρεία. Η απόφαση υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 2002 από τους υπουργούς Οικονομικών, ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού, με σκοπό η βίλα να χρησιμοποιηθεί ως «πολιτιστικό και εκθεσιακό κέντρο για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα και την ανάδειξη της Ολυμπιακής Ιδέας», κάτι που δεν υλοποιήθηκε τελικά. Λίγους μήνες νωρίτερα, στον τότε ιδιοκτήτη επιδικάστηκαν ως αντίτιμο 9,097 εκατ. ευρώ (αν και θεωρείται ότι υπήρξε συμβιβασμός στα 5 εκατ.).
Σαν να είχε προβλέψει την λεηλασία, ο Ιόλας λίγο πριν την αποδημία του, ενθυμούμενος τον αντίκτυπο από εκείνη την χειμαρρώδη συνέντευξη, που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, είχε πει, σαν Κασσάνδρα: «Όλα στέκονται πια με το ζόρι. Βρισκόμαστε στο τέλος του Πολιτισμού. Ο άνθρωπος αλλάζει. Όχι πολιτικά. Αλλάζει ιστορικά».
Πώς θα αποκατασταθεί η βίλα Ιόλα
Σύμφωνα με τη μελέτη για την αποκατάσταση και λειτουργία της βίλας Ιόλα ως χώρου εκθέσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, θα διατηρηθεί «η υπάρχουσα μορφή του κτιρίου (διαμερισματοποίηση) στο πνεύμα ενός μουσείου μοντέρνας τέχνης. Η διάταξη των εννέα αιθουσών στο ισόγειο προσφέρει κυκλική ροή των επισκεπτών. Η αίθουσα της τραπεζαρίας, με το μαρμάρινο τραπέζι, θα διαμορφωθεί σε αίθουσα συσκέψεων και συνεδριάσεων. Το υπνοδωμάτιο του Ιόλα, δίπλα στην κυρία είσοδο, θα φιλοξενήσει χώρους γραφείων, ενώ στην προσθήκη της ανατολικής πλευράς του κτηρίου, στο χώρο της κουζίνας και στο νεότερο υπνοδωμάτιο του Ιόλα, θα δημιουργηθεί εντευκτήριο/ κυλικείο που θα εξυπηρετεί τους επισκέπτες.
»Στον όροφο, η μεγάλη αίθουσα, όπου βρισκόταν και το έργο του Τάκι, θα μετατραπεί σε αίθουσα πολλαπλών χρήσεων (θεάτρου, κινηματογράφου, εκδηλώσεων). Διατηρείται ο χώρος της βιβλιοθήκης με ίδια χρήση ενώ στον όροφο της προσθήκης θα δημιουργηθούν δύο μικροί ξενώνες φιλοξενίας καλλιτεχνών».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News