Ακόμη και σήμερα η άσφαλτος κόβεται σε πολλά σημεία λόγω των νερών του χειμώνα. Πενήντα χιλιόμετρα από τα Γιάννενα, ατελείωτες στροφές μες τα βουνά, θες σίγουρα κανά δίωρο για να φθάσεις. Από κάτω γκρεμοί, χαράδρες, πουρνάρια και ανάμεσα ο Άραχθος. Πάνω σου, ο ουρανός, τα έλατα και πέτρες. Κατσίκια, σκυλιά και γουρούνια θα κόψουν πολλές φορές το δρόμο. Μες το χωριό δεν υπάρχει δρόμος, μονάχα μονοπάτια, χωματένια που γίνονται πέτρινα, κάπου τα κόβει ένα ρέμα, το πηδάς και συνεχίζεις.
Τηλεφωνείς στον παπά – έχει δυο μουλάρια- τα φορτώνεις με τις βαλίτσες και έτσι φθάνεις σπίτι. Όταν βρέχει το ρέμα κατεβάζει ό,τι βρει και πολλά απογεύματα τα μισά σπίτια μένουν μες τις λάσπες αποκλεισμένα. Εδώ, ακόμη οι γυναίκες ζώνονται με τριχιές στην πλάτη μπουκάλες υγραερίου, κλαρί και πατάτες από τα πέρα χωράφια. Το χωριό δεν έχει σούπερ-μάρκετ, ιατρείο, φαρμακείο, βενζινάδικο. Ένα καφενείο-παντοπωλείο με τα απαραίτητα: σκόνες, μπουκάλες, χαρτικά, κονσέρβες, μακαρόνια, καφέδες, πελτέδες, ποτά και τσιγάρα. Το κέντρο υγείας, το φαρμακείο και ένα μικρό σούπερ μάρκετ βρίσκονται στο διπλανό χωριό, την πρωτεύουσα του ενιαίου δήμου μετά τον Καποδιστρία και Καλλικράτη, μιάμιση ώρα με τα πόδια, είκοσι λεπτά με αυτοκίνητο. Γιατρός κατεβαίνει κάθε δεύτερη βδομάδα, ανοίγει μια αίθουσα του σχολείου και γράφει φάρμακα. Λεωφορείο περνά πια μόνο κάθε πρωί, το απογευματινό δρομολόγιο έχει δυο χρόνια που κόπηκε. Εφημερίδες δεν υπάρχουν, πρέπει να παραγγείλεις από το δίπλα χωριό προχθεσινές. Ταχυδρόμος περνά δυο φορές τη βδομάδα, συντάξεις, λογαριασμοί, φωνάζει το όνομά σου από το μεγάφωνο. Οι νεότεροι κάνουν τα θελήματα εκ περιτροπής και κουβαλάνε τις παραγγελίες.
Ακόμη και τώρα τα καλοκαίρια, ιδίως το Δεκαπενταύγουστο με τον κόσμο, το νερό λιγοστεύει και στα τελευταία σπίτια φθάνει με δυσκολία. Μάλιστα όταν τα κάτω σπίτια ποτίζουν τους κήπους, στο επάνω χωριό δεν υπάρχει σταγόνα. Τότε γεμίζεις βαρέλια, κατσαρόλες και μπουκάλια, να μπορείς να μαγειρέψεις και μπάνιο με μπρίκι. Τα παλιότερα σπίτια, πέτρινα και κρύα, ζεσταίνονται ακόμη με τα τζάκια. Απ’ τον Αύγουστο μαζεύουν ξύλα. Κάτω το κατώι για τα ζώα, πάνω δυο δωμάτια όλα και όλα, μια κουζίνα και το χειμωνιάτικο: ένα τζάκι, δυο κρεβάτια δεξιά-αριστερά, μαντανίες στους τοίχους με σχέδια από κυνήγια και γάμους.
Κτηνοτρόφοι, κτίστες, αυτοδίδακτοι ηλεκτρολόγοι και υδραυλικοί της εμπειρίας. Το χειμώνα κάποιοι κατεβαίνουν ως το Μεσολόγγι και τη Λάρισα με τα κοπάδια, το καλοκαίρι ανεβάζουν τις αγελάδες ως το οροπέδιο στους Καλαρρύτες. Οι γυναίκες και οι κήποι τους: πατάτες, λάχανα, κρεμμυδάκια, μαρούλια, πράσα. Οι γυναίκες και οι ασβεστωμένες αυλές τους: βασιλικοί, μαντζουράνες, ντοματούλες. Κάποιες με τους αργαλειούς: φλοκάτες, κουβέρτες, σχέδια για τα προικιά των κοριτσιών τους. Κάποιες πήζουν τυρί, άλλες με τις γίδες τους, οι πιο νέες φτιάχνουν μικρότερους κήπους και πλένουν σε πλυντήρια. Τα βράδια οι άνδρες κατεβαίνουν στα καφενεία. Οι περισσότεροι πίνουν: τσίπουρα, μπίρες, παίζουν χαρτιά διλωτή, ξερή, πρέφα και ντόμινο. Κοροϊδεύουν τους πιο αδύναμους, γελάνε, χαλαρώνουν. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ όλο σχεδόν το χωριό, οι μεγαλύτεροι κλαίνε ακόμη με τον Κατσαντώνη και τον Άρη. Δυο ψήφισαν ΧΑ και είναι δακτυλοδειχτούμενοι.
Οι γυναίκες μένουν στα σπίτια. Μια στις τόσες κατεβαίνουν στα Γιάννενα: ένας γιατρός, καινούρια ρούχα, βαφή μαλλιών στα κομμωτήρια. Και κάθε Σεπτέμβρη στο παζάρι. Παλιότερα ήταν το πιο σπουδαίο γεγονός. Μετά έρχονται τα πανηγύρια. Στις μεγάλες γιορτές φορούν τα καλά τους. Εκκλησία το πρωί -ακόμη είναι το κέντρο των γεγονότων- να τις δουν, να δουν, να ’χουν να λένε. Ν’ ανάψουν ένα κερί για τους πεθαμένους τους. Αγία Παρασκευή, Σωτήρος, Δεκαπενταύγουστος. Γιορτή και πανηγύρι. Χωριό και μουσική. Οι Μελισσουργοί έχουν τους κύκλους, όλο το χωριό μικροί-μεγάλοι, μπροστά ο παπάς, πίσω ο δήμαρχος, οι παλιοί κοινοτάρχες, ο δάσκαλος, όλοι τραγουδούν χωρίς όργανα, πιασμένοι χέρι-χέρι. Αργόσυρτοι χοροί, παραπομενένα λόγια, βαριά βήματα, γυρίσματα περισσότερο σαν ατελείωτα μοιρολόγια. Συρτός στα δύο. Γονατίσματα. Τα τραγούδια της Ηπείρου κλαίνε, το ίδιο και οι χοροί της. Για τα βάσανα, τους ξενιτεμένους, την πείνα, τα κρύα, τους σκοτωμένους. Δύσκολα χρόνια σε δύσκολα μέρη. Ακόμη και οι οργανοπαίχτες, παλιοί, πονεμένοι, συναισθηματικά φορτισμένοι. Πετρολούκας Χαλκιάς, Νίκος Γεροδήμος. Ευλογία αν τους ακούσετε. Τραγούδια, μοιρολόγια μιας άλλης Ελλάδας που τα κορίτσια ακόμη φτιάχνουν προικιά, ονειρεύονται γάμους και παντρεύονται πολύ νέα, μικρές έφηβες• μια αφέλεια και ανεμελιά, συνώνυμα μιας ασυνείδητης απελπισίας, κρυφής και υπόγειας: μπας και αλλάξουν μυρωδιά και ξεφύγουν. Ένα φουστάνι, ένα χρυσό δαχτυλίδι, βαμμένα μάτια, μαλλιά μπούκλες και αλυσίδες στο λαιμό, αυτή είναι για εκείνες η ευτυχία. Εδώ θα βρεις γυναίκες που περιμένουν τις τρεις γιορτές του καλοκαιριού για να βγουν από το σπίτι, να πάνε λιγάκι παραπέρα, να στολιστούν. Τα χέρια τους είναι τραχιά, σχεδόν άγρια, οι πατούσες τους σκληρές, απεριποίητες, γυναίκες που γέρασαν πριν την ώρα τους, λογαριάζονται μαζί με τα ζώα, τους κήπους και τα αγόρια που θα γεννήσουν. Τα λεφτά των ανδρών εξαργυρώνονται στα καφενεία, τα κεράσματα, τα ποτά, τα αυτοκίνητα. Τα παιδιά μένουν καταδικασμένα. Τα πιο τυχερά κατεβαίνουν τις τελευταίες τάξεις στα Γιάννενα, λίγο φροντιστήριο μπας και περάσουν σε καμιά σχολή.
Πριν μερικά χρόνια σε αυτά τα χωριά κάτι άλλα παιδιά περπατούσαν δυο ώρες μες τα χιόνια και το κρύο, ολομόναχα μέχρι το σχολείο στο δίπλα χωριό. 50 και 100 παιδιά στοιβαγμένα σε κάθε τάξη, νοίκιαζαν τρία και τέσσερα μαζί ένα δωμάτιο, γύριζαν πίσω τα σαββατοκύριακα. Αφημένα στην θέληση κάθε δασκάλου, σε μια περίεργη μοίρα, στη λύσσα τους για μια άλλη ζωή. Τα περισσότερα σπούδασαν, έφυγαν μακριά. Αυτά τα παιδιά είναι που γυρνούν τα καλοκαίρια, βγαίνουν στα πανηγύρια, στα καφενεία, δίνουν σε πολλά χωριά ξανά ζωή. Κρατώντας σφικτά πάνω τους τον τόπο τους, όλους τους πόνους και τις ελπίδες των ανθρώπων του, όταν συναντιούνται αγκαλιάζονται κάπως διαφορετικά, τραγουδούν τα τραγούδια των πανηγυριών με έναν άλλο τόνο, ίσως γεμάτο νοσταλγία, κλαίνε σαν έρχεται η ώρα να φύγουν: για κείνο το μακριά, για την αλληλεγγύη μιας άλλης εποχής, για τις ζωές τους που ρίζωσαν στις πέτρες. Πάντα επιστρέφουν ακόμη και για τους νεκρούς τους. Γιατί εδώ πάνω οι νεκροί μετράνε ακόμη, αλλιώτικα, καμιά φορά μάλιστα περισσότερο από τους ζωντανούς. Στα σπίτια οι γυναίκες φτιάχνουν στάρι, το βράζουν, το καθαρίζουν και ύστερα το απλώνουν σε πιάτα με κομμένο καρυδάκι, φρέσκο μαϊντανό, φρυγανιά και σταφίδες και όλο το απόγευμα το κεντάνε, σχέδια με λουλούδια, πουλιά και γράμματα. Και ύστερα όλο το χωριό, ιερή πομπή ως το νεκροταφείο. Είναι δικός τους ο νεκρός, ένας άνθρωπος λιγότερος, η ασημαντότητα της ζωής, ο θάνατος που πλησιάζει.
Αν βρεθείς ξένος εδώ πάνω τα μάτια σου ανοίγουν σε έναν άλλο κόσμο, γεμάτο από πρόσωπα κουρασμένα, γυναίκες με μαντίλια στα κεφάλια, άνδρες με σκαμμένα βλέμματα και ρόζους στα χέρια. Το κείμενο γράφεται για αυτούς τους ανθρώπους, τους παππούδες μου που δεν ζουν πια και είναι θαμμένοι εδώ πάνω, όπως θέλησαν, για όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια, τα πιο ωραία της ζωής μου, για κείνες τις κουβέντες και τις συμβουλές του καφενείου. Και αφιερώνεται ειδικά στον τελευταίο φίλο του παππού μου, τον Χρήστο Γκεσούλη, με την ευχή να ζήσει ακόμη πολλά καλοκαίρια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News