483
|

Λισαβώνα: η ανορθόγραφη πόλη

Λίνα Παπαδάκη Λίνα Παπαδάκη 30 Ιουλίου 2011, 07:16

Λισαβώνα: η ανορθόγραφη πόλη

Λίνα Παπαδάκη Λίνα Παπαδάκη 30 Ιουλίου 2011, 07:16

Στα ελληνικά κυκλοφορεί με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Λισσαβώνα – Λισαβώνα – Λισαβόνα – Λισσαβόνα. Ο μύθος θέλει τον Όμηρο να την αναφέρει, η ιστορία τής αναγνωρίζει το πέρασμα, τον δρόμο προς την Ινδία. Ο μεγάλος της θαλασσοπόρος Βάσκο ντα Γκάμα συνεχίζει να κοιτάει ακόμα πιο μακριά.

Όταν μένεις στην Αθήνα, είσαι στο ένα άκρο. Πρέπει να φθάσεις στην απέναντι γωνία για να λύσεις την εξίσωση της βάσης. Η Ευρώπη έχει είσοδο και έξοδο. Ατλαντικό και Ασία.

Η Λισαβώνα είναι φιλική στον χρήστη, είτε αυτός είναι περαστικός είτε μόνιμος, τουρίστας ή μετανάστης. Στα ενωμένα της βότσαλα, «ζωγραφική» πεζοδρομίου, στέκουν καμαρωτά αιώνες τα στοιχεία της μείξης. Οι «μαύρες» αποικίες εκδικούνται με την τέχνη. Η μαροκινή αρένα, κόκκινη, επιβλητική, δίνει το στίγμα. Η πόλη που έχει τον κόκορα για σύμβολο, τολμά και μπλέκει ρυθμούς, μουσικές, ανθρώπους, υλικά ζωής.

Αν και μπερδεμένη και πιεσμένη οικονομικά, δεν γκρινιάζει. Βάζει τη φαντασία της και δημιουργεί. Η τέχνη είναι το σπίτι μας και η γεύση η μηχανή μας. Στην μπλε και άσπρη πορσελάνη της χώνει φρούτα της θάλασσας, καρυκεύματα ανατολής, λάδι μεσογείου και μαγειρεύει χωρίς συνταγή. Η Λισαβώνα πρωτοπορεί.

Όχι γιατί συναγωνίζεται σε ιδέες και κουλτούρα το Βερολίνο ή το Λονδίνο, ούτε σε ιστορία το βάρος της Ρώμης ή του Παρισιού. Αλλά γιατί αυτή τα έχει όλα σε δόσεις μικρές. Θλίψη και μεγαλείο. Αναρχικούς και πιστούς χριστιανούς. Μαύρους και άσπρους. 

Στη Λισαβώνα δεν χρειάζεται να μιλάς ξένη γλώσσα. Όλα κάτι σου θυμίζουν. Όλα κάτι τους θυμίζουν.

Ο τόπος δεν απομονώνεται απ’ τους ανθρώπους του. Έτσι και η μικρή πόλη που χτίστηκε σε 7 λόφους, με ένα ποτάμι ανάμεσα στα πόδια της να χύνεται στη θάλασσα μεγαλώνει απ’ τις προκλήσεις της.

Ύψωσε τον Ιησού ψηλά να την ελέγχει και γέννησε τον Ζοζέ Σαραμάγκο που χαρακτήριζε  τη Βίβλο «εγχειρίδιο κακής ηθικής» και «κατάλογο με ό,τι χειρότερο έχει η ανθρώπινη φύση». Και τόλμησε στο μεγαλύτερό της μοναστήρι, μπροστά στη θάλασσα, στο Μουσείο σήμερα του Αγίου Ιερώνυμου να στήσει τις επιτύμβιες στήλες του ευγενούς (λόγω καταγωγής) και βάναυσου (λόγω συμπεριφοράς) Βασκο Ντα Γκάμα και του ιδιόρυθμου ποιητή της Φερνάντο Πεσσόα. Ο αναρχικός τραπεζίτης που στις αρχές το 1922 πίστευε ότι τα λεφτά σου δίνουν την ελευθερία, έζησε και πέθανε στη Λισαβώνα. Ανάμεσα στα χιλιάδες γραπτά του που βρέθηκαν στο μπαούλο, υπήρξε κι αυτό:

«Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε –  μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας».

Και 7 ακόμα ρεαλισμοί για την πόλη: φθηνά ποτά (5 ευρώ καϊπιρίνια μαύρη), φθηνό ταξί (7 ευρώ προς και από το αεροδρόμιο), φθηνά θαλασσινά (33 ευρώ 2 άτομα με αστακό, δυο μεγεθών γαρίδες και καβουρόψυχα), φθηνός καφές (στο Brasileira, στέκι καλλιτεχνών τύπου φίλιον με το άγαλμα του Πεσσόα σταυροπόδι ένα 2πλος εσπρέσσο και ένας καπουτσίνο με μικρό μπουκάλι νερό 5.20), μουσεία (βιβλιοθήκες, μνημεία) για «κανονικούς» ανθρώπους, πτήση απευθείας, καιρός καλοκαιρινά δροσερός.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News