Με αφορμή την παντελή έλλειψη αυτοκριτικής στις σελίδες των απομνημονευμάτων της Ανγκελα Μέρκελ («Ελευθερία», εκδ. Μεταίχμιο), τα διεθνή μέσα επισήμαναν ότι στο συγκεκριμένο πόνημά της η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας δίνει και κάποιο ελάχιστο ίχνος μεταμέλειας για ένα πράγμα τουλάχιστον, προτείνοντας κιόλας τη διόρθωσή του. Αυτό δεν είναι άλλο από το λεγόμενο «φρένο χρέους», το περιβόητο Schuldenbremse, το τοτέμ της γερμανικής οικονομικής σκέψης και ιερό κειμήλιο της «αυστηρής» δημοσιονομικής περιόδου του αειμνήστου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δηλαδή το ευαγγέλιο της λιτότητας.
Η Μέρκελ έγραψε (αλλά και είπε στην Corriere della Sera) ότι το εν λόγω «φρένο» πρέπει να χαλαρώσει διά μεταρρυθμίσεως. Φυσικά, δεν το απέρριψε σαν εργαλείο κατάλληλο για την εποχή του. Το αντίθετο: «Αρχικώς ήταν καλή ιδέα, όμως στην παρούσα κατάσταση πρέπει να μεταρρυθμιστεί». Και, βέβαια, η Μέρκελ δεν έχει κατά νου διάφορες σπατάλες (την… άπλα των οποίων στερήθηκε κατά τη θητεία της και ο ίδιος ο γερμανικός λαός). Το έργο, βασικά, δεν θα αλλάξει: «Μεταρρύθμιση όχι προς ενθάρρυνση των κοινωνικών δαπανών, αλλά των επενδύσεων». Ας δούμε, όμως, τι ακριβώς είναι αυτό το «φρένο χρέους».
Το Schuldenbremse αποτελεί το θεμέλιο της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής, μάλιστα εισήχθη στο Σύνταγμα του 2009. Αυτός ο μηχανισμός περιορίζει το έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ. Το συγκεκριμένο όριο απόλαυσε κάποια δημοφιλία στην παραδοσιακά «σφιχτή» Γερμανία, αλλά κατόπιν αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές του πολιτικού φάσματος, κυρίως στη βάση τού ότι η συνολική πολιτική λιτότητας κατέληξε να βλάψει τη γερμανική οικονομία και να επιβραδύνει την ανάπτυξη. Ακόμη και ο καλύτερος μαθητής του Σόιμπλε, ο Φρίντριχ Μερτς, νυν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατίας και φαβορί για τη νέα καγκελαρία, θέλει να φρενάρει το «φρένο».
Ο Μερτς έσπασε το ταμπού, έγραψε η Corriere πάλι, δηλώνοντας με έμφαση ωστόσο ότι η μεταρρύθμιση δεν αποσκοπεί στην αύξηση της κατανάλωσης –βασικό μέγεθος της εξίσωσης του ΑΕΠ, παρεμπιπτόντως– και της κοινωνικής πολιτικής. Δηλαδή, ο Μερτς ταυτίζεται απολύτως με τη Μέρκελ στο συγκεκριμένο ζήτημα. Για να αλλάξει το γερμανικό σύνταγμα, πάντως, απαιτείται πλειονοψηφία δύο τρίτων. Ομως ο μετεκλογικός χάρτης (οι πρόωρες κάλπες θα στηθούν στις 23 Φεβρουαρίου) είναι ακόμη «θολός», με μόνο στάνταρ την αύξηση του ποσοστού των άκρων («Εναλλακτική» και κόμμα Βάγκενκνεχτ).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News