Όποιος κάθεται με το χαρτάκι του στις τράπεζες, περιμένοντας τη σειρά του στο ταμείο, μαθαίνει πολλά για τη νεοελληνική κοινωνία. Καταρχάς όσοι κάθονται υπομονετικά στις καρέκλες, είναι σχεδόν όλοι μεσόκοποι κι ηλικιωμένοι. (Οι νεότεροι καταφεύγουν στο e-banking). Επίσης δεν βιάζονται – πολλοί γνωρίζονται μεταξύ τους, είναι της γειτονιάς και λένε τα νέα τους. Είναι ένας χώρος συνάθροισης και κοινωνικής επαφής. Λένε πόσο ψώνισαν τη γόπα, τι θα μαγειρέψουν, τα προβλήματα των παιδιών τους και κάνουν μια αναδρομή στις παθήσεις τους – τόσο το σάκχαρο, ανέβηκε η πίεση, πονάει η μέση… Και μετά έρχονται τα πολιτικά.
Η στερεότυπη επωδός είναι «πού καταντήσαμε…» – μικρή η σύνταξη, ακριβή η ΔΕΗ, μεγάλο κόστος τα φάρμακα. Φταίνε «οι πολιτικοί» και οι «τράπεζες». «Α καημένε, μια χούντα μας χρειάζεται» έρχεται πάντα μια φωνή και όλοι νεύουν φιλικά. Στην αρχή αναστατωνόμουν, θύμωνα, άνοιγα κουβέντα – τους θύμιζα ότι τότε οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί, η δημόσια υγεία πολύ περιορισμένη, ότι υπήρχαν ανισότητες, μιλούσα για την προπαγάνδα, τον φόβο, τα ξερονήσια, τους έλεγα ότι πριν φτάσουν στη χούντα έχουν μια πλειάδα επιλογών… Στου κουφού την πόρτα – «εγώ τότε έβγαλα άδεια για μανάβικο, ποιος άλλος θα μου έβγαζε;», «είχαμε ασφάλεια», «ζούσαμε νοικοκυρεμένα» μου απαντούσαν.
Μετά κατάλαβα, ότι όπως οι Ρώσοι ηλικιωμένοι νοσταλγούν τα σταλινικά χρόνια, οι Αλβανοί μεσόκοποι τον Χότζα κι οι Ανατολικογερμανοί την «τάξη» του καθεστώτος που όριζε ένα τείχος, έτσι κι οι Ρωμιοί συνομήλικοί τους καταφεύγουν σε ένα νοσταλγικό εξωραϊσμό. Δεν χωρά λογική εκεί, είναι θέμα ψυχολογίας.
Ανάμεσά τους πάντα πετάγεται κι ένας νεαρός – σχεδόν πάντα άντρας, που στρέφει τον ψυχισμό της ομήγυρης στην έχθρα προς τις τράπεζες. Με το iPhone στο χέρι, τα σινιέ μπλουζάκια και τα ακριβά παπούτσια (απομεινάρια άλλων εποχών), για να ξεβαρεθεί παρεμβαίνει στη συζήτηση για να υποδείξει τον ένοχο. Είναι απ΄αυτούς που φόρτωναν τα overdraft για να πάνε το βράδυ στην παραλιακή, που έπαιρναν δάνειο για να αγοράσουν την τζιπάρα, που πετάγονταν στη Μύκονο για ένα βράδυ.
Οι ηλικιωμένοι τον κοιτάν με ενδιαφέρον, τους συνεπαίρνει ο «επαναστατικός» του λόγος, λέει «αλήθειες» – και όμως ξεχνούν. Ξεχνούν ότι τα δάνειά του προήλθαν απ' τις δικές τους καταθέσεις, αυτές που με ζόρι έβαζαν στην άκρη για τους γιατρούς, τις δύσκολες μέρες, τις σπουδές των παιδιών. Νομίζουν ότι τα θαλασσοδάνεια ακουμπούσαν πάνω στα λεφτά των «πλουσίων» και λησμονούν ότι λίγα ήταν αυτά – η οικονομική ελίτ είχε αλλού κουμπώσει την περιουσία της.
Συνεπαρμένος κάποιος ηλικιωμένος από τις γνώσεις του νεαρού, πάει την κουβέντα κι ένα βήμα παρακάτω – «με τη δραχμή ήμασταν καλύτερα» λέει κι αρχίζουν οι λογαριασμοί, τόσο ήταν το ψωμί, τόσο το νοίκι, τόσο το ρεύμα. Ο νεαρός υποδαυλίζει την κουβέντα, αραδιάζει ονόματα σοφών που (από τη ξενιτειά όπου έχουν διασφαλίσει την ευζωία τους) υποστήριξαν την επαναφορά της δραχμής, καταγγέλλει τους καραγκιόζηδες και τους ψεύτες…
Η απόλυτη ιδεολογική σύγχυση. Όμως, αν ο νεαρός με θυμώνει, γιατί ψαρεύει σε θολά νερά μια νίκη εντυπώσεων, τους παπούδες τους βλέπω με τρυφερότητα. Έζησαν τη βιοπάλη τους και στα στερνά τους ήρθαν τα δύσκολα. Πού να ρίξουν το άδικο και πώς να παρηγορηθούν;
Εξάλλου πάντα, υπάρχουν και κάποιοι αμίλητοι, που όταν σηκώνομαι, αφού έχω δώσει τη χαμένη μάχη μου, με κοιτάν με χαμόγελο, ενθαρρυντικά. Συνωμοτικά θάλεγα – όπως τότε, στη χούντα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News