Παγκράτι-Λαϊκό-Πανεπιστημιούπολη-Σκοπευτήριο- Πρώτο Νεκροταφείο. Δώδεκα χρόνια ο ίδιος κύκλος. Από τις έξι το πρωί και όσο πάει. Παλιότερα τον έπαιρνε η γυναίκα του «θα ’ρθεις για φαϊ;», τώρα πια σταμάτησαν και τα τηλέφωνα. Προχθές το απόγευμα αποβίβαζε έναν πελάτη στα Άνω Πετράλωνα όταν στη γωνία, λίγο πιο κάτω από το Ζέφυρο, είδε πολύ κόσμο μαζεμένο γύρω από το πεζοδρόμιο. Έβαλε αλάρμ και κατέβηκε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Κάποιος έπεσε από την ταράτσα, του ’παν. Δεν μπόρεσε να δει τον νεκρό μες το πλήθος. Σήκωσε τα μάτια μέχρι το τέλος του τριώροφου, κάπου ανάμεσα στις γλάστρες είδε ένα κενό. Από ’κει μάλλον θα έφυγε ο άνθρωπος. Μετά είδε δυο παιδιά, γύρω στα δεκαπέντε, το κορίτσι ούρλιαζε στην αγκαλιά του αγοριού κι εκείνο τρανταζόταν κρατώντας την, σχεδόν αθόρυβα. Μπήκε στο ταξί, έκλεισε τα μάτια, συνέχισε τη βάρδια.
Σήμερα το πρωί πήρε ένα κορίτσι. «Πανόρμου στο ύψος του μετρό θα με πάτε», του είπε εκείνη γελαστά. Στο ραδιόφωνο «σύσσωμη η ελληνική Βουλή εκφράζει τον πόνο της για τον χαμό του…». Το κορίτσι άρχισε να λέει πόσο φοβερό ακούγεται να ανεβαίνει κάποιος σε μια καρέκλα, να χώνει το κεφάλι του σε μια θηλιά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι, εκεί δίπλα στα παιδιά του να… Την κοιτούσε σιωπηλός μέσα από τον καθρέφτη. Ήταν ένα νέο κορίτσι με μάτια που ακόμη ακτινοβολούσαν. «Σαν αναλώσιμοι» της είπε διακόπτοντάς την θυμωμένα.«Όλους μάς κάνανε νούμερα. Αριθμούς μέσα σε θηλιές πάνω στις ταράτσες, μέσα στα υπόγεια των σπιτιών μας». Μάλλον την τρόμαξε με την φόρα που της τα ’πε. Μαλάκωσε την φωνή του, συνέχισε «Δεν ζυγίζονται έτσι τα βάρη των ανθρώπων κορίτσι μου. Είναι πολύ λάθος οι υπολογισμοί τους». «Έχετε δίκιο» του είπε η μικρή, περισσότερο μάλλον για να συμφωνήσει μαζί του θεωρητικά, παρά γιατί είχε καταλάβει. «Σαν αναλώσιμοι. Αναλώσιμα τα σκοτάδια του καθενός, τα έβαλαν όλα μαζί το ένα κάτω από το άλλο στην ίδια πρόσθεση. Αλλά κανείς τους δεν νοιάστηκε να μάθει πώς στα αλήθεια περνάνε τα βράδια, πώς έρχεται το ξημέρωμα τόσων κακοφαγωμένων ζωών, πόσα μαύρα νερά κατεβάζουν οι μέρες, τι απέμεινε από τόσα σπλάχνα μέχρι να φθάσουν στο τίποτα. Αυτοκτονίες, καρδιακά, εμφράγματα, ψυχιατρεία, ταράτσες, τόσες θηλειές στο λαιμό περασμένες ασφυκτικά τόσων ανθρώπων…».
Στο φανάρι της Σούτσου γύρισε και την κοίταξε. Κατευθείαν ίσια στα μάτια. «Αυτή η Σούτσου είναι ο χειρότερος δρόμος της Αθήνας» έλεγε το κορίτσι. Απροστάτευτοι στόχοι, αυτό γίνανε όλα τα παιδιά σκέφτηκε εκείνος «… πάντα δίνουν προτεραιότητα στην Αλεξάνδρας οι τροχονόμοι και με τα σταματημένα φορτηγά ο δρόμος πήζει τρελά…» συνέχισε αυτή. Δεν την άκουγε, τι σημασία είχαν οι λέξεις της, φθάνει που ήταν ακόμη δροσερή, και αυτό ήταν στα αλήθεια πολύ σπουδαίο.
Στο ραδιόφωνο ψάχνουν να δουν το πρόσωπο του τέρατος, αυτού που δίνει βία παίρνοντας ζωές. Μαζεύουν λοιπόν απ’ τα πατώματα όλα τα σάλια, ό,τι απέμεινε από τόσες βρισιές, τις κατάρες, τα φτυσίματα, τα γλειψίματα, άπειρες άθλιες πράξεις και λέξεις, τα ανακυκλώνουν, τα ζυμώνουν, τα αναμασούν και ύστερα τα ξαναφτύνουν. Οι ειδήσεις ξεφτίζουν επίτηδες την κεντρική ιδέα και μετά την προσπερνούν καταπίνοντάς ή ποδοπαντώντας την. Όλα τα έκαναν νούμερα, αντικαταστατά υλικά που και τι έγινε αν πεταχθούν, την θέση τους θα πάρουν τα επόμενα, για όσο βέβαια αντέξουν και εκείνα. Στην ανηφόρα της Πανόρμου μπόρεσε επιτέλους να το πει. Ίσως και να θέλησε δηλαδή.
«Άμα έχεις χάσει κορίτσι μου το παιδί σου, καμιά κρίση δεν σε αγγίζει, ποτέ. Μονάχα που θυμώνεις με τόσους αριθμούς, γιατί αν και όλοι τους αναφέρουν, κανείς δεν τους ζυγίζει». Το κορίτσι έδωσε τα πέντε ευρώ, εκείνος της επέστρεψε είκοσι λεπτά ρέστα και κοιτάχθηκαν μέσα από τον καθρέφτη. Με ένα βλέμμα σχεδόν συντροφικό, σαν παρήγορο χάδι. Το κορίτσι κατέβηκε γεμάτο δάκρυα, εκείνος ξαναφορτώθηκε τη θηλειά του και καθένας συνέχισε το δρόμο του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News