Πώς να σας το δώσω τώρα να το καταλάβετε; Εμένα, κύριοι, όταν πέθανε ο πατέρας μου δε μου άφησε ούτε αγροτεμάχια, ούτε αγροτικό κλήρο. Χωράφια μου άφησε. Που μάλιστα δεν τα 'λεγε ούτε έτσι, εκτός αν ήταν ακαλλιέργητα. Τα ονομάτιζε με ακρίβεια, ελιές, αμπέλι, περιβόλι, ποτιστικό. Αντιλαμβάνεστε τη διαφορά;
Αγροτεμάχιο έχει ο κύριος μάνατζερ, ο κύριος διαφημιστής, ο σεβαστός εισοδηματίας των Αθηνών, που έκαναν μια «έξυπνη» αγορά στις παρυφές του Παρνασσού, του Μαινάλου ή των Τριών Πέντε Πηγαδιών. Αυτοί αγόρασαν ένα κτήμα, έτσι δεν το λένε; Άκου κτήμα, λες και είναι τίποτα κεντροευρωπαίοι φεουδάρχες ή ελέω βασιλέως μαρκήσιοι.
Οικόπεδο έχει ο κύριος πρώην γενικός διευθυντής της ΔΕΚΟ, ο κορδωμένος νεόπλουτος, ο εφοπλιστής δεύτερης γενιάς, που έδωσαν χρήμα για μια «ευκαιρία» στις παραθαλάσσιες πλαγιές της Μυκόνου ή της Χαλκιδικής. Αυτοί το λένε οικόπεδο και ο κομπασμός περί του αποκτήματός τους συνοδεύεται απαραιτήτως από τα προτερήματα και τους όρους αγοραπωλησίας του. Έχει «υπέροχη θέα», «δική του παραλία» και το πήραν «τσάμπα» ή «πανάκριβα».
Εγώ δεν έχω ούτε κλήρο, ούτε κτήματα, ούτε αγροτεμάχια, ούτε οικόπεδα. Έχω χω-ρά-φια. Ορεινά, πεδινά, ποτιστικά, ξερικά, πετρώδη, αφράτα, καλλιεργητικά, βοσκοτοπικά, ανεμοδαρμένα, προφυλαγμένα, κοντινά, μακρινά… πάντως χωράφια. Κι αν αποφασίσω να φτιάξω ένα σπίτι στο χωριό, σε χωράφι θα το χτίσω κι αυτό όχι σε οικόπεδο. Δεν πρόκειται για λεκτική, ετυμολογική ή -έστω- συναισθηματική διαφορά. Πρόκειται για διαφορά αντίληψης, φιλοσοφίας, βιωμάτων και τρόπου ζωής.
Χωράφι είναι αυτό που παράγει ή περιμένει την ανθρώπινη εργασία για να παράξει. Αγροτεμάχιο είναι μέτρηση χρηματικής αξίας. Το χωράφι έχει ελιές, συκιές, φασολιές, μπαμπάκια, καπνά, το αγροτεμάχιο έχει τετραγωνικά μέτρα με αντικειμενικές τιμές. Το χωράφι συνορεύει με τις πορτοκαλιές, τις χαρουπιές ή τα καλαμπόκια του γείτονα, το αγροτεμάχιο έχει «πρόσοψη» στην κεντρική οδό και «χιλιομετρική απόσταση» από τον αιγιαλό. Το χωράφι έχει πηγάδι ή πεζούλες, το αγροτεμάχιο έχει υπεραξία μεταπώλησης.
Το χωράφι ονειρεύεται τη βροχή για να λασπώσει και να γεμίσει ζωή. Το αγροτεμάχιο ονειρεύεται τη στιγμή που θα γεμίσει τεχνητό γκαζόν για να μη λερώνει τα Timberland του ιδιοκτήτη του, όταν «χαλάει» ο καιρός. Το χωράφι αναθυμάται αιώνες πίσω να το περιδιαβαίνουν αναμαλλιασμένα παιδιά, αρματωμένοι καπεταναίοι και κατσίκια. Το αγροτεμάχιο είναι ο ψαλιδόκωλος της γης που ξέκοψε απ' το παρελθόν του κι έγινε ξάφνου άπατρις και μοντέρνος και βλαχοευρωπαίος, τρομάρα του.
Το χωράφι έχει μέλισσες, σφίγγες, μπούμπουρες, μυρμήγκια, σαύρες, ποντίκια και οχιές, το αγροτεμάχιο έχει «κάτι σιχαμερά ζωύφια και ενοχλητικά έντομα που τσιμπάνε». Στα δέντρα του χωραφιού κάθονται σπουργίτες, κότσυφες, ζιγαρδέλια, σπίνοι, κουρούνες, δεκοχτούρες και (τα καλοκαιρινά απόβραδα) αηδόνια, στα δέντρα του αγροτεμαχίου κάθονται «κάτι χρωματιστά πουλάκια που κελαηδάνε υπέεεεροχα».
Τα χωράφια έσωσαν πολλές φορές τη χώρα και τους ανθρώπους της. Τα αγροτεμάχια δε σώζουν, απλώς παραφουσκώνουν εγωισμούς και ιδιοκτησιακά σύνδρομα. Τα χωράφια αυτά ήταν του παππού μου του Δημήτρη και του παππού μου του Ζαχάρη κι εκείνων ήταν των παππούδων τους και μου τ’ άφησαν με λόγο, δίχως χαρτιά και διαθήκες και τέτοια. Τα αγροτεμάχια και τα κτήματα και τα οικόπεδα δεν έχουν παππούδες, μόνο «νομίμους ιδιοκτήτες».
Και μη θαρρείτε πως όσοι έχουν χωράφια ξέρουν μόνο από σπορικά και κοπριές και ραδικοβλάσταρα, ενώ εκείνοι που έχουν αγροτεμάχια ξέρουν από spreads και concepts και projects. Μη θαρρείτε πως όσοι έχουν χωράφια με παππούδες είναι οικονομικά πρωτόγονοι, πολιτικά άσχετοι και ιστορικά έρμαια όπως κάποτε, ενώ οι κάτοχοι των μεταμοντέρνων αγροτεμαχίων είναι εκ Θεού προορισμένοι να ηγούνται, άρα και να πλουτίζουν. Λάθος. Όλοι, πια, ξέρουμε.
Γι' αυτό, μη θαρρείτε πως γράφω όλα τούτα τα πανάρχαια περί χωραφιών για να τεκμηριώσω το αφορολόγητό τους. Όχι, ρε. Μην υποψιαστείτε εξυπνακίστικα ότι αυτό το βιωματικό κατεβατό για τον λυγμό ενός πληθυσμού που σβήνει ραγδαία σ’ όλες τις δυτικές κοινωνίες, σερβίρεται για να επιχειρηματολογήσω υπέρ της μη-συνεισφοράς των αγροτών στα βάρη που σηκώνουν όλοι οι Έλληνες. Ούτε για να θεμελιώσω με συναισθηματικό τρόπο κάποια δήθεν διαφορά του ανθρώπου της γης, έναντι του μικρού επιχειρηματία, του υπαλλήλου, του μαγαζάτορα, του εργάτη ή του ανέργου. Καμία διαφορά, κύριοι, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Αλλά δεν έχουμε και την ίδια ιστορία, αυτό αναγνωρίστε το.
Να τα φορολογήσετε λοιπόν, όπως όλα τα άλλα. Αλλά να τα φορολογήσετε ως χω-ρά-φια, όχι ως αγροτεμάχια. Έτσι, για το γαμώτο, για το σέβας που τους πρέπει. Για να νιώσετε μια ανεπαίσθητη μυστήρια ανατριχίλα στη σπονδυλική σας στήλη την ώρα που θα γράφετε τη λέξη «χωράφια» στον νόμο σας. Δεν θα ξέρετε από πού προέρχεται και τι είναι, όμως κάποιο προαιώνιο κύτταρο βαθιά εντός σας, κάτι θα θυμηθεί από τσάπες και αυλάκια, από όργωμα και θερισμό, από απέραντα πράσινα λιβάδια και μικρά κηπάκια δίπλα σε πηγάδια. Κι ίσως σας έρθει απ’ το πουθενά, ένας αλλόκοτος σκοπός που πριν τριακόσια χρόνια ακούστηκε δίπλα σ’ έναν βάτο και χαράχτηκε ανεξίτηλα στο ασυνείδητο του προ-προ-προ παππού σας, κωλοτεχνοκράτες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News