Της έχουν δοθεί πολλές ταμπέλες και η πρώτη μπήκε πριν καν γεννηθεί -70 χρόνια σαν σήμερα, 12 Μαρτίου 1946- στην καρδιά του Χόλιγουντ: η «κόρη δύο σταρ». Ακόμα και το όνομα που της έδωσε η μητέρα της έμελλε να δείχνει, κάποτε, καλόγουστο στη μαρκίζα: «Λάιζα Μινέλι».
Δεν της δόθηκε η επιλογή, πριν καλά-καλά κλείσει τα τρία της χρόνια, η Μινέλι βρέθηκε στη μεγάλη οθόνη, στην αγκαλιά της μαμάς, Τζούντι Γκάρλαντ, για την τελευταία σκηνή του «In the good old summertime» (1949).
Αλλά ακόμη και όταν την έπαιρνε μαζί του στα γυρίσματα ο πατέρας της, βραβευμένος με δύο Οσκαρ σκηνοθέτης, Βινσέντε Μινέλι, εκείνη έτρεχε στην αίθουσα με τις πρόβες χορού. Ηταν χορεύτρια και είχε ήδη μέσα της το πνεύμα του entertainer.
Οι διάσημοι γονείς της χώρισαν όταν ήταν πέντε ετών, μέχρι να γίνει η ίδια 13ών είχε αποκτήσει έναν πατριό, μία μητριά, δύο αδέρφια από τον ένα και άλλα δύο από τον άλλο γονιό, είχε αλλάξει συνολικά 14 σχολεία και είχε ήδη αποφασίσει ότι ήθελε να ανέβει στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ. Μέχρι να γίνει αυτό ήταν η ουρά της μητέρας της στις περιοδείες της και η σκιά της κάθε φορά που έπαιρναν τον έλεγχο οι δαίμονες: τα υπνωτικά (και άλλα) χάπια, το αλκοόλ και η κατάθλιψη. Γι’ αυτό και στα μάτια των υπόλοιπων πέρασε την εφηβεία της ως η «τραγική κόρη της Τζούντι Γκάρλαντ».
Ε, και; Η μικρή είχε τα δικά της όνειρα -«τα όνειρα τα εμπνεύστηκα από τον πατέρα μου, το σθένος το κληρονόμησα από τη μητέρα μου», έχει δηλώσει η ίδια. Αφησε πίσω της την οικογενειακή ζωή και το Λος Αντζελες και μετακόμισε, στα 15 της, στη Νέα Υόρκη, χωρίς οικονομική βοήθεια που αρνήθηκαν να της σώσουν οι γονείς της και αρνούμενη τα 500 δολάρια που της έστειλε ο Φρανκ Σινάτρα. Μέχρι να γίνει 19 χρονών είχε αναδείξει το ταλέντο της. Ανέβηκε στο σανίδι του Μπρόντγουεϊ, πρωταγωνίστησε στο κωμικό μιούζικαλ «Flora, the Red Menace» και έγινε η νεότερη γυναίκα που κέρδισε ένα βραβείο Τόνι για τον Α’ γυναικείο ρόλο.
Η περφόρμανς της καθρέφτιζε τη μοναδικότητα της Γκάρλαντ. «Υποκρινόταν και χόρευε με μία περίεργη, σαγηνευτική γοητεία, το βλέμμα της έλεγε σε στιγμές ‘τι κάνω εγώ εδώ;’, τραγουδούσε με μία φωνή που συχνά έκανε εκρήξεις, άλλοτε έτρεμε γλυκά και ενίοτε έβγαινε εκτός ελέγχου –κάτι που απλώς συνέβαλε στην γοητεία της. Θύμιζε τη μητέρα της», έγραφε τότε στην κριτική του το αμερικανικό περιοδικό TIME.
Αλλά γρήγορα η εικόνα της Τζούντι ξεθώριαζε και η προσωπικότητα της Λάιζα καταλάμβανε όλο το χώρο.
Ακολούθησαν οι δεκάδες εμφανίσεις on stage, ο ρόλος της εκκεντρικής τινέιτζερ στο «Pookie» (1969), το θρυλικό «Mein Herr» στο «Cabaret» (1972) που της χάρισε ένα Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, τα πάρτυ, οι εποχές του Studio 54, οι φιλίες με την Μάριλιν Μονρόε, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τον Αντι Γουόρχολ –ο οποίος της χάρισε πέντε φρανταχτερά πορτρέτα- και τον προσωπικό της στυλίστα Ρόι Χάλστον.
Ηταν μία βόμβα ενέργειας. Στην πραγματικότητα, όμως, η ενέργειά της ως περφόρμερ, χορεύτρια, ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης ακολουθούσε τις διακυμάνσεις που είχε η μάχη της με τους δικούς της δαίμονες (βλ. η «βασίλισσα των comebacks»).
Οσο και να επιμένει η ίδια ότι το παρελθόν της δεν την ενδιαφέρει και ότι «υπάρχουν πόρτες που δεν θέλει να ανοίξουν», το παρελθόν της δεν την άφησε ποτέ. Η μητέρα της πέθανε, ύστερα από κάποιες αποτυχημένες απόπειρες, από υπερβολική δόση χαπιών το 1969. Λίγο αργότερα, όταν πάτησε η Λάιζα τα 30 της, εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα του αλκοολισμού («η αλκοολική») και μέχρι σήμερα μάχεται την ίδια ασθένεια.
«Στη σκηνή μην την πλησιάσεις, είναι η καλύτερη περφόρμερ στον κόσμο. Αλλά όταν αρχίσει να πιάνει το αλκοόλ, τρέξε προς την αντίθετη κατεύθυνση», έχει δηλώσει για την Μινέλι ο Ντέιβιντ Γκεστ. Αυτός ήταν ο τέταρτος (άλλο ένα κουσούρι που κληρονόμησε από την Γκάρλαντ) και τελευταίος, όπως έχει διευκρινίσει η ίδια, σύζυγός της και ήταν ένας ακόμη λόγος που η ιδιωτική ζωή της Μινέλι έγινε τροφή για τα τάμπλοιντ.
Κι όμως, η μάχη της με τον αλκοολισμό σε κέντρα αποτοξίνωσης και τα κιλά που κέρδιζε στις περιόδους νηφαλιότητας δεν απομάκρυναν την ίδια από τη σκηνή ούτε τους οπαδούς της από εκείνην. Οι δύο επεμβάσεις αντικατάστασης ισχίου, το «καλωδιωμένο» γόνατο και ένας φαγωμένος σπόνδυλος δεν την έκαναν να σταματήσει να χορεύει, ούτε καν αφού πάτησε στην έκτη δεκαετία της ζωής της -εντάξει τώρα πια λαχανιάζει πολύ, ιδρώνει περισσότερο και κάνει διαλείμματα- ενώ μία επέμβαση πολύποδα στις φωνητικές χορδές, το 1997, την κράτησε μακριά από το μικρόφωνο μόνο για 18μήνες.
Ακόμη και μία εγκεφαλίτιδα που προκλήθηκε από τσίμπημα κουνουπιού το 2000 δεν κατόρθωσε να την κρατήσει στο αναπηρικό καροτσάκι. «Επρεπε να μάθω να περπατάω από την αρχή, να μιλάω από την αρχή. Συνήθως οι ασθενείς της εγκεφαλίτιδας δεν αναρρώνουν όπως κατόρθωσα εγώ, αλλά πολύ απλά δεν μπορούσα να παραιτηθώ», έχει δηλώσει η ίδια για τη μεγαλύτερή της περιπέτεια.
Το μεγαλύτερο χάρισμα που μπορεί να έχει κανείς είναι η προοπτική των πραγμάτων, σύμφωνα με την ίδια. «Αν έχεις μία άσχημη ανάμνηση από κάτι άλλαξέ την, ‘γράψε’ την από την αρχή και τότε γίνεται αστεία. Εξαρτάται από εσένα το πώς αισθάνεσαι και το πού επιλέγεις να δώσεις προσοχή. Ολα είναι θέμα ισορροπίας. Οποτε κάτι πάει στραβά πρέπει να παίρνεις μία ανάσα και να το επαναφέρεις σε ισορροπία. Αν δεν σου αρέσει κάτι, διάγραψέ το». Και αν αυτή η τακτική σε οδηγήσει σε μία μόνιμη άρνηση; «Δεν δίνω δεκάρα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News