Η αντίστροφη μέτρηση για τη θεσμοθέτηση της επαγγελματικής διαιτησίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο άρχισε με την ίδρυση, από τη Σούπερ Λιγκ, Οργανισμού («Επαγγελματική Διαιτησία Ποδοσφαίρου Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία») που θα υλοποιήσει τη σχετική απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Η ΕΠΟ αντέδρασε έντονα – ήταν αναμενόμενο. Θέλει να κρατήσει τη διαιτησία στην κορυφαία κατηγορία του ελληνικού πρωταθλήματος υπό τον έλεγχό της. Επίσης, να μη μειωθεί το ποσοστό το οποίο της αποδίδουν οι ομάδες ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες που τους παρέχουν οι διαιτητές της (διευθύνοντας τους αγώνες τους). Αλλά ο συνεταιρισμός των 14 συλλόγων φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει. Αλλωστε, η επαγγελματική διαιτησία είναι νόμος του κράτους, ήδη, από τον περασμένο Ιούνιο.
Η Σούπερ Λιγκ έχει κάνει και τις πρώτες κινήσεις για την υλοποίηση του πρότζεκτ. Προσέλαβε ειδικό σύμβουλο που θα το αναλάβει (τον πρώην αρχιδιαιτητή, Μαρκ Κλάτενμπεργκ), έφερε στην Ελλάδα τον τέως πρόεδρο της Πρέμιερ Λιγκ, Ντέιβ Ρίτσαρντς, που διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα, και προχώρησε σε επαφές -μέσω τηλεδιάσκεψης- με τον επικεφαλής της επιτροπής επαγγελματικής διαιτησίας της Πρέμιερ Λιγκ, Μάικ Ράιλι, για να μοιραστεί μαζί του την τεχνογνωσία του. Σκοπεύει -λέει- να ακολουθήσει το αγγλικό παράδειγμα.
Το σχέδιο του Κλάτενμπεργκ προβλέπει επτά έως δέκα επαγγελματίες διαιτητές (σε πρώτη φάση), οι οποίοι θα υπογράψουν με τη Σούπερ Λιγκ τριετείς συμβάσεις συνεργασίας. Δεν θα αμείβονται για κάθε ματς που θα διευθύνουν, αλλά με πάγιες αποδοχές, ύψους 6.000 έως 9.000 ευρώ το μήνα. Οι συγκεκριμένοι ρέφερι θα ορίζονται στους αγώνες με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι οι υπόλοιποι (οι μη επαγγελματίες), ώστε να δικαιολογούν και τον παχυλό μισθό τους. Σε περίπτωση που η απόδοσή τους σε κάποιο παιχνίδι δεν είναι αυτή που πρέπει, θα αποκλείονται από τους ορισμούς για ένα χρονικό διάστημα (όπως συμβαίνει και τώρα), αλλά και θα παρακρατείται ένα μέρος της αμοιβής τους.
Το σκεπτικό είναι ότι το οικονομικό κίνητρο θα τους κάνει πιο προσεκτικούς. Και η κεντρική ιδέα πίσω από την επαγγελματική διαιτησία, σε όποιες (λίγες) χώρες εφαρμόζεται, ότι οι ρέφερι θα αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην προετοιμασία τους για τους αγώνες, και θα βρίσκονται στη διάθεση των εκπαιδευτών τους περισσότερες μέρες, περισσότερες ώρες. Οτι δεν θα αντιμετωπίζουν τη διαιτησία ως χόμπι, ή πάρεργο, αλλά ως την κύρια δουλειά τους.
Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως θα την κάνουν καλύτερα, κάπου εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί. Ο πρώτος είναι ότι, αυτομάτως, αποκλείονται από τον κατάλογο κάποιοι σαν τον Σιδηρόπουλο, που είναι αστυνομικός, τον Διαμαντόπουλο, που είναι πυροσβέστης, ή τον Ευαγγέλου, που είναι δημοτικός αστυνομικός. Οσοι εργάζονται στον δημόσιο τομέα, δύσκολα θα εγκαταλείψουν μια μόνιμη δουλειά, για μια άλλη με χρονικό ορίζοντα λίγων ετών – για μια τριετή σύμβαση, που μπορεί να μην ανανεωθεί. Αυτό, βεβαίως, ισχύει και για εκείνους που έχουν μια ικανοποιητική καριέρα στον ιδιωτικό τομέα.
Διαιτητής αορίστου χρόνου, δεν μπορεί να υπάρξει. Μόνιμη θέση στους πίνακες διαιτησίας θα σήμαινε, μοιραία, ανοχή για όσους αποδεικνύονται ανεπαρκείς και υποπίπτουν, διαρκώς, σε σοβαρά λάθη. Από την άλλη, όμως, αν ο ρέφερι προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα «τρέμει», μήπως χάσει τη δουλειά του. Οχι επειδή δεν την έκανε σωστά, αλλά γιατί δεν είναι αρεστός σε όποιους έχουν τη δύναμη να τον κρατήσουν, ή να τον βγάλουν από τους πίνακες. Εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται το «αιώνιο» πρόβλημα της διαιτησίας στη χώρα μας, που δεν είναι η έλλειψη ικανών διαιτητών (έχουμε δει «τέρατα» και από πολλούς ξένους), αλλά η αναξιοκρατία και η ανασφάλεια. Χρόνια τώρα, οι ρέφερι που «επιβιώνουν» στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είναι οι καλύτεροι, αλλά οι πρόθυμοι να κάνουν τα χατίρια των εκάστοτε ισχυρών. Κι όποιος υποκύπτει στις πιέσεις για να μη χάσει το χόμπι του, ή ένα έξτρα εισόδημα, θα το κάνει πολύ ευκολότερα αν πρόκειται για την κύρια ή μόνη του απασχόληση, με έναν εξαιρετικά υψηλό μισθό.
Στην Αγγλία οι πρώτοι επαγγελματίες διαιτητές εμφανίστηκαν πριν από μια 20ετία. Η PGMOL (Professional Game Match Officials Limited), η οποία τους εκπαιδεύει, συστάθηκε το 2001. Οι πάγιες ετήσιες αποδοχές τους κυμαίνονται μεταξύ 44.000 και 48.000 ευρώ, αναλόγως με την εμπειρία τους, ενώ εισπράττουν και 1.300 ευρώ επιπλέον για κάθε αγώνα που ορίζονται να διευθύνουν. Που σημαίνει ότι κάθε ένας τους μπορεί να κερδίζει έως και 80.000 ευρώ το χρόνο. Το κόστος καλύπτεται από τους χορηγούς που διαφημίζονται στις στολές τους.
Πέρα από την καθημερινή τους, ατομική προπόνηση, οι επίλεκτοι συγκεντρώνονται όλοι μαζί κάθε 14 μέρες, για να παρακολουθήσουν σεμινάρια και να αναλύσουν επίμαχες φάσεις στο βίντεο. Στην ομάδα υποστήριξης των επαγγελματιών διαιτητών ανήκουν επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων: αναλυτές στατιστικών δεδομένων, γυμναστές, διατροφολόγοι, φυσιοθεραπευτές, ποδίατροι – ποδολόγοι, οφθαλμίατροι και ψυχολόγοι. Περνούν τακτικά από διάφορα τεστ και -το κυριότερο- αξιολογούνται σε κάθε τους παιχνίδι από έναν παλιό, καταξιωμένο συνάδελφό τους, ο οποίος μελετά κάθε τους απόφαση με τη βοήθεια του βίντεο του αγώνα. Πρώην ποδοσφαιριστές και προπονητές τους βαθμολογούν για τη σαφήνεια των υποδείξεών τους, και τη γενικότερη παρουσία τους στον αγωνιστικό χώρο (για το αν είναι επιβλητικοί, αν έχουν αυτοπεποίθηση, κ.λπ).
Η σωστή προετοιμασία και ο αξιοκρατικός έλεγχος της απόδοσης είναι τα «κλειδιά» για όποιον επιχειρεί να αντιγράψει σωστά το αγγλικό μοντέλο επαγγελματικής διαιτησίας. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης δεν το έχουν τολμήσει, ή το δοκίμασαν και επέστρεψαν στην ημιεπαγγελματική διαιτησία. Ρέφερι με στάνταρ αποδοχές και «κλειστά» συμβόλαια έχουν, σήμερα, μόνο η Ισπανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Ούτε, καν, η UEFA για το Τσάμπιονς Λιγκ, έστω κι αν οι πιο έμπειροι από τους διαιτητές που ορίζει στους αγώνες, εισπράττουν 6.500 ευρώ σε κάθε τους ματς.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Βρετανία, τη βόρεια και την κεντρική Ευρώπη, στην Ελλάδα η διαιτησία αποτελεί το αγαπημένο πεδίο διαμάχης: συλλόγων, παραγόντων και προπονητών. Η καθιέρωση επαγγελματιών ρέφερι στην… εύφλεκτη Σούπερ Λιγκ δεν φαίνεται και τόσο καλή ιδέα. Πόσω μάλλον, με επικεφαλής του εγχειρήματος τον Κλάτενμπεργκ. Που πέρυσι, ως αρχιδιαιτητής, προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών με τις επιλογές του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News