Πρόσφατα, διάβασα μια συνέντευξη του Τάσου Τέλλογλου στη Lifo. Αναφερόμενος στις έρευνές του, λέει πως “αυτό που έμαθα σε αυτές τις μεγάλες έρευνες είναι ότι αν θες να μάθεις πραγματικά τι έγινε, πλησίασε τον ύποπτο, όχι αυτόν που τον κυνηγάει. Πώς κερδίζεις την εμπιστοσύνη του; Κάνοντας συμφωνίες μαζί του και τηρώντας τες”. Η φράση αυτή χωράει μπόλικη (όχι κακόβουλη αλλά εποικοδομητική) κουβέντα και δημιουργεί αρκετές (άλυτες) απορίες, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τη διαχείριση των πηγών. Επί του παρόντος, δεν θα ασχοληθώ με την ουσία, θα σταθώ μονάχα στη λέξη “εμπιστοσύνη” και θα την αντιστρέψω, σαν παραμορφωτικό καθρέφτη, στη δημοσιογραφία. Αφορμή, ένα άρθρο που θέλησα να γράψω για τη θεατρική παράσταση ενός φίλου μου.
Η παράσταση λοιπόν, της οποίας έχει γράψει το σενάριο κι έχει επιμεληθεί τη σκηνοθεσία, δεν ήταν καλή. Για την ακρίβεια, εκτιμώ -με τις ελάχιστες θεατρικές γνώσεις μου- ότι τον αδικεί κιόλας. Η σύλληψη της, αν και στερείτο πρωτοτυπίας, ήταν ευχάριστη. Ωστόσο οι διάλογοι ήταν εύκολοι, ρηχοί, δίχως χιούμορ, σε ορισμένες στιγμές μάλιστα ήταν κουραστικοί, ένιωθες λες και τους είχες ακούσει ξανά και ξανά. Σκέφτηκα μήπως κατάντησα σαν κι αυτούς τους αστείους, γραφικούς τύπους, που επειδή έχουν πάει καμιά δεκαριά φορές στην Επίδαυρο, απαξιώνουν ό,τι βλέπουν, ξινίζουν τη μούρη τους και κρίνουν ασύστολα, με τα λόγια τους βουτηγμένα στην κατινίστικη, πλην φιλοσοφημένη, κακία.
Εκεί, στην πρώτη σειρά που καθόμουν (εννοείται ότι η πλειοψηφία των δημοσιογράφων είναι τσαμπατζήδες και έχουν πάντα τις καλύτερες θέσεις), παρακολουθούσα αμήχανος, βυθιζόμουν στην καρέκλα. Η αμηχανία μου όλο και φούσκωνε. Ο κόσμος, που είχε κατακλύσει στην κυριολεξία -κι αυτό δεν είναι δημοσιογραφική υπερβολή- το θέατρο, γελούσε και χειροκροτούσε. Αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχει νόημα η ανάλυση του κοινού. Πρώτον, γιατί στους σημερινούς στριμωγμένους καιρούς, η εμπορική επιτυχία μιας παράστασης κρίνεται από τις εισπράξεις. Αυτό δεν παραβλέπεται. Δεύτερον, ο κόσμος είναι κόσμος, και σε εποχές μιζέριας και παγιωμένης γκρίνιας, το γέλιο λιώνει μέσα μας τα παγόβουνα των οικονομικών δυσκολιών.
Όταν έφτασε το τέλος, έφυγα αμέσως, σαν κυνηγημένος, για να αποφύγω την αναμενόμενη ερώτηση του φίλου μου “πώς σου φάνηκε;”. Σίγουρα δεν θα είχα κάτι πιστευτό να πω. Και φυσικά δεν μπορούσα να γράψω θετικές εντυπώσεις, παρά τον απόηχο του γέλιου που μου δονούσε το μυαλό. Οι αντικρούομενες σκέψεις μου ορμούσαν σαν κύματα σε αναποφάσιστη φουρτούνα, μπρος- πίσω. Η αρμαθιά με τα ερωτήματα βάρυνε. Να του πω ότι η παράσταση δεν είναι καλή και να μην γράψω τίποτα; Να προφασιστώ ότι το κείμενο δεν άρεσε στους αρχισυντάκτες του protagon και το απέρριψαν; Να γράψω αρνητικά σχόλια; Αφού το κοινό στο τέλος χειροκρότησε και το χειροκρότημα δεν ήταν από ευγένεια. Να πλασάρω ένα κείμενο που δεν θα παίρνω θέση, απλώς θα αναπαράγω το δελτίο Τύπου (μη γελιέστε, τα φαινόμενα μηρυκασμού δελτίου τύπων είναι πάμπολλα) και επουδενί δεν θα προτείνω στους αναγνώστες να τη δουν; Χάθηκα στις αντιφάσεις, με φλέρταρε επίμονα μια υπόκωφη απελπισία, μπούχτισα από τον προβληματισμό.
Ακροβατούσα σε μια στερεοτυπική ηθικολογία. Αποφάσισα να δημοσιεύσω το κείμενο -ούτως ή άλλως τα κείμενα γεννιούνται νομοτελειακά από μία αφορμή-, δίχως να δώσω τα στοιχεία της παράστασης (έκανα έκπτωση, άκρως αντιδεοντολογικό, αλλά αν κάπως δεν τα έγραφα θα έσκαγα, έτσι κι αλλιώς το ζήτημα είναι η δημοσιογραφική λειτουργία- αυθόρμητες, ανεπεξέργαστες σκέψεις) και να εκθέσω τον άκαρπο (δυστυχώς για εμένα) προβληματισμό μου γύρω από την έννοια της εμπιστοσύνης στη δημοσιογραφία (χωρίς ο ίδιος να είμαι δημοσιογράφος, αφού ούτε στην ΕΣΗΕΑ είμαι γραμμένος ούτε μόνιμη σχέση απασχόλησης έχω με κάποιο Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης. Για την ώρα είμαι, όπως και πολλοί συνομήλικοί μου, πλανόδιος μικροπωλητής κειμένων). Γιατί ο κόσμος τους αποκαλεί ρουφιάνους; Επειδή δεν τους εμπιστεύεται και πιστεύει ότι εκφράζουν το σύστημα εξουσίας. Πιο λιανά, διότι είτε τους θεωρεί εκπροσώπους τύπου των κομμάτων είτε μάστορες της διαπλοκής. Είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ρουφιάνοι; Προφανώς και όχι, αλλά τους παίρνει όλους η μπάλα. Ως ένα βαθμό, τα αλισβερίσια με τις πηγές είναι κατανοητά. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να κάνει ρεπορτάζ (όχι μόνο στην Ελλάδα, σε ολόκληρο τον κόσμο) αν δε διατηρούσε καλές σχέσεις με την πηγή του. Καλές σχέσεις σημαίνει βέβαια τήρηση συμφωνιών και εξυπηρετήσεις.
Ώπα, μισό λεπτό. Εξυπηρέτηση δεν είναι να γράφω στο protagon ένα κείμενο για παράσταση φίλου μου; Εξυπηρέτηση δεν κάνουν αυτοί που αρθογραφούν στα free press και τους ορίζουν οι διαφημιστικές (στην πλειοψηφία των κομματιών) το περιεχόμενο; Εξυπηρέτηση δεν είναι να έχω ραδιοφωνική εκπομπή και να φωνάζω τα φιλαράκια μου για να προωθήσω τη μουσική τους, το βιβλίο τους, το έργο τους τέλος πάντων; Εξυπηρέτηση δεν κάνει ο υπουργός στο φίλο του δημοσιογράφο όταν του τηλεφωνεί και του δίνει πρωτογενείς πληροφορίες; Εξυπηρέτηση δεν είναι να σε παίρνει παίκτης μιας ομάδας μέσα από τα αποδυτήρια και να σου λέει χαρτί και καλαμάρι τι γίνεται; Εξυπηρετήσεις λαμβάνουν χώρα σε όλο το φάσμα των Μέσων, από το πιο “ακυκλοφόρητο” έντυπο μέχρι την πιο αναγνωρίσιμη τηλεοπτική εκπομπή. Έτσι κολλάει το τσιμπούρι της ρουφιανιάς, των “πληρωμένων”, των “παπαγάλων”. Αλλά εξυπηρέτηση δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά διαστρέβλωση ή παραμόρφωση της αλήθειας. Η αξιοπιστία, συνεπώς και η εμπιστοσύνη με το κοινό που ενημερώνεις, χάνεται από την ανακολουθία των λόγων, π.χ να εμφανίζεσαι μία υπέρμαχος του Μνημονίου κι από την άλλη να λες ότι είναι η θηλιά της Ελλάδας.
Ξεκάθαρο συμπέρασμα δεν προκύπτει, άλλωστε τέτοιου είδους ηθικά διλήμματα (και πολύ πιο ενδιαφέροντα) αποτελούν διδακτέα ύλη στις απανταχού σχολές δημοσιογραφίας. Αυτό που ξέρω είναι ότι κεντρικό πρόβλημα είναι η γαμημένη αλήθεια που όλοι αδηφάγα αναζητούν. Τέτοιο πράγμα, σαν την αλήθεια που έχετε στο μυαλό σας, δεν υπάρχει. Μόνο πραγματικότητα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News