Ως το 2009, όταν τον ρωτούσαν πόσο πουλάει το χωράφι, εκστόμιζε ένα νούμερο που θα έκανε τον Αμπράμοβιτς να κοκκινίσει. Στην πραγματικότητα δεν θα αποφάσιζε ποτέ να πουλήσει το «κτήμα» όπως το ονόμαζε εμφαντικά, διότι εκ των υστέρων θα θεωρούσε λίγα, όσα κι αν έβαζε στην τσέπη. Γι' αυτό άλλωστε, από εξάμηνο σε εξάμηνο ανέβαζε την τιμή, αυτό-ηδονιζόμενος με το νούμερο που άκουγαν τ’ αυτιά του να βγαίνει από το ίδιο του το στόμα. Αν κάποιος υποψήφιος αγοραστής δεν του γύριζε αυτομάτως την πλάτη αλλά αποτολμούσε να ζητήσει δικαιολόγηση του ανήκουστου τιμήματος, ο μπάρμπας που ήταν ιδιοκτήτης αράδιαζε μια ολόκληρη σειρά από εκπληκτικής οικονομετρικής σαφήνειας επιχειρήματα:
Πρώτον, είχε πρόσοψη στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, όχι σε κανέναν χωματόδρομο παρά μέσα. Δεύτερον, ήταν έξω απ’ το χωριό για να έχει ο ιδιοκτήτης την ησυχία του, μακριά από τη βαβούρα και το κουτσομπολιό των χωριανών. Τρίτον, ήταν μόλις πέντε χιλιόμετρα από τον εθνικό δρόμο που οδηγεί στην πόλη, τι είναι πέντε χιλιόμετρα με το αμάξι τη σήμερον ημέρα; Τέταρτον, απείχε μόλις επτά χιλιόμετρα από τις παραλίες, τι είναι επτά χιλιόμετρα τη σήμερον ημέρα; Ίσα-ίσα που γλιτώνει την αλμύρα και από την υγρασία της θάλασσας που τρώει τους μπογιάδες και τα κουφώματα. Πέμπτον, γύρω από το κτήμα υπήρχαν μόνο μικρά χωραφάκια (το δικό του ήταν κτήμα, τα άλλα χωραφάκια), μη οικοδομήσιμα, άρα δεν κινδύνευε να υψώσουν μπροστά στη μούρη του κανένα άλλο σπίτι. Έκτον, δεν ήταν ξερό αλλά είχε μέσα έναν υπέροχο ελαιώνα, δηλαδή είχε και πράσινο αλλά και θα έδινε εισόδημα απ’ το λάδι. Έβδομον, ολόκληρη η περιοχή έπαιρνε συνεχώς αξία, καθώς αναπτυσσόταν τουριστικά από χρόνο σε χρόνο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Μ’ αυτά και με τούτα, του έμεινε το κτήμα. Μετά το 2009 κανένας δεν του το ξαναζήτησε. Και στα τέλη Ιουλίου, όταν έμαθε πόσο ΕΝΦΙΑ πρέπει να πληρώσει, βγήκε ο μπάρμπας εν εξάλλω στις ρούγες. Πήγε στο καφενείο και κάποιος χωριανός για να τον πειράξει, του είπε ότι δεν ήταν φοβερό να πληρώσει τρεις χιλιάδες ευρώ φόρο για ένα κτήμα που ο ίδιος πουλούσε μισό εκατομμύριο ευρώ. Και τότε αυτός πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να φωνάζει ότι το χωράφι (το κτήμα ξανάγινε χωράφι) είναι στην άκρη του πουθενά, ότι δεν βρίσκεται δα και δίπλα στη θάλασσα ή σε πλαγιά (για να ‘χει θέα) αλλά σε γούβα, ότι δεν είναι καν εντός οικισμού, ότι από τον Σεπτέμβρη ως τον Ιούνη αποσώνουν εκεί μόνο κυνηγοί και χορταρούδες, ότι με την τιμή του λαδιού δεν συμφέρει ούτε να μαζέψει τις ελιές του, ότι η περιοχή γενικώς πάει κατά διαόλου εξαιτίας του βραχιολο-τουρισμού και ότι εν κατακλείδι το μόνο που παράγει αυτό το άχρηστο κομμάτι γης (που ανάθεμα την ώρα που του το άφησε ο πατέρας του) είναι τζιτζίκους το καλοκαίρι και χοχλιούς τον χειμώνα.
Ο ΕΝΦΙΑ ευτυχώς θα διορθωθεί για πολλά εκατομμύρια Έλληνες. Δυστυχώς, θα διορθωθεί και για τον πονηρό μπάρμπα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News