«Ο καιρός της μνήμης έχει προφανώς παρέλθει», γράφει ο Κλάουντιο Τίτο της La Repubblica, αναφερόμενος στο αποτέλεσμα των εκλογών που διεξήχθησαν την Κυριακή στην Αυστρία. «Εάν ακριβώς τη χρονιά της ενενηκοστής επετείου της (αποτυχημένης) απόπειρας πραξικοπήματος (25η Ιουλίου του 1934) των αυστριακών ναζί που άνοιξε, στη συνέχεια, το δρόμο για την προσάρτηση (Anschluss) από τον Χίτλερ, οι άξιοι και επικίνδυνοι κληρονόμοι τους κατάφεραν να κερδίσουν σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων, τότε τα διδάγματα της Ιστορίας κινδυνεύουν να ακυρωθούν […] ειδικά μεταξύ των νεότερων γενιών», προσθέτει ο ιταλός αρθρογράφος, χαρακτηρίζοντας την πρωτιά του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας στις εκλογές ως «το αποτέλεσμα μιας απολεσθείσας μνήμης».
Θεωρεί, ωστόσο, πως εάν η αστική και δημοκρατική συνείδηση, τόσο στην Αυστρία όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, διαταράσσεται στο πλαίσιο της προπαγάνδας των αντιδραστικών κομμάτων και των υπέρμαχων της εθνικής κυριαρχίας, τότε τα όποια αποτελέσματα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με πιο πραγματιστικά κριτήρια.
Από αυτή τη σκοπιά, το πρώτο που επισημαίνει ο Κλάουντιο Τίτο είναι πως το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής στην Αυστρία αποτελεί ακόμη μία επιβεβαίωση της μετατόπισης των ευρωπαίων ψηφοφόρων ολοένα δεξιότερα. Εξετάζοντας, όμως, προσεκτικότερα τα δεδομένα ανά την Ευρώπη, εντοπίζονται δύο σημαντικά στοιχεία.
Το πρώτο είναι μια μαζική και σχεδόν αυτόματη μετακίνηση ψηφοφόρων από την Κεντροδεξιά στην Ακροδεξιά, το οποίο σημαίνει πως οι μετριοπαθείς υποχωρούν προς όφελος του ακροδεξιού ριζοσπαστισμού.
Το δεύτερο στοιχείο είναι πως τα ριζοσπαστικά κόμματα με σημαία την εθνική κυριαρχία που εστιάζουν (και εκμεταλλεύονται) περισσότερο στα ένστικτα παρά στη λογική των ψηφοφόρων, αποτελούν μια μειονότητα, η οποία είναι μεν συμπαγής αλλά εξακολουθεί να αποτελεί μειονότητα.
Οπότε το ερώτημα που πρέπει να τεθεί αλλά και να απαντηθεί από τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις και θεσμούς στη Βιέννη, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σχετίζεται καταρχάς με το πώς καθίσταται δυνατή η ριζοσπαστικοποίηση των ψηφοφόρων. Για να κερδίσουν ψήφους, οι οποίες αντιδραστικές δυνάμεις υιοθετούν και τηρούν μια αντισυστημική και αντιευρωπαϊκή στάση ενώ όσον αφορά ειδικά την Αυστρία, καταγράφεται επίσης μια ρατσιστική και αμιγώς ναζιστική παρέκκλιση που αυξάνει το επίπεδο συναγερμού.
Σημείο αναφοράς αποτελεί, φυσικά, το μεταναστευτικό ζήτημα, με τον Κλάουντιο Τίτο να σημειώνει πως ο πυρήνας της ακροδεξιάς και ταυτοτικής πολιτικής της «remigration» (αφορά τον αναγκαστικό επαναπατρισμό των μεταναστών από χώρες εκτός της ΕΕ), πέρα από το ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αποτελεί μια «αυτο-απαλλακτική μορφή ρατσισμού και ξενοφοβίας». Και στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) δεσμεύτηκε να μετατρέψει την Αυστρία σε «φρούριο» όπου δεν θα εισέρχονται μετανάστες, εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ενόψει, λοιπόν, μιας τέτοιας κατάστασης, ο αποκαλούμενος «υγειονομικός κλοιός» κατά της Ακροδεξιάς καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμος. Το FPÖ αναδείχθηκε μεν πρώτο κόμμα, αλλά ο αυστριακός πρόεδρος – ο Πράσινος Αλεξάντερ Φαν Ντερ Μπέλεν – δεν υποχρεούται να αναθέσει στον ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος, Χέρμπερτ Κικλ, τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Αυτός ο άτυπος κανόνας στην πραγματικότητα έχει να παραβιαστεί εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, από το 2000 και τον διαβόητο Γιοργκ Χάιντερ. Σε αυτό το πλαίσιο το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) του καγκελάριου Καρλ Νεχάμερ, απορρίπτοντας κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας με την ακροδεξιά, θα μπορούσε να συνεργαστεί μαζί με τους τρίτους Σοσιαλιστές (SPÖ), επιδιώκοντας τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας που θα μπορούσε να κυβερνήσει την Αυστρία.
«Η ιδέα της προσφυγής σε ένα “Λαϊκό Μέτωπο” (κατά της ακροδεξιάς) και στην Αυστρία πρέπει να θεωρείται καθήκον. Οι καιροί είναι δύσκολοι και η διαφορά στην πολιτική δεν αφορά, πλέον, εναλλακτικές συνταγές και μοντέλα, αλλά την προστασία της δημοκρατίας και την πορεία στον επικίνδυνο δρόμο της μη δημοκρατίας, αφορά τη διατήρηση ενός δίκαιου και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνικού συστήματος και ενός άδικου συστήματος γεμάτου αποκλεισμούς, αφορά ένα ειρηνικό μέλλον εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ενός καταστροφικού μέλλοντος βασισμένου στο Austrexit», γράφει ο Κλάουντιο Τίτο.
«Η ευημερία μας, η ελευθερία μας δεν απειλούνται από τους μετανάστες ή από όσους είναι διαφορετικοί από εμάς, αλλά από την αποδυνάμωση των δημοκρατικών αξιών και από την αδυναμία μας να τις παρουσιάζουμε ως παράδειγμα προς μίμηση. Η ευθραυστότητά μας δεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, οι αιτίες είναι ενδογενείς. Κάθε υποχώρηση, στη Βιέννη όπως στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες όπως στη Ρώμη, μπορεί να καθορίσει μια πορεία χωρίς επιστροφή», προσθέτει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News