472
|

Νίσυρος το φθινόπωρο…

Νίκος Ορφανός Νίκος Ορφανός 13 Νοεμβρίου 2014, 00:35

Νίσυρος το φθινόπωρο…

Νίκος Ορφανός Νίκος Ορφανός 13 Νοεμβρίου 2014, 00:35

Ξημερώματα στο πρώτο αεροπλάνο για την Κω, τέλος Οκτώβρη. Πτήση χωρίς ανέμους, το αεροπλάνο γλιστράει σα μαγικό χαλί και με το πρώτο φως προσγειωνόμαστε στην Κω. Με ένα ταξάκι σε δέκα λεπτά στο ήσυχο λιμάνι. Πίνουμε τον πρώτο καφέ της μέρας σε τοπική καφετέρια, ένας φυσικός χυμός πορτοκάλι τρεισήμισι ευρώ, όσο εφτά κιλά πορτοκάλια, μάλιστα.

Με καραβάκι-παντόφλα, ανάμεσα στα εμπορεύματα, σαλπάρουμε για Νίσυρο. Σε μια ωρίτσα πιάνουμε στο μικρό νησί. Εμπορεύματα ξεφορτώνονται, τελάρα με κηπευτικά, ηλεκτρικές συσκευές και λογής προμήθειες βγαίνουν στη στεριά. Μια ησυχία με την πρωινή δροσιά, τίποτα δεν μαρτυράει πως στα έγκατα του νησιού, ένας καταπλακωμένος γίγαντας πολεμάει κάθε τόσο να ελευθερωθεί. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει καιρό να το κάνει, κουράστηκε κι αυτός από το μάταιο αγώνα. Μόνο κάποιες αδιόρατες αναθυμιάσεις στο ηφαίστειο του νησιού, μαρτυρούν πως βράζει ακόμα απ’ τον θυμό του.

Στα σοκάκια βιαστικά πούλμαν μεταφέρουν τουρίστες από την Κω, που έρχονται για μια ηφαιστειογενή επίσκεψη. Στο Μαντράκι, την πρωτεύουσα και λιμάνι, λίγος κόσμος περιδιαβαίνει, η τουριστική σεζόν ψυχομαχάει, κλείσανε ήδη τα λίγα ξενοδοχεία, πολλά μαγαζιά, οι ταβερνιάρηδες ξαποσταίνουν περιμένοντας κανέναν ξέμπαρκο πεινασμένο, στο παραθαλάσσιο καφενείο έβαλε ψύχρα, βάζω τη ζακέτα μου καθώς κοιτάζω απέναντι το φωτισμένο Γυαλί, το νησάκι που εξορύσσεται το ομώνυμο υγρό, ναι υγρό είναι το γυαλί, τι δεν το ξέρατε; με απειροελάχιστο δείκτη ροής, ή κάπως έτσι, αν θυμάμαι από τη χημεία καλά, το λένε.

Πάω μια βόλτα στο ηφαίστειο. Τοπίο «αμερικάνικο», λες και είσαι στην Αριζόνα ένα πράγμα, σε αυτά τα τοπία που κάνανε τις δοκιμές των πυραύλων, τοπίο ελαφρώς απόκοσμο, κάποια μαντριά με ζώα βλέπω πλησιάζοντας, θυμάμαι την κουβέντα μας με τον Θεόφιλο που μου εξηγούσε πόσο μάταιο είναι να φτιάξεις εκεί μποστάνι, αφού τα ελεύθερα ζωντανά μπαίνουν παντού και τα τρώνε όλα.

Κατεβαίνω στον επίπεδο κρατήρα. Μυρωδιά από θειάφι. Κανείς άλλος τουρίστας. Ερημιά. Ο ήλιος αντανακλάται εκτυφλωτικός, μόνο εγώ κι ο γίγαντας από κάτω με τα σεκλέτια του.

Την άλλη μέρα ο καιρός φτιάχνει. Αρπάζω την ευκαιρία για μια βουτιά στην Παχιά Άμμο. Ψιλό ψιλό χαλικάκι χρώματος καφετί, όχι μαύρο όπως στη Σαντορίνη, τρεις ξεχασμένοι ρώσοι βουτάνε μαζί μου, φθινόπωρο γλυκό στους αμμόλοφους, άδειους πια από τους ελεύθερους κατασκηνωτές του καλοκαιριού, φθινόπωρο στο μονοπάτι της επιστροφής στο χείλος του μικρού γκρεμού, απολαμβάνω ένα φρέσκο ψαράκι στην τοπική ταβέρνα, με κερνάνε και σπιτικά κουλουράκια, ένας επίμονος γάτος παίρνει το μερτικό του.

Η Νίσυρος, που κάποτε γραφόταν με δύο «σ» και τώρα γράφεται με ένα, είναι ήσυχη και γλυκιά. Οι ευγενικοί της κάτοικοι σου μιλούν δίχως βιασύνη, περπατάω στα σοκάκια στο Εμπορειό, το πάλαι ποτέ πολυάριθμο, χαζεύω τα θαυμάσια βοτσαλωτά ψηφιδωτά στα πλακόστρωτα, τις αναρίθμητες γάτες που ράθυμα με παρακολουθούν σε κάθε μου βήμα. Θα είναι μάλλον τα τσιράκια του γίγαντα.

Νύχτα η ώρα τρεις, το λιμάνι έχει κόσμο, τυλίγομαι στο λεπτό μου φουλάρι και μπαίνω στο πλοίο που φωτισμένο κάνει μανούβρα σε ησυχία απόκοσμη και με παίρνει μαζί του για τη Σύμη…

Στο επόμενο: Σύμη, μια νύμφη στη θάλασσα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News