Έτσι όπως κάθεσαι στο ακρογιάλι και επιστρέφεις το βότσαλο στη Θάλασσα που τόσο άσπλαχνα, τόσο εύκολα, αστόχαστα κι απερίσκεπτα, το κύμα κι ο καιρός, το εξόρισε, το ξερίζωσε, το ξέρασε, το ξέρανε, το στέγνωσε, το έβγαλε και το πέταξε από τον τόπο του, την πατρίδα του, το σπίτι του, την αυλή του, τη μάνα και τον πατέρα του, έτσι και τη λέξη.
Ξαναρίξτην, ξαναβάλτην στη ζωή. Ορφανεύει ο βυθός, ο λαιμός, το στόμα ξεστολίζεται. Σκουριάζει. Τα χείλη χάνουν χρώμα. Τα μάτια φως. Η πατούσα δρόμο. Το μέτωπο σημάδι. Ρυτίδα.
Ξαναβάλε τη λέξη που αρνήθηκες, απάτησες, πέταξες και ξέχασες. Βγάλτην, τίναξέ την, ξεσκόνισέ την, ρίξτην πάλι στο δρομο. Μην ντρέπεσαι, μάνα σου είναι. Ρούχο δικό σου.
Στην αρχή με τις βοηθητικές, το παιδικό ποδήλατο, μετά άστην θα πάρει τις βόλτες της, τις στροφές της, τις σούζες, τις φούρλες, τις μούρλες της, ας πέσει, ας γρατζουνίσει γόνατο, ας σπάσει χέρι, ας πέσει σε χαντάκι, θα βρει την άκρη, τη μέση και τη θέση της. Ξέρει αυτή. Γνωρίζει τα κατατόπια, έχει ξαναπεράσει από τα μέρη αυτά. Είναι παλιά τους γνώριμη. Την έχουν φωνάξει με τ’ όνομά της το πραγματικό, αυτό που εσύ το ντράπηκες και το έκρυψες. Και όχι μόνο εσύ και τόσοι άλλοι.
Έχει αγαπηθεί, με πάθος και αν δεν το πιστεύεις δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον εαυτό σου, παιδί της είσαι.
Πιλαλίστρα. Πιλαλίστρα πόλη. Τόπος καλόβολος, αυτό θα πει. Όμορφη, ξελογιάστρα, ξεμυαλίστρα ξεμαυλίστρα, πιλαλίστρα.
Αυτή είναι η λέξη η εξόριστη, η ξεχασμένη. Πάρε φόρα, θάρρος, δύναμη και ρίξτην ξανά, στο δρομο. Βάλτην στο στόμα σου, βουλωσέτο, σάλιωσέ την, γυάλισέ την, γύρισέ την, λύγισέ την, να αστράψει, να βροντήξει ξανά.
Πιλαλίστρα Πόλη.
Η πόλη είναι η Καβάλα. Η πόλη όπου ζεις και εργάζεσαι, περπατάς κι ανεβοκατεβαίνεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News