Η φωνή του Τάσου Γιαννίτση έτρεμε ελαφρώς. «Δεν σας κρύβω ότι είμαι πολύ συγκινημένος», άρχισε την ομιλία του. Και δεν ήταν μια εύκολη ομιλία. «Σήμερα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη αλλά σημαντική και τιμητική στιγμή για εμένα και την αδερφή μου, Ελένη Καππέτου που σε ηλικία οκτώ ετών έζησε από κοντά την ιστορία αυτή, όπως και όλη η οικογένειά μου», συνέχισε.
Η «ιστορία αυτή» είναι καθαρά κινηματογραφική. Ο πατέρας του Τάσου Γιαννίτση, Κωνσταντίνος, αποφάσισε να σώσει την οικογένεια του Εβραίου φίλου του Ασέρ Μωυσή, και τα κατάφερε. Σε μια άρτια και σπουδαία τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Κολέγιο Αθηνών το μεσημέρι της Δευτέρας, απονεμήθηκε o τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» στον Κωνσταντίνο Γιαννίτση. Τον «Δίκαιο» εκπροσώπησαν τα παιδιά του, Τάσος Γιαννίτσης και Ελένη Καππέτου, ενώ η οικογένεια Ασέρ Ραφαήλ Μωυσή εκπροσωπήθηκε από τον Ραφαήλ Μωυσή και την Shelly Liraz. Μαθητές του Κολεγίου Αθηνών με δρώμενα και μουσική έδωσαν ένα εξαιρετικό μήνυμα αγάπης και αλληλεγγύης ενώ χαιρετισμούς απηύθυναν ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, η Iρτι Μπεν-Αμπα, πρεσβευτής του Ισραήλ στην Αθήνα και ο Δαβίδ Σαλτιέλ, πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου στην Ελλάδα.
Την ιστορία αφηγήθηκε ο Ραφαήλ Μωυσής:
Στην Αθήνα του 1943, όλοι οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να δηλώσουν τα στοιχεία τους, επί ποινή θανάτου. Η ίδια ποινή περίμενε και όσους Χριστιανούς παρείχαν προστασία σε μη δηλωθέντες Εβραίους. Ο πατέρας του, Ασέρ, γνωρίζοντας την τύχη των ομοθρήσκων του στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισε να μη δηλωθεί και να αναζητήσει ταυτότητες με χριστιανικά στοιχεία και καταφύγιο. Τις ταυτότητες με τα πλαστά στοιχεία που θα τους κρατούσαν στη ζωή προμήθευσε ο Αγγελος Έβερτ, τότε διοικητής της Αστυνομίας, (σσ. πατέρας του κατοπινού αρχηγού της ΝΔ Μιλτιάδη Εβερτ).
«Καταφύγιο παραχώρησε δωρεάν, τολμηρά και πρόθυμα, ο φίλος του συμβολαιογράφος Κωνσταντίνος Γιαννίτσης, αφηγείται φορτισμένα ο κ. Μωυσής. Τίποτα σπουδαίο και χωρίς κεντρική θέρμανση, αλλά είχε έναν μεγάλο κήπο και πολλές κότες. Η οικογένεια άρχισε να καλλιεργεί τον κήπο και να ζει αγροτική ζωή.
Εκτός από το σπίτι του Γιαννίτση υπήρχαν άλλα τέσσερα μεγάλα σπίτια στην περιοχή, τα δυο ήταν επιταγμένα από γερμανούς στρατιώτες. Το τρίτο ήταν η Κλινική Κοσκινά και στο τέταρτο έμενε η οικογένεια του Λώρη Μελετόπουλου, μορφωμένου ανθρώπου και φιλοτελιστή. Κάποιοι άλλοι γείτονες ήταν αγρότες και ζούσαν ειρηνικά στην περιοχή, δεχόμενοι την οικογένεια Μωυσή ως χριστιανούς αγρότες. Οσο κι αν απορούσαν τι γύρευε εκεί η οικογένεια ενός μορφωμένου ανθρώπου που εμφανίστηκε ξαφνικά στην περιοχή, δεν έκαναν πολλές ερωτήσεις. Οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Μια μέρα – θυμάται ο κ. Μωυσής – ο ίδιος τεμπέλιασε να πάει στο περίπτερο της Κηφισιάς να αγοράσει εφημερίδα, όπως του ζήτησε ο πατέρας του. Οπότε, σηκώθηκε εκείνος να πάει, παρότι συνήθως απέφευγε να κυκλοφορεί. Στην πλατεία του Πλάτανου στην Κηφισιά είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο έναν δικηγόρο από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν περίμενε ότι τον είχε δει κι εκείνος. Το όνομά του ήταν Γεώργιος Τούντας και δούλευε για την Γκεστάπο. Είχε αναγνωρίσει τον Μωυσή και τον ακολούθησε. Ο Τούντας, όμως, είχε και δεύτερη «επιχείρηση»: μαζί με δυο ακόμη Έλληνες μισθωτούς της Γκεστάπο, τον Γεώργιο Παπαζήση και τον Αντώνη Κασιουλάκη, εντόπιζαν κρυμμένες εβραϊκές οικογένειες και τις εκβίαζαν για χρήματα και τιμαλφή.
«Έτσι συνέβη και με τη δική τους. Εμφανίστηκαν οι δωσίλογοι κι αφού απέσπασαν όσα περισσότερα μπόρεσαν από την οικογένεια, συνέχισαν να ανακρίνουν τον πατέρα τους ώστε να τους αποκαλύψει πού έχει τα τιμαλφή. Όταν κατάλαβαν ότι δεν υπήρχαν άλλα, ήρθε η ώρα να ειδοποιήσουν την Γκεστάπο. Ο πατέρας τους, όμως, είχε μια ιδιοφυή έμπνευση. «Ακούστε, δεν έχω να σας δώσω τίποτε αξίας, αλλά θα σας παραδώσω τον πλουσιότερο Εβραίο της Αθήνας» τους είπε, και ανέφερε το όνομα γνωστού Εβραίου υφασματέμπορα ο οποίος είχε ήδη διαφύγει στην Παλαιστίνη. «Θα σας τον δώσω και θα πλουτίσετε για τρεις γενιές».
«Τους ζήτησε 48 ώρες προθεσμία προκειμένου να τον βρει. Δέχτηκαν την ελκυστική πρόταση, ιδίως με τη βεβαιότητα ότι η οικογένεια δεν θα μπορούσε να πάει πουθενά. Αργά την νύχτα οι δωσίλογοι έφυγαν και η γειτονιά μπήκε να δει τι συμβαίνει. Ο Μωυσής μίλησε στον Λώρη Μελετόπουλο με τον οποίον είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση. Εκείνος πέρασε στη δράση αστραπιαία. Όταν ξημέρωσε και έγινε άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας, μετέφεραν την οικογένεια απέναντι, στην Κλινική Κοσκινά. Ο Κοσκινάς είχε το μεγάλο για την εποχή προνόμιο να διαθέτει αυτοκίνητο. Τους έβαλαν μέσα και τους μετέφεραν σε ένα σπίτι στις Τρεις Γέφυρες».
Η ιστορία έχει ένα τέλος που θα ταίριαζε σε φαρσοκωμωδία. Οι δωσίλογοι πήγαν το πρωί στο σπίτι της Κηφισιάς για να βεβαιωθούν ότι η οικογένεια Μωυσή είναι μέσα. Όταν το βρήκαν κλειστό, παραβίασαν την πόρτα. Από πίσω τους μπήκε και η Χωροφυλακή Κηφισιάς και τους συνέλαβε για την διάρρηξη. Τους πήγαν στα κεντρικά, εκείνοι έβγαλαν τις ταυτότητές τους κι εξήγησαν ότι δεν ήταν κλέφτες αλλά πράκτορες της Γκεστάπο. Ο διοικητής Χωροφυλακής Κηφισιάς, Γεώργιος Πάζαρης απάντησε: «Ξέρω καλά ποιοι είστε. Μπορείτε να διαλέξετε. Ή να πάμε στην Γκεστάπο και να τους εξηγήσω τι κομπίνα έχετε στήσει. Ή να φυλακιστείτε για τη διάρρηξη στην Κηφισιά. Τι προτιμάτε;»
«Φυσικά επέλεξαν τη φυλακή, ενώ αναγκάστηκαν να επιστρέψουν όσα είχαν πάρει από την οικογένεια Μωυσή. Το ίδιο εκείνο βράδυ, ο Πάζαρης πήγε στο καταγώγιο στις Τρεις Γέφυρες και πέρασε στο αριστερό χέρι της μητέρας του Ραφαήλ Μωυσή τα έξι βραχιόλια που είχαν πάρει οι δωσίλογοι την προηγούμενη ημέρα. Δεν τα έβγαλε ποτέ, ως το τέλος της ζωής της.
«Οι δωσίλογοι έμειναν μέχρι την απελευθέρωση στην φυλακή της Κηφισιάς. Ακολούθως, οι δύο καταδικάστηκαν σε ισόβια και πέθαναν στη φυλακή, ενώ ο Τούντας τη γλίτωσε με μια μικρότερη ποινή.
Υπάρχουν κάποιες τρομερά συγκινητικές λεπτομέρειες στην ιστορία. Για παράδειγμα, η γειτονιά ανησύχησε όσο έβλεπε ότι η οικογένεια ήταν κλεισμένη στο σπίτι εκείνο τα πρωινό, λόγω της ανάκρισης. Ετσι, ένας ένας οι γείτονες άρχισαν να χτυπούν την πόρτα με διάφορα προσχήματα. Στις 10.30 εμφανίστηκε κάποιος και ζήτησε προζύμι. Με νεύματα ο Ασέρ Μωυσής του έγνευσε να φύγει. Λίγο αργότερα κάποιος ζήτησε αβγά, έκανε το ίδιο. Εγινε κάποια κινητοποίηση στη γειτονιά, διότι κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά, καθώς τα σπίτια της περιοχής ήταν περικυκλωμένα από Γερμανούς. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ», λέει ο Ραφαήλ Μωυσής με τρεμάμενη φωνή, «ότι βγήκα στον κήπο και είδα να κουνιούνται τα φυτά χωρίς να φυσάει. Άκουσα μια φωνή να μου λέει: φύγε μικρέ! Είχε κατέβει το αντάρτικο κι είχαν κυκλώσει το σπίτι μας έτοιμοι να επέμβουν εάν συνέβαινε κάτι».
Δεν ξέρουμε εάν η απόφαση να κρύψει την οικογένεια προέκυψε από προτροπή του Γιαννίτση ή εάν το ζήτησε ο Μωυσής. Η Τερψιθέα Γιαννίτση ήταν έγκυος στον Τάσο, ενώ η αδερφή του ήταν οκτώ ετών. Διακινδύνευσαν τα πάντα. Όπως και άλλες οικογένειες Χριστιανών. Μέχρι στιγμής, 328 Έλληνες έχουν δεχτεί την τιμή «Δίκαιος των Εθνών» για τη δράση τους στην Κατοχή. «Δεν ήταν ο κανόνας στην Ελλάδα της Κατοχής, ήταν η εξαίρεση, η υπέρβαση. Γι αυτό και τα μηνύματα είναι πολλά και ο σκοπός είναι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, η αναγνώριση κι η ευγνωμοσύνη», είπε ο πρόεδρος του ΚΙΣ στην ομιλία του.
Στη διάρκεια της τελετής, η πρεσβευτής του Ισραήλ αφηγήθηκε την ιστορία της διάσωσης της οικογένειας του δικού της πατέρα το 1943, στην Ιταλία. «Ολες οι εβραϊκές οικογένειες ζουν με το Ολοκαύτωμα μέσα τους», είπε.
Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν την ανησυχία τους για την εξάπλωση του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, ενώ το ίδιο συνέβη με τα πολύ καλοδουλεμένα και εμπνευσμένα δρώμενα των μαθητών του σχολείου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News