Η στιγμή των ουρλιαχτών και των εκατοντάδων υψωμένων κινητών τηλεφώνων που φωτογράφιζαν την γοητευτική Φανί Αρντάν στο τέλος της πρεμιέρας, όταν βγήκε να υποκλιθεί με μια σαγηνευτική «χορογραφία» χαράς, ήταν το πραγματικό τέλος της παράστασης που είχε ξεκινήσει σχεδόν τέσσερις ώρες πριν.
Επί μήνες το κοινό της όπερας, και όχι μόνο, ζούσε με την προσμονή αυτής της απροσδόκητης συνεργασίας: η σπουδαία σταρ Φανί Αρντάν, η κάπως απόμακρη ντίβα, σκηνοθετεί για πρώτη φορά στη ζωή της όπερα και το κάνει εδώ, στην Αθήνα, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Προηγήθηκαν σχεδόν δυο χρόνια εντατικών, στοχαστικών, διερευνητικών συζητήσεων με τον Γιώργο Κουμεντάκη για να φτάσουμε, την Κυριακή 12 Μαΐου, στην παγκόσμια πρεμιέρα της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ», του Σοστακόβιτς. Και η αλήθεια είναι ότι όλους αυτούς τους μήνες οι συζητήσεις μας μοιραία αφορούσαν την Αρντάν, ή την περίφημη ενδυματολόγο κάτοχο τεσσάρων Οσκαρ Μιλένα Κανονέρο.
Η βραδιά της πρεμιέρας, αποκάλυψε όμως και άλλες δυνάμεις, οι οποίες στην πραγματικότητα προκάλεσαν και τις πλέον ισχυρές κορυφώσεις της βραδιάς.
Η αυλαία ανοίγει και το βαθύ κόκκινο ξύλο κερασιάς που ντύνει την Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, κάνει ένα άλμα στον χρόνο και στον χώρο. Αυτό το κόκκινο, κάπως πιο χλωμό, σαν μέσα σε μια διαρκή ομίχλη, ντύνει την σκηνή, το σπίτι-αγροικία της Κατερίνας που ασφυκτιά στον γάμο της, άτεκνη και χωρίς νόημα στη ζωή της, μέχρι να ερωτευθεί τον νέο εργάτη της αγροικίας, τον Σεργκέι, να οδηγηθεί σε διπλό φόνο και να καεί στο τέλος προδομένη στη φλόγα του ερωτά της.
Το σκηνικό του Τομπίας Χοάιζελ, στο ρωσικό Λεσκόφ του 19ου αιώνα, μου θυμίζει με την πρώτη ματιά τις θρυλικές polaroids του Αντρέι Ταρκόφσκι. Το παράθυρο με την θέαση σε ένα ημιφωτισμένο δωμάτιο με την πράσινη ταπετσαρία, το κερί που τρεμοπαίζει, τα εικονοστάσια -φωτισμένα εδώ με ένα κόκκινο neon φως. Ο Χοάιζελ ήταν ένας από τους σταρ της βραδιάς, αυτός που έθεσε μια καθοριστική ψηφίδα για τη δημιουργία της τολμηρής, διεθνούς παραγωγής –φυσικά υπήρξαν ψεγάδια, θα τα δούμε στη συνέχεια.
Εν αρχή λοιπόν το σκηνικό. Αριστουργηματικό, με συνοπτικές διαδικασίες αρπάζει τον θεατή και τον βάζει στον πυρήνα του έργου –αυτού του σχεδόν φεμινιστικού έπους που είναι βαμμένο στο κόκκινο του σεξ και του αίματος. Και μετά, η δύναμη της ορχήστρας. Ναι, ο πρωταγωνιστής της παραγωγής αυτής είναι η ορχήστρα της Λυρικής υπό την διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλο.
Ο Χριστόπουλος, με απόλυτο έλεγχο κάθε ήχου, κάθε αντανάκλασής του στον χώρο, πήρε την μουσική και σαν να την καθάρισε από κάθε σκουπίδι ή σκόνη για να την παραδώσει την Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος ρωμαλέα, ωμά ειλικρινή, άλλοτε θηριώδη, άλλοτε ψυχρά νηφάλια. Η επιλογή του να ανεβάσει τα πνευστά στον πρώτο εξώστη, δεξιά και αριστερά πάνω από την σκηνή, έδωσε παλμούς στο έργο, δημιούργησε ιδρωμένη ατμόσφαιρα όταν το απαιτούσε η υπόθεση, όπως η πρώτη συνεύρεση της Κατερίνας με τον Σεργκέι.
Με την μουσική να διεμβολίζει την αίθουσα, η φωνή της ρωσίδας υψιφώνου Σβετλάνα Σοζντάτελεβα, ανεπιτήδευτα και με τόλμη, καταδύθηκε σε όλες τις σκοτεινές πλευρές του ρόλου, ακολούθησε τον ρεαλισμό, την ορμή, την ωμότητα, σπανίως την τρυφερότητα του Σοστακόβιτς. Με όψη που μπορεί να υποστηρίξει τον ρόλο η Σοζντάτελεβα έμοιαζε η ιδανική Κατερίνα. Αν και υπήρξαν στιγμές, κυρίως στο πρώτο μέρος, όπου το υποκριτικό σκέλος έμοιαζε να υποχωρεί. Η σκηνοθεσία επέλεξε συχνά να υπερφωτίσει το εξωλεκτικό με κινήσεις και στάσεις στο χώρο που είχαν μια στακάτη υπερβολή, μια προσέγγιση που θύμιζε πόζα και όχι ρεαλιστική απόδοση. Σαν να έβλεπα μια ηρωίδα του βωβού κινηματογράφου όπου η απουσία του ήχου υποχρεώνει οι κινήσεις και οι εκφράσεις να είναι μεγεθυμένες. Μόνο που εδώ, στη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ υπήρχε η ορμή της μουσικής, δεν χρειαζόταν η πληθωρική υποκριτική στίξη. Όταν λέει η Κατερίνα στον Σεργκέι «φίλα με να πονέσουν τα χείλη μου, να ανέβει το αίμα στο κεφάλι μου» αυτό το παραλυτικό πάθος σωματικά απουσιάζει, υπερισχύει η πόζα του σώματος. Ηταν η στιγμή που δεν άντεξα να μην σκεφθώ πώς θα απέδιδε σκηνικά αυτό το πάθος στα όρια του παραλογισμού η Μυρτώ Παπαθανασίου…
Το ονειρικό και το μεταφυσικό δεν έλειψαν από τη παράσταση: 0ι ολόγυμνοι άνδρες χορευτές που σαν παγώνια ή πετεινοί, με τεράστια φτερά, χόρευαν κυκλικά κάτω από το παράθυρο της Κατερίνας. Αλλά και αυτό το σύνολο γυμνών κορμιών, διπλωμένων, με την πλάτη γυρισμένη στην αίθουσα, σαν από έργο του Νταλί ή θραύσμα φωτογραφίας του Μαν Ρέι. Τα ολόγυμνα σώματα που σαν τα φίδια στην κεφαλή της Μέδουσας σάλευαν στο βάθος της αίθουσας, εκεί που θα έπρεπε να τρέμουν τα στάχια της αγροικίας. Στην δεύτερη πράξη, όπου όλα συναντήθηκαν ιδανικά (σκηνοθεσία, μουσική, σκηνικό, φωτισμοί) μια ελεγεία εγκαταστάθηκε στην σκηνή, με το κόκκινο του αίματος να μετατρέπεται σε νεκρικό, παγωμένο μπλε της ομίχλης και της φουρτούνας. Με τον ρυθμό αίφνης να ανεβαίνει, να επισπεύδει, ακολουθώντας απολύτως την ορμή της ορχήστρας.
Η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», είναι μια παραγωγή που φέρει τα χαρακτηριστικά του διεθνούς οπερατικού θεάματος. Του εξαγώγιμου. Ένα στοίχημα μεγάλο για τη Φανί Αρντάν, αλλά ακόμα περισσότερο για την Εθνική Λυρική Σκηνή – νομίζω το δεύτερο μεγαλύτερο μετά την «Ηλέκτρα» του Στράους που είδαμε στα επίσημα θυρανοίξιά της. Σίγουρα, η αίγλη και η γοητεία της Αρντάν επηρέασαν τον τρόπο που το κοινό, έστω και υποσυνείδητα, υποδέχθηκε το έργο. Η ίδια άλλωστε λέει: «και αφού οι ελληνικές ακτές με καλωσόρισαν, είθε και οι θεοί του Ολύμπου αν καταδεχτούν να με κοιτάξουν, να με καθοδηγήσουν και να με προστατέψουν».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News