Άρκεσε μια πομφόλυγα της ΟΝΝΕΔ – δηλαδή των νέων που πολιτικοποιήθηκαν με εκδρομές στα «ξερονήσια» της Μυκόνου και που μαζί με τα άλλα γερασμένα παλικάρια της ΠΑΣΠ, της ΚΝΕ και του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ότι μπορούν για να μην εφαρμοστεί μια σωστή μεταρρύθμιση στα Πανεπιστήμια- και πήραν την σκυτάλη κατά τεκμήριο σοβαροί άνθρωποι όπως ο Κώστας Ιορδανίδης. Με άρθρο του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 2011 ζητάει και αυτός «να ξεμπερδεύουμε μια και καλή από την γενιά του Πολυτεχνείου, που στην καλύτερη περίπτωση κατήντησε μια γραφικότητα». Να ξεμπερδεύετε- αυτό ούτως η άλλως θα το κάνει ο πανδαμάτωρ χρόνος στην ώρα του- όμως πρέπει να μας πεί ο καλός αρθογράφος και τι λαμπερό και σύμφωνο με τις προδιαγραφές του θα μπεί στην θέση της. Επειδή τους τελευταίους μήνες μέσα στην παραζάλη της κρίσης πολλοί όπως ο Ιορδανίδης ανακάλυψαν στο πρόσωπο της γενιάς μου τον βασικό υπαίτιο της κακοδαιμονίας μας, αναγκάζομαι να υπερασπιστώ την γενιά μου.
Και το κάνω παρότι δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις (η ίδια η αναφορά σε γενιά με περίπου ομοιογενή και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά είναι μια γενίκευση) και παρότι προφανώς μέσα στους ανθρώπους της γενιάς μου θα βρείς και ανθρώπους που λοξοδρόμησαν, που προσκύνησαν τον Μαμωνά, ακόμα και άνθη του κακού. Ακριβώς όπως συμβαίνει με κάθε γενιά. Αλλά θα βρεί και χιλιάδες ανθρώπους, επώνυμους και ανώνυμους, που ζουν ταπεινά, πονάνε τον τόπο τους και όπως τότε παλεύουν για καλύτερες μέρες. Και κουράστηκαν να ακούνε να τους κατηγορούν είτε τα παιδιά της Μυκόνου είτε διάφοροι νοσταλγοί της καλής εποχής μιας αξιοπρεπούς Δεξιάς που υπάρχει μόνο στο μυαλό τους.
Το πρόβλημα με την τοποθέτηση του Ιορδανίδη είναι ότι ξεκινάει με τον μηδενισμό και την συνολική απαξίωση της μεταπολίτευσης. Διαβάζοντας το κείμενο του νομίζεις ότι η Ελλάδα την δεκαετία του 30, στο τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου και την δεκαετία του 60 ήταν μια χώρα ακμάζουσα επειδή ανέδειξε δημιουργούς πολιτισμού μεγάλου διαμετρήματος. Και προσάπτει στην γενιά μου ότι «το πολιτιστικό της ίχνος είναι ισχνότατο και δυσδιάκριτο». Αν και η πολιτιστική αποτίμηση θα γίνει στο μέλλον, εγώ να δεχτώ ότι στην μεταβατική περίοδο που διανύουμε, με τα καταναλωτικά πρότυπα που επικράτησαν παγκοσμίως το πολιτιστικό προιόν πάσχει. Παντού όχι μόνο στην χώρα μας. Αυτό θα χαρακτηρίσει μια ολόκληρη γενιά και μια εποχή; Αυτό χαρακτηρίζει την μεταπολίτευση και όχι τα 37 χρόνια δημοκρατίας και πρωτοφανούς ομαλού πολιτικού βίου; Αυτό το τελευταίο το κατάφερε μια άλλη γενιά ή δεν έχει και τόση σημασία; Και μήπως επειδή την δεκαετία του 30, του 50 και του 60 η Ελλάδα είχε πολιτιστικούς δημιουργούς πρέπει να νοσταλγήσουμε εκείνη την Ελλάδα με δικτατορίες, δωσίλογους, εμφύλιο, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, πολίτες δεύτερης κατηγορίας και άλλα πολλά; Σκέφτηκε άραγε ο Ιορδανίδης ότι η πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του 60 ήταν ακριβώς μια απάντηση στις συνθήκες καταπίεσης και πολιτικού αποκλεισμού ότι όσο πιο δύσκολες και τραχιές είναι οι συνθήκες τόσο πιο ισχυρό το πολιτιστικό αποτύπωμα. Δεν θα πρότεινε βέβαια στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης να γυρίσουν στον Σοβιετικό παράδεισο επειδή η πολιτιστική παραγωγή μετά το 1990 είναι ισχνή και γεμάτη «αμερικανιές». Ούτε θα κουνήσει το δάκτυλο στη γενιά που πασχίζει να βρεί τον δρόμο της. Εδώ όμως νομίζει ότι έχει αυτό το δικαίωμα.
Κατηγορεί επίσης συλλήβδην μια γενιά γιατί από τις γραμμές της αναδείχθηκαν «άτεγκτοι διαχειριστές εξουσίας». Παρότι την εξουσία αυτή καθ’ εαυτή άσκησαν εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς και ακόμα πιο πίσω- πράγμα που παραδόξως παραβλέπει ο Ιορδανίδης- είναι εντυπωσιακό ότι συντηρητικοί αναλυτές καταλαμβάνονται από τέτοιο αντιδιαχειριστικό οίστρο. Επανάσταση δεν θέλουν, διαχείριση δεν θέλουν, τι θέλουν; Να καταγγέλλουν την γενιά του Πολυτεχνείου.
«Το ιδεολογικό υπόβαθρο της μεταπολιτεύσεως διαμορφώθηκε στην βάση της ‘πολιτικής ανυπακοής’ των φοιτητών του Πολυτεχνείου του Νοεμβρίου του 1973.» ισχυρίζεται ο Ιορδανίδης. Παρότι υπερβάλλει γιατί τα πράγματα στο επίπεδο της ιδεολογίας ήταν πιο σύνθετα θα ήθελα να τον ρωτήσω: Που είναι το κακό; Σε ποια βάση έπρεπε να διαμορφωθούν, στην βάση της πολιτικής υπακοής; Το γεγονός ότι ορισμένοι σήμερα δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στην αντίσταση (αυτό που κομψά ο Ιορδανίδης αποκαλεί πολιτική ανυπακοή) στην δικτατορία και στην «αντίσταση» στους νόμους της δημοκρατίας δεν δικαιολογεί 37 χρόνια μετά σκεπτικισμούς ως προς το τότε διακύβευμα. Το τι έγινε και το τι στράβωσε στην πορεία να το συζητήσουμε ψύχραιμα. Αλλά να μην πετάξουμε μαζί με τα απόνερα της σκάφης και το παιδί ούτε να ασχολούμαστε με φληναφήματα και φετβάδες που καταδικάζουν γενιές.
Ούτε η δρακογενιά της αντίστασης ήταν στο σύνολο της άμεμπτη, όταν τέλειωσε η αντίσταση. Είναι μεταφυσική η αναζήτηση μιας γενιάς που τάκανε όλα σωστά , που όλα τα μέλη της ήταν η προσωποποίηση του καλού. Απλούστατα δεν υπάρχει τέτοια γενιά. Όμως αυτό που ενοποιεί και χαρακτηρίζει την γενιά της αντίστασης είναι ότι οι πιο λαμπροί εκπρόσωποι της αντιστάθηκαν και έσωσαν τον τόπο και τον λαό. Το ίδιο και με την γενιά του Πολυτεχνείου. Ήταν εκεί όταν άλλοι δεν ήταν. Και με αυτό δεν θα ξεμπερδέψουν ποτέ όσοι άδικα πασχίζουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News