Δίπλα στις τουαλέτες της πλαϊνής εισόδου του Κήπου, 8 με 8 κάθε μέρα, στην ίδια θέση πάντα. Μια ομπρέλα, τρεις σακούλες και το ίδιο παγκάκι, αυτά διαθέτει. Άμα ποτίζουν τα δέντρα, το χώμα κρατά υγρασία και την χτυπά κατευθείαν στα κόκαλα. Ευτυχώς δεν έχουν αρχίσει ακόμη οι βροχές.
«Και σου ’πα να πάρεις ομπρέλα!». Περπατούμε βιαστικά μες τα σκοτάδια, τα φώτα στο Ζάππειο είναι ασθενικά και η σκόνη από το χώμα και τα φύλλα μας μπαίνει στα μάτια. Φθινοπώριασε. Κάπου μακριά αστραπές έχουν ξεκινήσει. Καθόμαστε κάτω από το υπόστεγο της Αίγλης, σχεδόν αγκαλιά καμιά δεκαριά άνθρωποι, αυτή την εβδομάδα κλείνει και το σινεμά, έβαλε ψύχρα πια τα βράδια και δεν κάθεσαι έξω με τόση υγρασία, του χρόνου πάλι. Κάπου στα μισά της ταινίας πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Πάμε να φύγουμε λέμε και σηκωνόμαστε πριν το διάλειμμα.
Στέκει όρθια στην γνωστή της θέση. Έχει καλύψει τα πράγματά της με νάιλον -αρκετά λεπτό τι να κρατήσει- τυλίχθηκε και η ίδια μ’ ένα άλλο κομμάτι ακόμη πιο λεπτό, ίδιο με αυτά που φορούν οι κυρίες στα κομμωτήρια για βαφή και ανταύγειες. Παλιότερα την πετύχαινα κάτι απογεύματα να διασχίζει αργά την Ηρώδου Αττικού. Ανεπαίσθητη ομορφιά γερασμένη αθόρυβα, λιγάκι μελαγχολική, φορώντας πάντα καπέλο και την ίδια αγγλική φούστα, μικρά καρό μιας περασμένης αίγλης που έχει πια ξεθωριάσει. Πιο μετά την έχασα για κάμποσο καιρό, την ξαναβρήκα τελικά στο Μοναστηράκι στην αρχή μιας άνοιξης. Την πήρα από πίσω, σαν κατάσκοπος στο απέναντι πεζοδρόμιο, Αιόλου- Καραγιώργη Σερβίας- Κολοκοτρώνη. Σε όλο το δρόμο σταματούσε για ώρα μπροστά σε κλειστές βιτρίνες: χαντράδικα, φο-μπιζού, υφάσματα, περούκες. Κοιτούσε κάπως ξεχασμένη, ψιθυρίζοντας λέξεις, χαμογελώντας αφηρημένα, γνέφοντας το κεφάλι.
Στα μισά της ανηφόρας βρήκα το κουράγιο. «Σας βλέπω συχνά, καλό μήνα» είπα με δυσκολία. Όταν ήταν παιδί το δέρμα της ήταν πολύ άσπρο και φορούσε Μάρτη για τον ήλιο, μου είπε με μια ήσυχη μελαγχολία. Δεν ξέρω τι με εμπόδισε να ρωτήσω περισσότερα. Ανεβήκαμε παρέα ως το Σύνταγμα, μαγαζί και στάση, και μετά αλλάξαμε δρόμους. Με ένα νάιλον από πάνω μέχρι κάτω, λίγο πριν τη βροχή. Τα πρωινά περνάω μέσα από τον κήπο και την βλέπω, χαιρετιόμαστε, μιλούμε για λίγο και μετά συνεχίζω.
Η πραγματική φτώχεια και η ανάγκη είναι βουβές, μου έγραψε παλιότερα ένας αναγνώστης. Δεν ξέρω το όνομά του, όμως τα λόγια του στριφογυρίζουν ακόμη στο μυαλό μου.
Όλοι έχουμε τον δικό μας άστεγο, σκέφτομαι όλο και πιο συχνά. Συγκινούμαστε για λίγο με το υπαίθριο κρεβάτι του, πού μένει, τι φορά, τι τρώει, λυπόμαστε για τις δυσκολίες που φανταζόμαστε ότι περνά, ανοίγει κάπως η καρδιά μας, μαλακώνει το βλέμμα μας προς το συνάνθρωπο για λίγο και μετά συνεχίζουμε. Έτσι γινόταν πάντα. Πόσοι και πόσες μεγαλώσαμε τρώγοντας όλο το φαί μας με τα παιδιά της Αφρικής, κουταλιές με το ζόρι σε χορτασμένα στόματα και ανόμοιες συγκρίσεις, τετράδια κάθε αρχή της χρονιάς και ευχητήριες κάρτες Unicef Χριστούγεννα και Πάσχα.
Αλλά τελευταία, όσο οι προσθαφαιρέσεις δεν βγαίνουν και ο μισθός τρώγεται ολόκληρος από τις δέκα κάθε μήνα, τόσο πιο ορατός γίνεται ένας σχεδόν άγνωστος μέχρι σήμερα φόβος, μήπως και οι ίδιοι βρεθούμε δίπλα σε τουαλέτες και σκυλιά. Και είναι ανθρώπινος αυτός ο φόβος, δεν τον κατακρίνω.
Σε χειρότερη κατάσταση, σε χειρότερη θέση. Πάντοτε, μέχρι σήμερα υπήρχε η θεωρία για «την χειρότερη κατάσταση συνανθρώπων», που λειτουργούσε σχεδόν ευεργετικά, μιας και στη σύγκριση πάντα εμείς ζούσαμε καλύτερα, σαν τα τέλη στα παραμύθια. Τώρα όμως που και η δική μας κατάσταση χειροτερεύει καθημερινά, οι αληθινά φτωχοί αποτελούν πραγματική απειλή: τους κοιτάς και φοβάσαι ότι τους πλησιάζεις, μήπως και αναγκασθείς να βρεθείς στην ίδια θέση.
Κατάφατσα, λοιπόν, για πρώτη φορά στην αναγκαιότητα της ζωής, αυτή η εποχή είναι ίσως η πιο πρόσφορη για ανθρώπινη βοήθεια. Η εικόνα βεβαίως που έχουμε για την ελεημοσύνη είναι ισχνή και στρεβλή, ίσως γιατί ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι είμαστε αρκετά πλούσιοι για να είμαστε στη θέση αυτού που δίνει, και σαφώς όχι στη θέση αυτού που παίρνει.
Οι περιγραφές που διαβάσαμε στα μυθιστορήματα του Ντίκενς για την φτώχεια και την αλληλεγγύη δεν επαρκούν πια, γιατί μπορεί να μας δίδαξαν να διακρίνουμε την φτώχεια με ένα αίσθημα λύπησης (για τον εαυτό μας κατά βάθος) και ενοχής (για τον εαυτό μας και πάλι), αλλά δεν μας έμαθαν πώς να μοιραζόμαστε όσα έχουμε.
Το σπίτι μου από το Ζάππειο είναι πέντε λεπτά δρόμος με τα πόδια. Εγώ όμως πόσο μακριά βρίσκομαι από το παγκάκι δίπλα στις τουαλέτες;
Δεν μπορεί ένα άτομο να εξαλείψει την δυστυχία όλου του κόσμου. Μπορεί ωστόσο να διαθέσει ώρες από την εβδομάδα του βοηθώντας στο έργο μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, όποιον ξέρει πως έχει ανάγκη. Ο Άγιος Νικόλαος στα Εξάρχεια ταΐζει καθημερινά πάνω από 100 αστέγους, το Χαμόγελο του Παιδιού παρέχει δωρεάν μαθήματα σε άπορα παιδιά σχεδόν σε κάθε πόλη στην Ελλάδα, ο Προφήτης Ηλίας στο Παγκράτι πληρώνει το ρεύμα σε αρκετές οικογένειες και έχει καθημερινά συσσίτια, ο φούρνος στη γειτονιά μου δίνει ψωμί και γάλα, η μακαρίτισσα πια καθηγήτρια γαλλικών μου Σοφία Καβούρη μάζευε τα Σάββατα στο σχολείο όσα παιδιά ήθελαν και δεν μπορούσαν οικονομικά και τα προετοίμαζε για να δώσουν για γαλλικά διπλώματα.
Όλοι κάπως μπορούμε. Με ένα πιάτο φαί, μια κουβέρτα, δυο λέξεις. Με δωρεάν μαθήματα, δωρεάν ιατρικές εξετάσεις, δωρεάν νομική βοήθεια. Δίνοντας ίσως 1% από το εισόδημά μας αποκλειστικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κάθε μήνα συστηματικά για τα επόμενα 5 χρόνια. Όλοι όσοι παίρνουμε χρήματα μπορούμε να δώσουμε 1%. Σε όποιον κρίνουμε ότι τα έχει ανάγκη. Αντιγράφω την πρόταση ενός άλλου αναγνώστη, την οποία όταν τη διάβασα βρήκα ολόσωστη. Το πιο σημαντικό είναι να δώσουμε σε όλα μας τα συναισθήματα μια διάσταση αποτελεσματικότητας και χρονικής διάρκειας, να γίνει η προσφορά τρόπος ζωής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News