Η περίσταση είναι αναμφίβολα περίπλοκη για τη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος το 2017 πέρασε το κατώφλι του Ελιζέ χάρη και στη φήμη του ως «Μότσαρτ των οικονομικών», όπως λάτρευαν να τον αποκαλούν ορισμένοι, εντυπωσιασμένοι από τις επιδόσεις του νεότερου προέδρου της Γαλλίας στα οικονομικά, τόσο όταν δούλευε για τους Ρότσιλντ όσο και όταν εκτελούσε χρέη υπουργού Οικονομικών υπό τον Φρανσουά Ολάντ.
Πλέον, όμως, έπειτα από περισσότερο από μία επταετία, «ακόμη και αυτή η εικόνα τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας βρίσκεται σε κρίση», όπως γράφει σε ανταπόκρισή του από το Παρίσι ο Στέφανο Μοντεφιόρι της Corriere della Sera. «Παρά τις επιτυχίες στον αγώνα κατά της ανεργίας (7,1%), τα “macronomics” τελικά δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα», προσθέτει.
Εξηγεί πως η «φόρμουλα Μακρόν» – μείωση φόρων, αρωγή των επιχειρήσεων, περισσότερες θέσεις εργασίας και, επομένως, περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος – ήταν αποτελεσματική μόνο μέχρι ένα σημείο, πιθανώς επειδή οι νέες θέσεις εργασίας είναι χαμηλής ειδίκευσης με σχετικά χαμηλούς μισθούς και, άρα, χαμηλή φορολογία εισοδήματος.
Πάντως αποτελεί γεγονός πως τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση. Γνωρίζοντάς το, φυσικά, αυτό, την προηγούμενη Πέμπτη ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ παρουσίασε στην κυβέρνησή του τον προϋπολογισμό για το 2025, ο οποίος καταρτίστηκε με στόχο ένα «θαύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός δημοσιογράφος, δηλαδή την εξεύρεση 60 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η σχετική συζήτηση σε μια εχθρική προς τον Μπαρνιέ Εθνοσυνέλευση πρόκειται να αρχίσει την Τετάρτη και αποτελεί μια πρώτη εξαιρετικά κρίσιμη δοκιμασία για τη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας. Την προηγούμενη εβδομάδα ο γάλλος πρωθυπουργός ξεπέρασε σχετικά εύκολα μια πρόταση δυσπιστίας αριστερών βουλευτών που θεωρούν πως με βάση τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών θα έπρεπε να κυβερνά η δική τους παράταξη.
Ωστόσο ο κίνδυνος συνεργασίας αριστεράς και ακροδεξιάς στο πλαίσιο μιας νέας πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης εξακολουθεί να καραδοκεί, ενόψει και της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, δεδομένου ότι έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις, δίχως καν να έχουν κοινοποιηθεί όλες οι λεπτομέρειες.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση είναι σίγουρα ανησυχητική: κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους το έλλειμμα της Γαλλίας εκτιμάται πως θα ξεπεράσει το 6% (όπως παραδέχτηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου το υπουργείο Οικονομικών) οπότε η κυβέρνηση αναζητά 60 δισεκατομμύρια, ώστε να μειωθεί την επόμενη χρονιά κάτω του 5%. Πού, όμως, θα βρεθούν αυτά τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ;
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του Μισέλ Μπαρνιέ, 40 δισεκατομμύρια θα προέλθουν από περικοπές δημοσίων δαπανών (μέσω και της μείωσης των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και του παγώματος των τακτικών αυξήσεων στις συντάξεις) ενώ τα υπόλοιπα είκοσι από την αύξηση των φόρων που καταβάλλουν οι πιο εύποροι εκ των γάλλων πολιτών, 65.000 άνθρωποι συνολικά, καθώς και οι πιο κερδοφόρες, περί τις τετρακόσιες, από τις επιχειρήσεις της Γαλλίας. Προβλέπονται, όμως, και μέτρα που θα επηρεάσουν και τον μέσο πολίτη, όπως οι υψηλότεροι φόροι για όσους νοικιάζουν επιπλωμένα διαμερίσματα και οι νέες αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Πώς, όμως, συνέβη αυτό, πώς έφτασαν σε αυτήν την κατάσταση τα δημοσιονομικά της Γαλλίας, διερωτάται ο απεσταλμένος της Corriere στο Παρίσι, αναφέροντας ενδεικτικά πως στα τέλη του προηγούμενου μήνα η απόδοση του πενταετούς ελληνικού ομολόγου είχε υποχωρήσει σε χαμηλότερο επίπεδο (2,39%) από εκείνη του αντίστοιχου γαλλικού τίτλου (2,48%). «Βρήκα μια κατάσταση πολύ πιο σοβαρή σε σχέση με όσα είχαν ανακοινωθεί», είπε ο Μπαρνιέ αμέσως μόλις ανέλαβε τα νέα του, πρωθυπουργικά, καθήκοντα.
Σύμφωνα με συνεργάτες του, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ αποπειράθηκε να σημάνει συναγερμό, ωστόσο ο Εμανουέλ Μακρόν προτίμησε να εθελοτυφλεί μέχρι την τελευταία στιγμή, ώστε να μην αναγκαστεί να λάβει αντιλαϊκά μέτρα. Οπως ανέφερε το περιοδικό L’ Obs, τον περασμένο Μάρτιο, συγκεκριμένα την 20η του μηνός, αφού το πρωί η Μαρίν Λεπέν έβαλε κατά των «Μότσαρτ των οικονομικών που δημιούργησαν χρέος ύψους 900 δισ.», το βράδυ πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη στο Ελιζέ.
Ο Μακρόν άκουσε τις διάφορες απόψεις και, τελικά, «αποφάσισε να μην αποφασίσει», όπως συνοψίζει ο Στέφανο Μοντεφιόρι. Τώρα ο Σοσιαλιστής βουλευτής Φιλίπ Μπρεν ζητά τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής και την ακρόαση του Μπρούνο Λε Μερ από την Εθνοσυνέλευση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News