413
|

Τραγουδώντας τον θάνατο στην Αμφίπολη

Αλέκος Λασκαράτος Αλέκος Λασκαράτος 17 Οκτωβρίου 2014, 08:14

Τραγουδώντας τον θάνατο στην Αμφίπολη

Αλέκος Λασκαράτος Αλέκος Λασκαράτος 17 Οκτωβρίου 2014, 08:14

Όταν τραγουδάς τον θάνατο, τραγουδάς τη ζωή. Το εκπληκτικό ψηφιδωτό της Αμφίπολης, έχει προκαλέσει θαυμασμό σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας. Πατέρας της ήταν ο Ζευς και σύζυγός της ο Άδης. Ο Άδης την πήρε στον κάτω κόσμο για την ομορφιά της. Η Θεά Δήμητρα όμως τη ζήτησε πίσω. Ο Άδης συμφώνησε να ανεβαίνει η Περσεφόνη έξι μήνες στον πάνω κόσμο και να κατεβαίνει τους επόμενους έξι στον κάτω. Έτσι τους μήνες που η Περσεφόνη είναι στον πάνω κόσμο η Θεά Δήμητρα χαιρόταν και υπήρχε καλοκαιρία, ενώ τους άλλους κακοκαιρία. Ο μύθος της ζωής και του θανάτου και της αέναης εναλλαγής τους.

Πέρα από την απαράμιλλη ομορφιά της Περσεφόνης, εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η πρόθεση του καλλιτέχνη και η άποψη που πηγάζει από το έργο αυτό. Η Περσεφόνη, που μεταφέρεται στον Άδη από τον Ερμή, δεν είναι σκυθρωπή και μαυροντυμένη. Αντίθετα, το όλο της στήσιμο είναι “τραβηχτικό”, με τα ξανθά μαλλιά της που είναι ριγμένα στους ώμους της να ανεμίζουν, το λευκό της σάλι, που το παρασέρνει ο αέρας, να μας δίνει την κίνηση και το αριστερό της χέρι να δείχνει πως αποχαιρετά τον κόσμο των ζωντανών. Χωρίς δάκρια και θλίψη. Ίσως με χαρά. Όταν τραγουδάς τον θάνατο, τραγουδάς τη ζωή. Γιατί τι θα ήταν η ζωή χωρίς το θάνατο; Δυνατοί συμβολισμοί σε ένα ταφικό ψηφιδωτό που υμνεί τη ζωή.

Τα παραπάνω μου φέρανε στο νου και τους υπέροχους στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη από το Άσμα Ασμάτων και την Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν. Ο Καμπανέλης μετατρέπει τη φρίκη των στρατοπέδων και τον θάνατο, σε τραγούδι ομορφιάς. Ακούστε το εδώ με τη Μαρία Φαραντούρη σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

(Χαρακτηριστική η χρήση του ενεστώτα χρόνου. Δείγμα πως η ζωή νικά τον θάνατο)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News