Τις πρώτες μέρες που άφησα πίσω μου την πόλη άκουγα ακόμη την καρδιά της να πάλλεται στο στήθος μου. Ήταν ένας ήχος αργός, υπόκωφος, σταθερός, και συνάμα βασανιστικός. Σήμερα αν και ο ήχος από τα τραυματισμένα βήματα των Αθηναίων στα φλεγόμενα πεζοδρόμια σβήνει σιγά σιγά και αντικαθίσταται από το λάλημα ενός πετεινού τα πρωινά, και τους πρωινούς εκκλησιαστικούς ύμνους που ψέλνει ο γείτονας μας στο παιδί του αντί για παιδικά τραγουδάκια -σήμερα του τραγουδούσε το Χριστός Ανέστη- αναλογίζομαι τη χρονιά που πέρασε και τη σημασία της.
Τι μας άφησε ο βαρύς χειμώνας της Αθήνας; Τι κουβαλάμε στην ψυχή μας από το πέρασμα της Χίμαιρας της κρίσης; Τα σημάδια είναι ακόμη εμφανή στο κέντρο της πόλης, τα σπασμένα μάρμαρα δεν αφήνουν κανέναν να ξεχάσει. Τα σημάδια είναι ακόμη νωπά και επάνω στο δέρμα μας, σαν να κουβαλάμε όλοι εγκαύματα από τη λαίλαπα της φωτιάς εκείνης της νύχτας του Φεβρουαρίου. Θυμάμαι είχα δακρύσει εκείνο το βράδυ, όταν καίγονταν ένα ένα τα κτίρια του ιστορικού κέντρου.
Μαθαίνω, καίγεται η Αρκαδία, το Άγιο Όρος, για ακόμη μια φορά η κρυμμένη, η μυστική φλέβα της ιδιοσυγκρασίας ενός λαού: η φύση. Σαν να ‘λειψα πολύ καιρό. Δεν θυμάμαι την οργή των ανθρώπων. Μετά από καιρό αισθάνομαι ίσως για πρώτη φορά λεύτερη.
Βλέπω τηλεόραση αποσπασματικά σε μια πλατεία, κάτω από έναν πλάτανο. Βλέπω καθαρά. «Τι έχεις σήμερα να πουλήσεις μαύρε;» ερωτά ένας ντόπιος τον πλανόδιο Πακιστανό μικροπωλητή. Βλέπω την απόγνωση στα μάτια του. Βλέπω την απόγνωση για ένα χάλκινο μετάλλιο στα μάτια ενός Έλληνα, «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» είχε πει κάποτε μια αθλήτρια. Βλέπω τους πολιτικούς να μετρούν τα φασούλια, που όμως δεν βγαίνουν. Ακούω νέα σχέδια για εφεδρεία στο δημόσιο, αλλά να, τώρα αυτόν τον Αύγουστο, λίγες μόνο μέρες πριν ευλογήσει τη γη η Παναγιά, σαν να είμαστε όλοι οι Έλληνες σε εφεδρεία.
«Να ελευθερωθεί η Ελλάδα και θα σε ξαναφτιάξω εγώ Παναγιά μου» είπε το 1822 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης όταν επισκέφθηκε την γκρεμισμένη Αγία Μόνη των Κυθήρων. Ήρθε τότε φορτωμένος με όπλα ο στρατηγός σε γη Άγγλων και του έλεγαν να ξαρματωθεί. Αλλά εκείνος βάδιζε ήδη στο μονοπάτι για τη λευτεριά. Οι Δεκαπεντηστές-το έθιμο ορίζει οι πιστοί να διαμένουν από την πρώτη Αυγούστου έως τις 15 στη μονή με νηστεία και προσευχή-ακόμη θυμούνται τις διηγήσεις των γιαγιάδων τους, για τότε που κάθε χωριό είχε ένα κελί και έρχονταν στο μοναστήρι με τα πόδια. Χωρούσαν τριάντα νοματαίοι μέσα σε ένα κελί, να όπως σήμερα χωρούν του λόγου τους τριάντα Αιθίοπες σε ένα δυάρι στην Κυψέλη. Στο ύπνο δεν έβγαζαν καν τα παπούτσια τους, για να μην βρομίσει το δωμάτιο.
Ελευθερώθηκε η Ελλάδα. Έστειλε και ο Κολοκοτρώνης τα χρήματα να ξαναχτιστεί η Αγία Μόνη. Ίσως για αυτό το πρόσωπο του Αρχάγγελου Μιχαήλ, στο τέμπλο του ναού, να είναι φιλεύσπλαχνο και όχι αυστηρό, καθώς η ψυχή του ανθρώπου παλεύει ανάμεσα στον διάβολο και στον Θεό. Ίσως για αυτό να συγχωρεί, γιατί καλό έγινε κάποτε στον τόπο αυτόν. Τόπος Θεού, τόπος Δαιμόνων. Τώρα, σε ένα ύψωμα, στον δρόμο της επιστροφής, ένας αίγαγρος στέκεται αγέρωχος στον γκρεμνό. Ατενίζει τη θάλασσα, οσμίζεται τον αέρα. «Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμα του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται»*. Κι εμείς από τον κάμπο τον θαυμάζουμε και τον καλούμε. «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε σαν Θεό». Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται.
Αχ ας μην είχε κατεβεί ποτέ από την κορφή στους κάμπους. Ας είχε ακούσει τον ποιητή. Δεν είχε ό,τι ήθελε εκεί ψηλά, δεν είχε πάνω από όλα την λευτεριά του; Γιατί να προτιμήσει του κάμπου τις κατσίκες; «Γεια και χαρά σου Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους!»
ΥΓ.: Ο αίγαγρος στέκεται ακόμη ακλόνητος επάνω στον βράχο. Ένας άνθρωπος σηκώνεται για να τον φωτογραφίζει. Πως αλλάζουν τα πράγματα τόσο γρήγορα; Πως βιαστήκαμε έτσι όλοι να αφήσουμε πίσω μας τα πολυόμματα πτερωτά μας; Δεν βλέπουμε τον αίγαγρο. Γιατί να του φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Ούτε ο ήχος από τα βήματα μας δεν τον κλονίζουν, στέκει στητός στα πόδια του. Και ο ήλιος εδώ κάθε πρωί σηκώνεται ανάμεσα στα κέρατα του.
*Από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Του αίγαγρου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News