Για τέσσερις δεκαετίες, το ερωτικό δράμα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»,κατατασσόταν στα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Την τελευταία δεκαπενταετία, όμως, ο συνδυασμός μιας καταγγελίας της πρωταγωνίστριας του με τον αναθεωρητισμό που επιχειρεί το κίνημα «πολιτικής ορθότητας», έχει φέρει την ταινία στα όρια της «ακύρωσης».
Τώρα, όπως αναφέρει δημοσίευμα των Times του Λονδίνου, η Εθνική Ταινιοθήκη της Γαλλίας ακυρώνει μια προβολή της, ύστερα από απειλές για βίαιες διαμαρτυρίες φεμινιστικών ομάδων, σχετικά με τη διαβόητη, πλέον, σκηνή βιασμού της έφηβης τότε, Μαρία Σνάιντερ, από τον ώριμο Μάρλον Μπράντο.
Η Γαλλική Ταινιοθήκη, που διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά αρχεία στον κόσμο, ένα μουσείο και μια κινηματογραφική αίθουσα στο Παρίσι, αρχικά αγνόησε την οργή των φεμινιστριών που προκλήθηκε από τον προγραμματισμό της προβολής της ταινίας του 1972, στο πλαίσιο ενός αναδρομικού αφιερώματος στον αείμνηστο Μπράντο.
Αλλά καθώς οι απειλές για διαμαρτυρίες άρχισαν να κλιμακώνονται, η προβολή – που ήταν προγραμματισμένη για την προσεχή Κυριακή- ακυρώθηκε. Ο Φρεντερίκ Μπονό, διευθυντής της Γαλλικής Ταινιοθήκης, επικαλέστηκε την ασφάλεια θεατών και προσωπικού για την απόφασή του να «κόψει» το «Τελευταίο Τα.
Οι δηλώσεις του μάλλον εξόργισαν περαιτέρω τις φεμινιστικές οργανώσεις, οι οποίες τον κατηγόρησαν ότι υποδύεται το ρόλο του θύματος, επιμένοντας ότι θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από την αρχή για τον προγραμματισμό προβολής της ταινίας.
Η κόντρα έρχεται σε μια στιγμή που η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία κλυδωνίζεται από καταγγελίες για ευρέως διαδομένη σεξουαλική βία στους κόλπους της – κυρίως σε ταινίες, σκηνοθετημένες από διανοούμενους κινηματογραφιστές που πιστεύουν ότι μπορούν να φέρονται στις νεαρές ηθοποιούς όπως θέλουν, χωρίς συνέπειες, ισχυρίζονται οι καταγγέλλοντες.
Ο Μπερτολούτσι, αδιαμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, δεν είχε ενημερώσει την 19χρονη τότε πρωταγωνίστρια της ταινίας του, ότι θα έπρεπε να παίξει σε μια σκηνή προσομοίωσης βιασμού από τον ώριμο συμπρωταγωνιστή της. Αργότερα, η Σνάιντερ χαρακτήρισε τη σκηνή ως μία τραυματική εμπειρία, που σημάδεψε όλη τη ζωή της.
«Μπορεί αυτά που έκανε ο Μάρλον να μην ήταν αληθινά, αλλά τα δάκρυά μου ήταν πέρα για πέρα αληθινά», είχε δηλώσει η Σνάιντερ το 2007, τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατό της από καρκίνο. «Ενιωθα ταπεινωμένη και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ελαφρώς βιασμένη – τόσο από τον Μάρλον, όσο και από τον Μπερτολούτσι», είχε πει τότε.
Μόλις η Γαλλική Ταινιοθήκη ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε την προβολή της ταινίας, επικράτησε αναβρασμός στη γαλλική καλλιτεχνική κοινότητα. Η Γαλλική Εταιρεία Καλλιτεχνών δήλωσε: «Η κινηματογράφηση και η προβολή ενός βιασμού παραμένει κατακριτέα. Δεν μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και δεν βλέπουμε τη σημασία αυτής της πράξης».
Ορισμένες φεμινιστικές οργανώσεις ανέφεραν ότι δεν θα είχαν πρόβλημα με την προβολή της ταινίας, αν ακολουθούσε συζήτηση για αυτήν, και αν δινόταν επεξηγηματικό σημείωμα στους θεατές. Αντιθέτως, η Γαλλική Ταινιοθήκη χαρακτήρισε το φιλμ ως απλό «αντικείμενο σκανδάλου» και ως «αντανάκλαση της εμπειρίας της σεξουαλικής επανάστασης του Μάη του 1968».
«Πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της, η ταινία διατηρεί την οσμή του σκανδάλου», ανέφεραν οι σημειώσεις του προγράμματος για την ρετροσπεκτίβα στον Μπράντο. Η γνωστή γαλλίδα κριτικός τέχνης, Κλοέ Τιμπό, απάντησε στον ισχυρισμό της ταινιοθήκης γράφοντας ότι «η ταινία έχει μια και μοναδική οσμή: αυτή της κουλτούρας βιασμού».
Η Κλεμεντάν Σαρλμέν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της φεμινιστικής ομάδας 50/50, πρόσθεσε ότι η Γαλλική Ταινιοθήκη έχει κοινωνική ευθύνη και οφείλει να προσαρμόζεται στις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής, αντί να επιδεικνύει «μια ανησυχητική μορφή μισογυνισμού και μια άρνηση να αμφισβητήσει πρακτικές που δεν συμβαδίζουν με την εποχή μας».
Ο επικεφαλής προγραμματισμού της Γαλλικής Ταινιοθήκης, Ζαν-Φρανσουά Ροζέ, αρχικά επέμεινε ότι θα ήταν «αδιανόητο και παράλογο» να μην προβληθεί η ταινία στο αφιέρωμα στον Μπράντο, που περιλαμβάνει και άλλες κλασικές ταινίες του, όπως τον «Νονό» και το «Λεωφορείον Ο Πόθος». Παράλληλα πρόσθεσε ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ασέβεια και απέναντι στην Σνάιντερ.
Η Βανέσα Σνάιντερ, συγγραφέας και δημοσιογράφος στη γαλλική εφημερίδα Le Monde και εξαδέλφη της αείμνηστης ηθοποιού, εξέφρασε την αγανάκτησή της απέναντι σε όσους υποστήριξαν ότι θα αποτελούσε φόρο τιμής στη Μαρία η προβολή της ταινίας, «ενώ αυτή η ταινία της κατέστρεψε τη ζωή». Ακολούθως, ο διευθυντής της ταινιοθήκης, Μπονό, άλλαξε ρότα, λέγοντας ότι ανακάλυψε πως «βίαιοι διαδηλωτές» σχεδίαζαν διαμαρτυρίες για την προβολή της ταινίας.
Η φεμινιστική οργάνωση Collectif NousToutes (Συλλογικά Ολες Μαζί), τού απάντησε: «Αρνούμαστε αυτή την απόπειρα αντιστροφής της ενοχής, με την οποία η Γαλλική Ταινιοθήκη επιχειρεί να παρουσιαστεί ως θύμα και να παρουσιάσει όσους αντιτίθενται στην προβολή της ταινίας ως απειλή».
Την περασμένη εβδομάδα, εισαγγελείς του Παρισιού πρότειναν ποινή φυλάκισης πέντε ετών για τον βραβευμένο γάλλο σκηνοθέτη Κριστόφ Ρουγκιά, κατηγορούμενο για σεξουαλική κακοποίηση της ηθοποιού Αντέλ Χαενέλ, όταν εκείνη ήταν μόλις 12 ετών. Ο σκηνοθέτης αρνείται τις κατηγορίες.
Σε μια άλλη, αντίστοιχη υπόθεση που σόκαρε τη βιομηχανία του γαλλικού σινεμά, η ηθοποιός Ζουντίθ Γκοντρές υπέβαλε μήνυση εναντίον των σκηνοθετών Μπενουά Ζακό και Ζακ Ντοϊλόν, κατηγορώντας τους ότι τη βίασαν όταν ήταν παιδί και έπαιζε στις ταινίες τους – καταγγελία την οποία οι ίδιοι αρνούνται κατηγορηματικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News