Η Σουηδία, γράφει ο Guardian, διοικείται από πολιτικούς συνασπισμούς από τη δεκαετία του 1970. Η Γερμανία δεν έχει δει μονοκομματική κυβέρνηση από το 1961. Στην Ιταλία η πολυκομματική διακυβέρνηση ήταν ο κανόνας από τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Η Ολλανδία διοικήθηκε για τελευταία φορά από ένα μόνο κόμμα το 1879. Αυτή είναι η μία πλευρά της Ευρώπης.
Από την άλλη, στη Γαλλία οι πολιτικοί ηγέτες, εξ αριστερών και δεξιών εξίσου, δείχνουν να μη θέλουν μια κυβέρνηση συνασπισμού, παρότι οι πρόωρες εκλογές της Κυριακής 7 Ιουλίου δημιούργησαν ένα κοινοβούλιο τριών –περίπου ίσων– μπλοκ, που κανένα τους δεν έχει την πλειοψηφία, ενώ όλα αποτελούνται από εντελώς ετερόκλητα κόμματα.
Η νέα κυβέρνηση πρέπει «να εφαρμόσει το πρόγραμμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου, ολόκληρο το πρόγραμμά του και τίποτε άλλο εκτός από το πρόγραμμά του» είπε ο Μανουέλ Μπομπάρντ, του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία (LFI), του μεγαλύτερου της συμμαχίας Αριστεράς και Πράσινων, NFP. Το LFI είναι το κόμμα του Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Η Ματίλντ Πανό, επίσης βουλευτής του LFI, ήταν ακόμη πιο ξεκάθαρη: «Πρέπει να υπάρξει μια κυβέρνηση του NFP με βάση το πρόγραμμά μας» είπε την Τρίτη 9 Ιουλίου. «Καμία συμμαχία με τους κεντρώους ή τους Ρεπουμπλικανούς (LR). Δεν είμαστε συμβατοί».
Το NFP κέρδισε 182 έδρες στην Εθνοσυνέλευση, με τον κεντρώο συνασπισμό Μαζί, του Εμανουέλ Μακρόν, να έχει 168 βουλευτές και την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν να έρχεται τρίτη με 143. Κανένας συνασπισμός δεν είναι κοντά στις 289 έδρες που απαιτούνται για την πλειοψηφία.
«Βλέπω τον πειρασμό για συνομιλίες προκειμένου να δημιουργηθούν αφύσικες συμμαχίες» είπε ο Λοράν Ουακιέ, του κεντροδεξιού LR, το οποίο έχει σχεδόν 70 βουλευτές. «Ολα αυτά θα γίνουν χωρίς εμάς. Για εμάς, κανένας συνασπισμός, κανένα ξεπούλημα».
Από την πλευρά τους, οι κεντρώοι του Μακρόν αποδέχθηκαν την ιδέα ενός ευρύτερου πιθανού συνασπισμού που θα κυμαίνεται από το μετριοπαθές Σοσιαλιστικό κόμμα (PS) έως το LR, αναγνωρίζοντας ότι μια σταθερή κυβέρνηση θα απαιτούσε συμβιβασμό και συνεργασία. Απλώς δεν θα το κάνουν με το LFI.
«Δεν μπορούμε να συνεργαστούμε με αυτούς που στοχεύουν να διχάσουν τον γαλλικό λαό» είπε ο Μπενζαμέν Χαντάντ, βουλευτής του Μαζί. «Θα αντιτασσόμουν σε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του NFP και θα ψήφιζα υπέρ οποιασδήποτε πρότασης μομφής κατά ενός υπουργικού συμβουλίου που περιλαμβάνει υπουργούς από το LFI».
Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι δύσκολα αντιληπτές από πολλούς Ευρωπαίους και σίγουρα δεν θα φανούν χρήσιμες σε μια χώρα που χρειάζεται μια κυβέρνηση, αφενός αποδεκτή από τους ψηφοφόρους, αφετέρου με προοπτική να διαρκέσει περισσότερο από μερικές εβδομάδες.
Σε επίπεδο εθνικής κυβέρνησης, όμως, στη γαλλική πολιτική οι συνασπισμοί απουσιάζουν εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό αποτελεί εν μέρει συνέπεια ενός εκλογικού συστήματος με δύο γύρους, που σχεδόν πάντα παράγει μονοκομματικές πλειοψηφίες, χωρίς την ανάγκη συνασπισμών.
Το σύστημα εντασσόταν στην απάντηση της Γαλλίας στο χάος της Τέταρτης Δημοκρατίας, η οποία μεταξύ 1946-1958 είδε 21 κυβερνήσεις να έρχονται και να φεύγουν, μαζί με 16 πρωθυπουργούς, μερικοί από τους οποίους κυβέρνησαν μόνο για λίγες ημέρες.
Συνασπισμοί όπως το NFP και ο προκάτοχός του, το Nupes, αποφασίζονται πριν από τις εκλογές, αλλά αφορούν κυρίως τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων νίκης, με τα μεγαλύτερα κόμματα να συμφωνούν συνήθως, για παράδειγμα, να μην είναι υποψήφιοι έναντι ενός δευτερεύοντος συμμάχου, σε λίγες εκλογικές περιφέρειες.
Μόλις τελειώσουν οι εκλογές, το μεγάλο κόμμα σπανίως χρειάζεται υποστήριξη για να σχηματίσει κυβέρνηση. Το 2012, μια εκλογική συμφωνία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) οδήγησε τους Πράσινους να κερδίσουν 17 έδρες και να γίνουν μέρος της προεδρικής πλειοψηφίας του Φρανσουά Ολάντ. Αποχώρησαν από την κυβέρνηση το 2014 λόγω μιας σειράς πολιτικών διαφωνιών, αλλά χωρίς σημαντικές συνέπειες: ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλ είχε αρκετή υποστήριξη στο Κοινοβούλιο ώστε να ψηφίζει νόμους χωρίς αυτούς.
«Για να το πω ωμά: τα γαλλικά πολιτικά κόμματα δεν έχουν συνηθίσει να διαπραγματεύονται συνασπισμούς και συμβιβασμούς» είπε στον Guardian η Ιζαμπέλ Γκουινοντό, ειδική στον πολιτικό ανταγωνισμό και τη συγκριτική πολιτική στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας (CNRS). «Ο καθένας ελπίζει να επωφεληθεί από το πλειοψηφικό σύστημα για να εφαρμόσει ατόφια την ατζέντα του».
Αυτή η προσέγγιση είναι ακόμα εμφανής, είπε, αφότου ο Μακρόν προκάλεσε την κατάρρευση της κυρίαρχης Κεντροδεξιάς και Αριστεράς το 2017. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2022, σημείωσε, «ο Μακρόν δεν απέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία. Προσπάθησε όμως να διαπραγματευτεί έναν συνασπισμό ή μια υποστήριξη με αντάλλαγμα πολιτικές παραχωρήσεις; Οχι».
Αντίθετα, ο Μακρόν κατέφυγε σε ειδικές συνταγματικές εξουσίες, όπως το αντιδημοφιλές άρθρο 49.3, για να προωθήσει τη νομοθεσία χωρίς κοινοβουλευτική ψηφοφορία, μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εφόσον δεν υπάρχει πλειοψηφία βουλευτών πρόθυμων να ρίξουν την κυβέρνηση.
Στο νέο γαλλικό Κοινοβούλιο, όμως, αυτό θα είναι αδύνατο. Οποιαδήποτε κυβέρνηση βασίζεται στην υποστήριξη ενός μόνο από τα τρία βασικά μπλοκ είναι a priori καταδικασμένη, εκτός αν έχει διαπραγματευθεί κάποιες βασικές θέσεις και κόκκινες γραμμές.
«Ετσι, είτε τα στελέχη του γαλλικού πολιτικού συστήματος θα μάθουν να διαπραγματεύονται και να δημιουργούν νέου τύπου συνασπισμούς», καταλήγει η Γκουινοντό, «είτε έχουμε μεγάλες πιθανότητες να δούμε την επόμενη κυβέρνηση να πέφτει λόγω κάποιας πρότασης δυσπιστίας, πυροδοτώντας μια θεσμική κρίση».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News