1012
|

Πριν το τέλος

Γιάννης Παπαδημητρίου Γιάννης Παπαδημητρίου 27 Ιανουαρίου 2012, 07:21

Πριν το τέλος

Γιάννης Παπαδημητρίου Γιάννης Παπαδημητρίου 27 Ιανουαρίου 2012, 07:21

Τι κι αν η κατάληξη της ζωής είναι γνωστή, η σφραγίδα του θανάτου παραμένει αγνώστων στοιχείων. Το τέλος δεν ξέρεις πού θα σε βρει, ελπίζεις μονάχα να μην ταλαιπωρηθείς κι εύχεσαι να βρίσκεσαι σε οικείο περιβάλλον, συντροφιά με αγαπημένα σου πρόσωπα. Τι γίνεται όμως τη στιγμή που καβατζάρεις τα ογδόντα, δεν μπορείς να αυτοεξυπηρετηθείς και δεν έχεις κάποιον να σε φροντίσει; Σε αυτή την περίπτωση, αν είσαι Έλληνας πολίτης την έχεις βάψει άσχημα. Η ελληνική πολιτεία δε διαθέτει απολύτως κανένα κρατικό ίδρυμα που να αναλαμβάνει τη φροντίδα και την περίθαλψη των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, οι οποίοι είτε πρέπει να απευθυνθούν σε δημόσια γηροκομεία είτε σε ιδιωτικά κέντρα φιλοξενίας ηλικιωμένων. Εν προκειμένω, δεν εξετάζεται καν το ερώτημα αν πρέπει ή όχι οι ηλικιωμένοι να εισέρχονται σε τέτοια ιδρύματα. Ας υποθέσουμε, ότι η επιλογή του γηροκομείου είναι αναπόφευκτη.

Η Ελλάδα έχει επίσημα καταγεγραμμένους πάνω από εκατό ιδιωτικούς οίκους ευγηρίας και εξήντα τρεις δημόσιους, από τους οποίους σχεδόν οι μισοί ανήκουν στην εκκλησία. Κι από αυτούς δεν είναι όλοι διαθέσιμοι. Για παράδειγμα, το γηροκομείο Αθηνών αυτή τη στιγμή έχει λίστα αναμονής 550 ατόμων. «Περπατάει;», με ρώτησε απότομα και νευριασμένα, σε σπαστά ελληνικά, μία κυρία, όταν τηλεφώνησα στις τέσσερις το απόγευμα στην εκκλησιαστική στέγη πρόνοιας γερόντων «Παναγία η Ελεούσα», για να ζητήσω πληροφορίες και να μάθω τι δικαιολογητικά απαιτούνται για την εισαγωγή κάποιου. Δεν κατόρθωσα να συνεννοηθώ, η αγένεια της με τρόμαξε. Από τη φωνή της και μόνο, δίχως να έχω δει τη μοναδά, επουδενί δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα της εμπιστευόμουν κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο.

Η επιλογή ενός δημόσιου οίκου ευγηρίας, είναι σαν το τζόκερ. Αν σου κάτσει, έχεις λύσει το πρόβλημα της ζωής σου. Αν κάνεις λάθος, συνεχίζεις να ζεις με την αβεβαιότητα. Στα εκκλησιαστικά ιδρύματα βέβαια, μπορείς να κάνεις και την προσευχή σου. Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα δικαιολογητικά εισαγωγής σε δημόσιο γηροκομείο, και ειδικότερα στις προϋποθέσεις του ιατρικού πιστοποιητικού, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι είναι πιο πιθανό να περάσει τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Το προς εισαγωγή άτομο πρέπει να είναι άνω των εξήντα πέντε ετών, αυτοεξυπηρετούμενο, να μη φέρει σύνδρομο διανοητικής αναπηρίας, να μην πάσχει από επιληψία ή μολυσματικές ασθένειες, να μη φέρει κατακλύσεις ή άλλα δυσεπούλωτα τραύματα και να μην είναι καρκινοπαθής. Με άλλα λόγια, το άτομο πρέπει να’ ναι απόλυτα υγιές! Ευτυχώς, αρκετά γηροκομεία, όπως προέκυψε από την επικοινωνία που είχα μαζί τους, είναι πιο ελαστικά και δεν ακολουθούν κατά γράμμα τους κανονισμούς. «Αν οι υποδομές μας μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του ηλικιωμένου, τότε δεν κοιτάμε τις προϋποθέσεις», θα μου εξηγήσει η κυρία Χριστιάνα Παπαοικονόμου, διευθύντρια του Μερόπειου ιδρύματος, το οποίο λειτουργεί ως οίκος ευγηρίας από το 1971 κι έχει χωρητικότητα τριάντα τρία κρεβάτια.

Ωστόσο, εκεί που δεν σηκώνουν κουβέντα είναι στο Αλτσχάιμερ, αναγκαστικά στρέφεσαι στον ιδιωτικό τομέα. Εδώ η επιλογή είναι πιο ξεκάθαρη, η ποιότητα της μονάδας φροντίδας των ηλικιωμένων εξαρτάται αποκλειστικά από το μέγεθος του πορτοφολιού, καθώς οι τιμές ξεκινάνε από 700 ευρώ και φτάνουν μέχρι τα 1.600. Οι παροχές που αυξάνουν κατακόρυφα το κόστος είναι πρώτον το δωμάτιο, αν είναι μονόκλινο ή όχι, και δεύτερον η κατάσταση της υγείας του ηλικιωμένου, αν χρειάζεται δηλαδή καθημερινή ιατρική παρακολούθηση. Πάντως, κι εδώ το κράτος δημιουργεί πρόβλημα, αφού προβλέπει Φ.Π.Α 13% στα νοσήλια, από τα οποία μόνο τα μισά εκπίπτουν στην εφορία.

Σε γενικές γραμμές, οι ηλικιωμένοι δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν έξω, εκτός αν έχουν ειδική άδεια. Το πρόγραμμά τους δεν είναι δεσμευτικό και συνήθως προσαρμόζεται στα χούγια του καθενός, φερ’ ειπείν κάποιος ενδέχεται να είναι υπναράς και να αργεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Η πρώτη εβδομάδα προσαρμογής είναι δύσκολη, μετά συνηθίζουν το περιβάλλον και νιώθουν σαν το σπίτι τους, μου λέει η κυρία Αντωνία Κουτουλάκη, διευθύντρια του Rest Palace, που βρίσκεται στο Νέο Ψυχικό, και προσθέτει πως «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, δεν είναι το Αλτσχάιμερ ούτε οι ανίατες ασθένειες, είναι η αδιάφορη, στα όρια της περιφρόνησης, αντιμετώπιση που τυγχάνουμε από τα νοσοκομεία. Να φανταστείτε, όταν καλώ ασθενοφόρο τους αποκρύπτω την ηλικία του ασθενή για να μας εξυπηρετήσουν».

Τη ρωτάω πώς αισθάνεται όταν πεθαίνει κάποιος, μιας και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ένας τρόφιμος να περάσει δέκα και δεκαπέντε χρόνια της ζωής του μέσα στη μονάδα. «Είναι σαν να χάνεις τον παππού και τη γιαγιά σου πολλές φορές», μου απαντάει και συμπληρώνει ότι «αυτό που μας προκαλεί σημαντικές δυσκολίες είναι αν πεθάνει κάποιος που τον έχουν εγκαταλείψει όλοι. Τότε, πρέπει να πάμε στον εισαγγελέα για να πάρουμε άδεια ταφής και να προχωρήσουμε στην κηδεία». Μολονότι τα γηροκομεία, ως ιδέα, μοιάζουν με τα χολ της επόμενης ζωής -μου φαίνεται τρομερό να πηγαίνεις κάπου για να πεθάνεις-, δε σημαίνει ότι απουσιάζουν οι ευχάριστες στιγμές ή τα απρόοπτα.

Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, στο Rest Palace, υπήρξε ένας παράφορος έρωτας. Μια κυρία, εξήντα έξι ετών (δυστυχώς τα ονόματά τους δεν τα θυμόταν η κυρία Κουτουλάκη), σαγηνεύτηκε από τη γοητεία ενός ογδοντάχρονου, ο οποίος έπασχε από σάκχαρο. Η κυρία λοιπόν, έκρυβε τα φαγητά και τις λιχουδιές (καραμέλες, σοκολάτες, κέικ, γλυκά του κουταλιού, κ.ά) που τους μοίραζε το προσωπικό κι όταν έφτανε το βράδυ, επισκεπτόταν τον αγαπημένο της και τον τάιζε στα κρυφά! Γενικώς, οι επισκέψεις στα δωμάτια δεν απαγορεύονται, αφού οι ηλικιωμένοι επιβάλλεται να νιώθουν σαν το σπίτι τους. Για αυτό, έχουν το δικαίωμα να κάθονται όσες ώρες θέλουν στο σαλονάκι και να βλέπουν τηλεόραση, να διαβάζουν βιβλία, να λύνουν σταυρόλεξα, να πλέκουν, να ακούν μουσική, ακόμη και να τραγουδάνε.

Οι ομαδικές δραστηριότητες υποτίθεται πως τους γκρεμίζουν το αίσθημα της μοναξιάς και τους τροφοδοτούν με νόημα τον -άπλετο- ελεύθερό τους χρόνο. Κάποιοι λένε ότι ολόκληρη η ζωή μας είναι μια καθημερινή προετοιμασία για το θάνατο. Ίσως, όμως το ζητούμενο είναι πως δεν το καταλαβαίνουμε, η προετοιμασία είναι αόρατη γιατί απορροφιόμαστε από τις υποχρεώσεις μας. Αντιθέτως, όταν ζεις μέσα στο γηροκομείο, γνωρίζεις εκ των προτέρων για ποιο λόγο βρίσκεσαι εκεί και η προετοιμασία γίνεται ορατή. Δεν ξέρω αν βλέπεις το τέλος, σίγουρα πάντως παρακολουθείς τους δείκτες να γυρνούν αντίστροφα. Και τότε, η ανάγκη να πεθάνεις με αξιοπρέπεια γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, καθώς είναι το τελευταίο σου κίνητρο για επιβίωση. Μιας κι όλοι είμαστε επιζώντες με αναστολή, ας προσπαθούμε να μη στερούμε αυτή την αξιοπρέπεια από τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Αξιοπρέπεια, που το ελληνικό κράτος αρνείται πεισματικά να προσφέρει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News