Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στις «Ρίζες του μίσους» παρατηρεί ότι υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλον και το μίσος για τον εαυτό μας. Αλλά και τα δύο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μια «διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση συμφιλίωση. Λέει όμως και κάτι άλλο: Ότι η πλήρης Δημοκρατία και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια.
Προσωπικά, δύο πράγματα έχω κρατήσει από τον Κορνήλιο γενικώς. Το ένα είναι αυτή η σπάνια πολιτική, πολιτισμική και ψαχαναλυτική αποκάλυψη για το μίσος και το δεύτερο ο μόνιμος αντιπερισπασμός που ασκείται από τους ανθρώπους του μίσους σε οποιονδήποτε εποικοδομητικό σχεδιασμό εξέλιξης των κοινωνιών. Και το κομμάτι της καταστροφικότητας που απομένει, φυλάσσεται σε μια δεξαμενή έτοιμη να μετατραπεί σε «πόλεμο» μόλις απειληθεί η παγιωμένη αντίληψη «περί δικαίου» της καθαγιασμένης ιδεολογίας που επικρατεί.
«Το μίσος εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση στις κλειστές κοινωνίες (είμαστε λίγο μακριά από την Ευρώπη…). Η κύρια απάτη είναι πάντα: οι κανόνες μας είναι το καλό· το καλό είναι οι κανόνες μας· οι κανόνες μας δεν είναι ίδιοι με τους δικούς τους· άρα οι κανόνες τους δεν είναι καλοί. Επίσης: ο θεός μας είναι ο αληθινός· η αλήθεια είναι ο θεός μας· ο θεός μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους· άρα ο θεός τους δεν είναι ο αληθινός».
Και κάτι πιο επίκαιρο, ερμηνεύοντας «κατά βούληση» τον Καστοριάδη. Η κατάρρευση ή η κρίση στις καπιταλιστικές κοινωνίες ανοίγει πιο εύκολα τις δεξαμενές του μίσους για δύο λόγους: Eπειδή τα «λούμπεν» στοιχεία που δεν συμμετείχαν σε καμία οικονομική και πνευματική πράξη, βρίσκουν έδαφος να εκδηλωθούν και κυρίως γιατί οι αστικές παραδοσιακές εξουσίες που καρπώνονταν την αφέλεια τους ως τώρα, τους ωθούν βίαια προς τον «πόλεμο» της αντίστασης στο ξένο και στο διαφορετικό.
To μίσος είναι η κινητήρια δύναμη των Ελλήνων. Όπως και ο έρωτας, το νείκος, η δόξα κι ο θάνατος. Αλλά είναι ώρα τώρα να το ξαναβάλουμε στη δημόσια ζωή μας; Τώρα που πρέπει να πάρουμε τις μεγάλες αποφάσεις;
Το μίσος δεν έθρεψε ποτέ καμία δημοκρατία. Γιατί θα πρέπει να συμβεί τώρα; Κάποια στιγμή, όταν σταματήσουν οι φωνές των βαρβάρων στις τηλεοράσεις, έχουμε να πούμε πολλά. Για θεσμούς, για κανόνες και νόμους.
Αλλά τώρα, ποιος θέλει να επιβάλει τον νόμο του δικαίου στον άλλον; Αν ο δικός του κόσμος είναι ο «παράδεισος», πρώτα πρέπει να τον «σκοτώσει» για να του δείξει τον δρόμο. Θα φτάσει μέχρις εκεί; Και αν ο άλλος δεν θέλει να δηλώσει υποταγή, αν θέλει να φωνάξει, να δηλώσει «παρών», να μιλήσει; Θα τoυ θυμίσουμε ότι όλα ήταν δικά μας και δεν θέλουμε παρέα στην υπεράσπιση της δικαιοσύνης και των θεών;
Πολύ φοβάμαι όμως πως η φράση του Αντρέ Μαλρό «είθε η νίκη σε αυτόν τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μια ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News