Ήταν Παρασκευή βράδυ, πριν από κανένα μήνα, στο εστιατόριο «Twenty-five Lusk», στο Σαν Φρανσίσκο. Για να κλείσουμε τραπέζι, έπρεπε να είχαμε προνοήσει τουλάχιστον μια βδομάδα πριν. Γουστόζικοι Αμερικάνοι, καλοντυμένοι, ηλικίας από τριάντα ως σαράντα, έπιναν χαλαροί τα κοκτέιλ τους, συζητούσαν χαμηλόφωνα και δοκίμαζαν τις πολυδιαφημισμένες νοστιμιές του σεφ Μάθιου Ντόλαν. Κουζίνα κατά βάση αμερικάνικη, με ενδιαφέρουσες προσθήκες από ευρωπαϊκές συνταγές. Παραγγείλαμε κι εμείς. Δυο κοκτέιλ για αρχή, και μετά μια σαλάτα, ένα ορεκτικό και δυο κυρίως πιάτα. Τα κοκτέιλ ιδανικά, στη σωστή θερμοκρασία, η σαλάτα μέτρια, πιθανώς φέρουμε ευθύνη για άκυρη επιλογή, το ορεκτικό είχε μια ακαταλαβίστικη γεύση, και τα δυο κυρίως ήταν χάλια. Κοινώς, ούτε που τα αγγίξαμε.
Κάποια στιγμή, ο μαυροντυμένος σερβιτόρος, που είχε στην ευθύνη του μόνο τέσσερα τραπέζια, παρατηρεί ότι δεν τρώμε. Πλησιάζει και μας ρωτάει ευγενικά αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Του απαντάμε ότι το ψάρι ήταν βουτηγμένο στην αλμύρα και ότι το κρέας είχε μόνο λίπος. Μας χαμογελάει, μας ζητάει συγγνώμη και φεύγει, παίρνοντας μαζί του τα πιάτα. Ύστερα από λίγο, έρχεται ο υπεύθυνος του καταστήματος. «Δεν είναι δυνατόν να είστε καλεσμένοι στο εστιατόριο μου και να φύγετε νηστικοί.. Πείτε μου τι θέλετε να σας ετοιμάσουμε;», μας ρωτάει, με ένα χαμόγελο που έκρυβε επιμελώς την αμηχανία του για τα άνοστα πιάτα. Αφού του εξηγούμε ότι δεν έχουμε διάθεση να παραγγείλουμε άλλο φαγητό, του προτείνουμε να κεράσει μια γύρα από τα καταπληκτικά κοκτέιλ. «Τώρα σας κατάλαβα, τα κάνετε όλα αυτά για να πιείτε τσάμπα», σχολιάζει γελώντας ξανά.
Ο τρόπος που χειρίστηκε το «ξενέρωμα» μας με το φαγητό ήταν αρκετός για να μας φτιάξει τη διάθεση. Ούτε γκρίνια, ούτε δικαιολογίες, ούτε τίποτα. Ο πολωνός «οικοδεσπότης» του ποζεράδικου εστιατορίου, δέχθηκε τα παράπονά μας και προσπάθησε να μας ικανοποιήσει. Χωρίς εντάσεις, χωρίς συζητήσεις επί συζητήσεων. Μάλιστα, στο λογαριασμό δε χρέωσε ούτε τα κυρίως πιάτα ούτε τα πρώτα κοκτέιλ! Μας καληνύχτισε, μας ζήτησε συγγνώμη, μας είπε ότι ήδη είχε ενημερώσει το σεφ και μας ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά μας, καθώς θα τον βοηθούσε να διορθώσει τις ατέλειες της κουζίνας του. Αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά θυμήθηκα με μελαγχολία, όταν το περασμένο σαββατοκύριακο βρέθηκα στα λουτρά Πόζαρ, μια περιοχή που απέχει περίπου εκατό χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Εδώ, έξι πηγές αναβλύζουν καυτό νερό, φημισμένο για τις αμέτρητες θεραπευτικές του ιδιότητες. Εξού και το «Πο-ζαρ», που σημαίνει κάτω από τη φωτιά.
Οι επισκέπτες, έχουν τη δυνατότητα είτε να επιλέξουν ατομικό δωμάτιο, φανταστείτε μια μικρή πισίνα με ρωμαϊκό περιβάλλον λουτρού, είτε να κάνουν μπάνιο στην κεντρική πισίνα και στον καταρράκτη. Επίσης, πριν από το λουτρό ή μετά, μπορούν να απολαύσουν υπηρεσίες μασάζ και χαλάρωσης στα αντίστοιχα κέντρα που υπάρχουν στην περιοχή. «Είστε ευχαριστημένοι;», μας ρωτάει ο ιδιοκτήτης του «Saman Relax center», την ώρα που μια ειδική καρέκλα μας έκανε ηλεκτρονικό μασάζ στις γάμπες και στο πέλμα. «Όχι», του απαντάμε χαμηλόφωνα, για να μην μας ακούσουν οι υπόλοιποι πελάτες, και του ζητάμε να πλησιάσει για να μη χρειάζεται να φωνάζουμε κι ενοχλούμε. Είχε προηγηθεί ένα σαραντάλεπτο «χαλαρωτικό» μασάζ -όχι με ρολόι, άρα η χρονική του διάρκεια είναι αμφισβητήσιμη-, στο οποίο μια κοπέλα κι ένας άντρας κυριολεκτικά μας χάιδευαν.
Επίσης, από όσα είχαμε ακούσει στο τηλέφωνο και πειστήκαμε για να επισκεφτούμε το συγκεκριμένο κέντρο, σχεδόν τίποτα δεν ίσχυε. Μας είχαν πει ότι θα κάνουμε χρωματοθεραπεία και ότι το δωμάτιο είναι στα χρώματα του μπλε, για να ξεκουράζονται τα μάτια μας, νομίζοντας ότι είμαστε στον ωκεανό. Αντ’ αυτού, υπήρχε στο μικροσκοπικό δωμάτιο, όπου τα κρεβάτια ήταν σε απόσταση αναπνοής και οι φυσιοθεραπευτές συγκρούονταν μεταξύ τους, μια τηλεόραση πλάσμα με μια μπλε οθόνη! Ακόμη, μας είχαν πει ότι παράλληλα θα γίνεται και αρωματοθεραπεία με τα ειδικά έλαια που χρησιμοποιούνε, των οποίων η χρήση ήταν τόσο περιορισμένη που καμιά φορά ένιωθα τα δάχτυλα του φυσιοθεραπευτή να με γδέρνουν. Ακόμη, στις ηλεκτρονικές καρέκλες που καθόμασταν για μασάζ, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι, δεν είχε ούτε μια μικρή πετσέτα, με αποτέλεσμα να ξαπλώνουμε τα κεφάλια μας εκεί που τα είχαν ακουμπήσει οι προηγούμενοι. Τα παράπονα πολλά και παρότι μας είχε φουρτουνιάσει το μυαλό, προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε τη ψυχραιμία μας και να μη σκεφτόμαστε τα εβδομήντα ευρώ που θα πετούσαμε.
Τελικώς, ο ιδιοκτήτης δεν πλησίασε. Με ύφος χιλίων καρδιναλίων μας ενημέρωσε ότι «εγώ είμαι η φίρμα εδώ, γιατί δεν ερχόσασταν σε μένα; Θέλετε τώρα, τώρα να μπούμε μέσα να σας κάνω μασάζ; Να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται; Μετά θα δούμε αν έχετε παράπονα…». Προφανώς και του αρνηθήκαμε. Αν δεχόμασταν, θα ήταν σαν να του τα λέγαμε όλα αυτά για να τον εκβιάσουμε. Γράψαμε στο βιβλίο παραπόνων τα σχόλια μας, πληρώσαμε και πήγαμε απέναντι στα λουτρά. Εκεί, μας περίμενε χειρότερη κατάσταση. Οι δημοτικές εγκαταστάσεις βγαλμένες από ταινία του Λάμπρου Κωνσταντάρα, με ένα ξύλινο πάγκο στην είσοδο και ένα κυλικείο στο βάθος χειρότερο από Κ.Ψ.Μ. Μια κυρία, πίσω από τον πάγκο, φώναζε στο τηλέφωνο, ενώ ο συνάδελφός της δίπλα προσπαθούσε ευγενικά να μας εξυπηρετήσει. Για μισή ώρα πληρώσαμε 15 ευρώ το ζευγάρι, χωρίς να μας δώσουν ούτε μπουρνούζι, ούτε πλαστικές σαγιονάρες, ούτε μια πετσέτα!
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, χαλαρωμένοι από το θερμό λουτρό, επηρεασμένοι ωστόσο από τις υπερεκτιμημένες υπηρεσίες που συναντήσαμε. Μέσα σε όλα αυτά, το μεσημέρι είχαμε πάει σε μια ταβέρνα στην Όρμα, ονόματι «Διόνυσος», η οποία υποτίθεται ότι είναι σημείο αναφοράς της περιοχής. Με εξαίρεση δυο καλά πιάτα, τα υπόλοιπα ήταν κάτω του μετρίου. Ειδικά τα ψητά μανιτάρια, δεν τρωγόντουσαν. Το λέμε στο σερβιτόρο, ο οποίος μας είχε χρεώσει 1,65 ευρώ για μισό ποτήρι κρασί μπρούσκο που ήθελα να δοκιμάσω για να δω τελικά τι θα επιλέξω, και η απάντηση του ήταν πως «α! μας έχει ξανατύχει. Ο μάγειρας ξεχνάει να ρίξει τα μυρωδικά και βγαίνουν τα μανιτάρια σα νερό, το κατάλαβα αμέσως μόλις μου το είπες». Το κατάλαβε αμέσως, αλλά το απαράδεκτο πιάτο του δεν φρόντισε να το βγάλει από το λογαριασμό. Εμ και παραδέχθηκε ότι μας έφερε να φάμε άνοστο πιάτο, εμ και είχε την απαίτηση να το πληρώσουμε!
Στη ρεσεψιόν του boutique ξενοδοχείου «Melies», συζητάμε τα παράπονά μας με τον ιδιοκτήτη, κύριο Αλέξανδρο Πρίτσκα. Ο άνθρωπος δεν μιλούσε, τον είχαμε φέρει σε δύσκολη θέση- τι να πει για τους συγχωριανούς του; «Δεν καταλαβαίνετε ότι οι κακοί επιχειρηματίες θα συμπαρασύρουν και τη δική σας επιχείρηση; Πως είναι δυνατόν να απαιτούν τόσα λεφτά και να προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες; Δε σας νοιάζει που δυσφημίζουν τον τόπο σας;». Οι ερωτήσεις απανωτές, προσπαθούσε να μην κακολογήσει κανέναν. Τα 13 δωμάτια του προσεγμένου ξενοδοχείου του στέκονται όρθια από το 2010. Η μονάδα εξαιρετική, κόστισε σχεδόν 1.200.000 ευρώ με συγχρηματοδότηση 45% από το κράτος. Μαζί με το συνεργάτη του, είχαν υπολογίσει, με συντηρητικές εκτιμήσεις, ότι θα αποσβέσουν το αρχικό κεφάλαιο σε οχτώ χρόνια. Τώρα με την κρίση, ούτε σε δεκαπέντε δεν προβλέπεται. Εκτός του ότι έχει μειωθεί τουριστικά η κίνηση προς την περιοχή, και ότι ο ίδιος δε δουλεύει το καλοκαίρι με κουπόνια κοινωνικού τουρισμού διότι η μονάδα του απευθύνεται σε εντελώς διαφορετικό κοινό, αντιμετωπίζει πρόβλημα και με την κατανάλωση στο μπαρ του.
«Δεν επιτρέπουμε το κάπνισμα στο μπαρ ούτε σε κανέναν κοινόχρηστο χώρο του ξενοδοχείου, εξ αρχής αυτές ήταν οι προδιαγραφές μας. Συνεπώς, όλοι πηγαίνουν στα γύρω μαγαζιά», μου λέει διστακτικά, αμφιβάλλοντας πλέον αν έπραξε σωστά που τήρησε τον αντικαπνιστικό νόμο, και προσθέτει πως «και στα δωμάτια απαγορευόταν το κάπνισμα, αλλά δεν το τηρούσε κανείς. Βρίσκαμε γόπες μέσα στην τουαλέτα, σε κομμένα μπουκαλάκια με νερό, ακόμη και μέσα στο νιπτήρα. Για να μην πάρουμε φωτιά, αναγκαστήκαμε να βάλουμε σχεδόν σε όλα τα δωμάτια τασάκια». Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές σε άτυπη συνεργασία με τους υπόλοιπους επιχειρηματίες που παρανομούν, επέβαλαν το δικό τους νόμο. Τσιγάρο παντού.
Την επόμενη μέρα, σκεφτόμενος όλα αυτά, το σερβιτόρο με τα νερουλά μανιτάρια στη ξακουστή ταβέρνα, που η φήμη της φτάνει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τις απαξιωμένες δημοτικές εγκαταστάσεις των λουτρών, τη συμπεριφορά στο μασάζ, και το δύσμοιρο ξενοδόχο που προσπαθούσε να διατηρήσει το επίπεδο του ξενοδοχείου του, πήρα τον ιδιοκτήτη του «Saman relax center» για να τον ενημερώσω ότι πρόκειται να γράψω ένα άρθρο για την κακή ποιότητα των υπηρεσιών που συνάντησα στο Πόζαρ, και να τον ρωτήσω αν ήθελε να δηλώσει κάτι για την επιχείρησή του. Καθ΄όλη τη διάρκεια της κουβέντας, μου μιλούσε στον ενικό, τον παρακαλούσα να μου απευθύνεται στον πληθυντικό. Επέμενε, φανερά ταραγμένος. «Δεν καταλαβαίνω το λόγο του τηλεφωνήματός σου. Όχι, δεν έχω κάτι να δηλώσω. Δε ξέρω τι εμπειρία έχεις στο μασάζ, ώστε να είσαι σε θέση αντικειμενικά να κρίνεις το κέντρο μας. Εγώ θα δω το άρθρο σου κι αν κάνει ζημιά στην επιχείρησή μου, τότε θα κινηθώ αναλόγως. Έχω το δικαίωμα αυτό…», μου απάντησε.
Όχι μόνο δε ζήτησε συγγνώμη, όχι μόνο δε βρήκε κάτι να πει, έστω ότι ήταν μια κακιά στιγμή, αλλά εμμέσως πλην σαφώς με απείλησε και με μήνυση! Επέστρεψα σπίτι απογοητευμένος, τα ερωτήματα μια χοντρή αλυσίδα που μου έσφιγγαν το λαιμό. Έπρεπε να εκφράσω τα παράπονά μου ή κακώς χάλασα τη ζαχαρένια μου; Ο ξενοδόχος που επένδυσε τόσα λεφτά στον τόπο του, είναι τρελός; Στο Λουτράκι Αριδαίας, 1.200.000 ευρώ; Που ακούστηκε ξανά αυτό; Από την άλλη, τέτοια καταλύματα δε θέλουμε; Ξενοδοχεία μπουτίκ κι όχι μαζικές μονάδες που ευνοούν το άνοιγμα μαζικών επιχειρήσεων εστίασης; Η Αριδαία, με τις απαρχαιωμένες υποδομές, τα ξεπερασμένα -στην πλειοψηφία τους- καταλύματα και την αφημένη στη μοίρα της δημοτική επιχείρηση, πως θα προσελκύσει με αξιώσεις τουρισμό από τις γύρω περιοχές;
Πως θα ξεριζωθεί η νοοτροπία του παλαιολιθικού τουρισμού, που συστηματικά καταστρέφει την ομορφιά της χώρας μου; Η Ελλάδα γέμισε με τουριστικούς προορισμούς τύπου «Πόζαρ» και τώρα κάθεται κάτω από τη φωτιά της κρίσης. Αλλοίμονο σε αυτούς που επενδύουν τα λεφτά τους. Ας φροντίσουν τουλάχιστον να κυκλοφορούν με αναπτήρα στη δεξιά κωλότσεπη. Α! Και να προσλάβουν πολωνούς οικοδεσπότες. Απαραίτητο προσόν η εργασιακή εμπειρία στο «Twenty-five Lusk».
Info: www.loutrapozar.com.gr, τηλ: 23840-91300
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News