Να μην ακούμε τις κακές γλώσσες που λένε ότι στα 94 του ο Κλιντ Ιστγουντ δεν μπορεί να σκηνοθέτησε το «Juror#2» αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, δίχως μια κάποια χείρα βοηθείας, και να δούμε την ταινία. Αυτό μας συμβουλεύει ο Πάολο Μπαλντίνι, κριτικός κινηματογράφου της ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera.
«Μην πιστεύετε στα κουτσομπολιά» γράφει, υποστηρίζοντας πως «δεν υπάρχει καμία πτυχή της ταινίας που να μην μπορεί να αναχθεί στο ύφος του γηραιού Ιστγουντ, στο όραμά του για τον κόσμο, στην εξαιρετική ικανότητά του να αφηγείται –μέσα από θέματα όπως η αμαρτία και η ενοχή, η αίσθηση της ευθύνης, η ηθική κατάπτωση, η επιθυμία για εξουσία– τη διαφορά μεταξύ Καλού και Κακού». Σύμφωνα με τον Μπαλντίνι, με τη νέα ταινία του «ο Κλιντ θέτει τη συλλογική συνείδηση ενώπιον των ευθυνών της».
Το ότι το «Juror#2» είναι η τελευταία ταινία του εμβληματικού αμερικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη, όπως υποστηρίζουν πολλοί, κάθε άλλο παρά βέβαιο πρέπει να θεωρείται, αν ληφθεί υπόψη η ενεργητικότητα και η δημιουργικότητά του: «Δεν υπάρχει περιττή σκηνή, η ένταση παραμένει υψηλή σε όλη την ταινία, το σενάριο ρέει αβίαστα. Η πρώτη και η τελευταία σεκάνς είναι διδακτικές. Αφορούν την τυφλότητα της Δικαιοσύνης, η οποία ενίοτε είναι ανίκανη να διαχειρίζεται την περίπλοκη σχέση μεταξύ αλήθειας και φαινομενικότητας, να διασφαλίζει το τεκμήριο αθωότητας και να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις ανάγκες των πολιτών» γράφει ο ιταλός κριτικός.
Οσον αφορά την πλοκή της ταινίας, βρισκόμαστε πέριξ της Σαβάνα, της παλαιότερης πόλης της Τζόρτζια, σε «μια περιοχή άγρια και ρατσιστική στον πλανήτη Αμερική», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπαλντίνι. Ο Ιστγουντ παρουσιάζει την τραγική, εν τέλει, μοίρα του Τζάστιν Κεμπ (τον υποδύεται ο Νίκολας Χουλτ), ο οποίος καλείται να μετάσχει ως ένορκος σε μια δίκη που συγκλονίζει την κοινή γνώμη.
Ο Κεμπ, ένας δημοσιογράφος που προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ δίχως να τα καταφέρνει απόλυτα, καλείται να αποφανθεί για την αθωότητα ή την ενοχή του Τζέιμς Μάικλ Σάιθ (Γκάμπριελ Μπάσο), ο οποίος κατηγορείται για τον φόνο της συντρόφου του Κένταλ Κάρτερ (η Φραντσέσκα Ιστγουντ, κόρη του σκηνοθέτη): μια βροχερή μέρα πριν από έναν χρόνο η άτυχη γυναίκα είχε εντοπιστεί νεκρή κάτω από μια γέφυρα, μετά από έναν καβγά της με τον Σάιθ σε πολυσύχναστη παμπ.
Ολες οι ενδείξεις οδηγούν στον σύντροφό της. Μάρτυρες επιβεβαιώνουν πως εκείνη τη νύχτα ήταν μεθυσμένος και επιθετικός και ότι ακολούθησε την Κάρτερ όταν εκείνη έφυγε από την παμπ. Επιπλέον, ο ιατροδικαστής καταθέτει ότι τα τραύματά της προκλήθηκαν από αμβλύ αντικείμενο και ένας αυτόπτης μάρτυρας ισχυρίζεται ότι είδε τον Σάιθ κοντά στο σημείο από όπου πετάχτηκε η σωρός της.
Ομως κατά την αναπαράσταση του φόνου, στο μυαλό του Κεμπ αρχίζουν να προβάλλουν περίεργα όσο και ανησυχητικά φλας μπακ. Θυμάται αχνά πως είχε ένα ατύχημα το ίδιο βράδυ μέσα στη νεροπονπή, ενώ κάποια στιγμή πείθεται ότι ίσως και να σκότωσε εκείνος την Κάρτερ: το βράδυ του θανάτου της χτύπησε κάτι με το αυτοκίνητό του. Υποθέτοντας ότι ήταν ένα ελάφι, επέστρεψε στο σπίτι του. Κατά την πρώτη ψηφοφορία των ενόρκων είναι ο μοναδικός που υποστηρίζει την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Ο Πάολο Μπαλντίνι κρίνει πως το «Juror#2» «κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι η καλύτερη ταινία» του Κλιντ Ιστγουντ, είναι όμως «η πιο λακωνική και άμεση», με τον ιταλό κριτικό να γράφει πως έχει βαρύτητα αντίστοιχη με εκείνη του αριστουργηματικού «Οι Δώδεκα Ενορκοι» του Σίντνεϊ Λουμέτ – αν και η προσέγγιση του θέματος από τον σκηνοθέτη είναι πολύ πιο προσωπική: ο Τζάστιν Κεμπ είναι ένα άνθρωπος αντιμέτωπος με ένα ηθικό δίλημμα, δέσμιος ενός βαρύτατου αισθήματος ενοχής, που τον ωθεί να δηλώσει ότι «η αλήθεια συχνά δεν συμπίπτει με τη δικαιοσύνη».
Ο κατηγορούμενος προορίζεται να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή: ήταν μέλος μιας βίαιης συμμορίας, είναι οξύθυμος, επιθετικός, με άλλα λόγια ο τέλειος ένοχος. Και οι ένορκοι βιάζονται να καταλήξουν σε μια ετυμηγορία, θέλουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ωστόσο ο Τζάστιν Κεμπ σπέρνει την αμφιβολία, γνωρίζοντας πως είναι ο μοναδικός που μπορεί να αποδείξει την αθωότητα του κατηγορούμένου, αφού στην πραγματικότητα εκείνος σκότωσε την άτυχη γυναίκα (όπως δείχνει και το τρέιλερ της ταινίας).
Ωστόσο, όπως έγραψε στις αρχές του μήνα η Κάθριν Σορντ του Guardian, το πραγματικό μυστήριo με την 40ή ταινία του Ιστγουντ δεν είναι τόσο η πλοκή της, όσο η τύχη της διανομής της και ειδικότερα ο λόγος που η Warner Bros παραμέλησε την προώθησή της, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ διανεμήθηκε σε λιγότερες από 50 αίθουσες.
Η αρχική προβολή μιας ταινίας σε περιορισμένο αριθμό κινηματογράφων, και στη συνέχεια η διανομή της σε όλη τη χώρα, είναι μια τακτική που ακολουθούν συχνά οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής, ειδικά για ταινίες που θεωρούνται υποψήφιες για σημαντικά κινηματογραφικά βραβεία. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του «Juror#2», καθώς δεν συναντάται καν στον ιστότοπο της Warner με τις πιο προβεβλημένες νέες παραγωγές της. Επιπλέον, η Warner Bros ανακοίνωσε ότι δεν θα δημοσιοποιήσει τις εισπράξεις και ότι το φιλμ θα είναι διαθέσιμο για streaming πριν το τέλος του τρέχοντος μήνα.
Μάλιστα, ο Κλιντ Ιστγουντ, ένας ζωνταννός θρύλος του παγκόσμιου κινηματογράφου, δεν έδωσε καν το παρών στην πρεμιέρα της ταινίας στο American Film Institute Festival, στα τέλη Οκτωβρίου, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Νίκολας Χουλτ και Τόνι Κολέτ (υποδύεται τη δημόσια κατήγορο) να περπατούν στο κόκκινο χαλί και το κοινό να εκφράζει την αγάπη του για τον απόντα δημιουργό φωνάζοντας «We love you, Clint!».
H απουσία του οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι o γηραιός Κλιντ ήταν άρρωστος, με την κατάστασή του να έχει επιδεινωθεί λόγω του αιφνίδιου θανάτου της συντρόφου του, της 61χρονης Κριστίνα Σαντέρα, τον περασμένο Ιούλιο, και τη σύλληψη, τον περασμένο Οκτώβριο, της κόρης του Φραντσέσκα με την κατηγορία της ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο μια ανάρτηση στον επίσημο λογαριασμό του στο X στις 15 Οκτωβρίου δείχνει τον σκηνοθέτη να χαμογελά και, σύμφωνα με τη λεζάντα, να επιστρέφει στη δουλειά «εξετάζοντας σενάρια».
Οσο για τη σχέση διάρκειας 60 (!) ετών του Ιστγουντ με την Warner Bros, πέρα από σταθερά παραγωγική, υπήρξε γενικά επικερδής σε κάθε επίπεδο: πριν από περίπου μια εικοσαετία το «Million Dollar Baby» είχε σαρώσει τα Οσκαρ, φέρνοντας στα ταμεία της εταιρείας περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News