Πρώτη του μήνα Ιανουαρίου, του έτους 2014. Επίσκεψη στην Αθήνα για τις γιορτές, σε αγαπημένα πρόσωπα που έχουν μείνει ακόμα πίσω. Μετά τη γαλοπούλα και την άφθονη ρακή Τεπελενίου της προηγούμενης βραδιάς, ένας απογευματινός καφές γίνεται σχεδόν απαραίτητος, πριν από την επιστροφή στη Σουηδία. Ανηφορίζουμε προς το Γαλάτσι και καθόμαστε σε μια καφετέρια επί της οδού Γαλατσίου, προς το τέλος της. Έξω ρίχνει «καρέκλες» και το μαγαζί είναι ασφυκτικά γεμάτο. Καλή μουσική, ωραίο περιβάλλον με την πρώτη ματιά. Οι τιμές σχετικά υποφερτές, αν και παραμένουν σε επίπεδα προ κρίσης.
Είμαστε τέσσερα άτομα και παραγγέλνουμε διάφορα ροφήματα. Μαζί μας και μια έγκυος, στον 9ο μήνα. Μια παρέα νεαρών, ένα τραπέζι πιο πίσω, καπνίζει μανιωδώς. Η έγκυος δυσφορεί με το καπνό, το ίδιο και εμείς, και φωνάζω τη σερβιτόρα, μια χαμογελαστή και πρόσχαρη δεσποινίδα, ζητώντας της να κάνει κάτι για τον καπνό που έρχεται από δίπλα. «Το επιτρέπει το μαγαζί» μου απαντά, «και δεν μπορώ να κάνω κάτι». Αναφέρω το γεγονός ότι η έγκυος της παρέας έχει πρόβλημα, αλλά και το ότι το κάπνισμα δεν επιτρέπεται σε κλειστούς χώρους. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν με ρωτάει κανείς», δικαιολογείται ευγενικά. Τη βλέπω να έχει ένα ενοχικό βλέμμα και δεν επιμένω. Θα το αντέξουμε, αν και δεν πρέπει.
Η ώρα περνάει ευχάριστα με την παρέα, έξω η βροχή όλο και δυναμώνει κι εμείς σχεδόν συνηθίσαμε με τους καπνούς. Η έγκυος δε διαμαρτύρεται, θα έλεγε κανείς πως περισσότερο λυπάται τη σερβιτόρα που έδειξε απολύτως ανίσχυρη ακόμα και για μια παράκληση στους διπλανούς μας. Θα είχαμε φτάσει στη μέση του χρόνου παραμονής μας εκεί, όταν η δεσποινίδα ήρθε να πάρει τα λεφτά επειδή, όπως μας είπε, θα άλλαζε βάρδια. Έκανε έναν πρόχειρο λογαριασμό εκεί επιτόπου και μας είπε το ποσό. «Την απόδειξη» τη ρώτησα, «δεν θα μας τη δώσεις;». «Α! Σε όλους όσους είναι στο μαγαζί δεν έχω δώσει, αλλά αν εσείς τη θέλετε, θα ζητήσω να σας κόψουν». Ναι, απαντώ, θα την ήθελα. Πράγματι, όσους πήρε το μάτι γύρω μας, πλήρωσαν χωρίς απόδειξη. Φεύγει και γυρίζει με τέσσερις αποδείξεις, για τον καθένα ξεχωριστά. Έχουν κοπεί σε διαφορετικές ώρες η καθεμία. «Αν τυχόν είμαι εφοριακός, και σας πω ότι αυτό που κάνετε είναι παράνομο και μας κλέβετε όλους εδώ μέσα, μαζί και το κράτος, τι θα πείτε;» τη ρωτάω με απορία, αλλά και συγκρατημένο θυμό. «Ε! Δεν θα το κάνετε, όμως, επειδή αυτές είναι γιορτινές ημέρες», μου απαντά, με ύφος που πρόδιδε την άγνοιά της για το μέγεθος της παρανομίας που διέπραττε με απόφαση του αφεντικού της. Αλλά και τη δική της συναίνεση. Πληρώσαμε και κάποια στιγμή φύγαμε και εμείς. Πήρα το λεωφορείο γεμάτος χαρά που είδα τους ανθρώπους μου αλλά και με την πεποίθηση πως, όσα και αν αλλάξουν σε αυτή τη χώρα, η νοοτροπία του κλεψίματος από «μαγκιά», πολύ δύσκολα θα αλλάξει.
Υ.Γ.: Αν κάποιος εφοριακός διαβάζει το άρθρο και θέλει τα στοιχεία του καταστήματος, ευχαρίστως μπορεί να τα έχει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News