(Διαβάζεται καλύτερα υπό τους ήχους του «Σπίτι Παλιό» από τη Βίκυ Μοσχολιού)
Και ξαφνικά, βρίσκεσαι σε ένα παλιό σπίτι των Ιωαννίνων, απέναντι από τα τείχη του Κάστρου, το οποίο έχει μετατραπεί σε μπυραρία και πιάνεις τον εαυτό σου να νοσταλγεί. Να νοσταλγεί τα καλοκαίρια εκείνα, που η παιδική περιέργεια και η ανάγκη να ανακαλύψουμε κάτι νέο, μας έκανε να θέλουμε να εισβάλλουμε σε εκείνο το σπίτι στο χωριό. Να ανακαλύψουμε κάτι νέο για μας, το οποίο όμως κουβαλούσε τη μαγεία του παρελθόντος. Ήταν, θυμάμαι ένα σπίτι, περιτριγυρισμένο με ψηλό πέτρινο μαντρότοιχο και στην είσοδό του, υπήρχε αυτή η επιβλητική ξύλινη πόρτα, με την κλειδαριά και τις αλυσίδες. Ήταν ένα σπίτι, που ακατοίκητο πια, μας έκανε να πλάθουμε ιστορίες για φαντάσματα, που επέστρεφαν κάθε βράδυ για να στήσουν χορό και να ζήσουν, όσα δεν πρόλαβαν εν ζωή. Όχι, δε θα μας φόβιζαν τα φαντάσματα, ούτε θα μας σταματούσε η πιθανότητα να μας «τσακώσουν» οι μεγάλοι. Κι έτσι, αποφασίσαμε να μπούμε. Σκαρφαλώσαμε στην ψηλή μάντρα, σκίσαμε τα γόνατά μας, αλλά τα καταφέραμε. Βρεθήκαμε στην αυλή, στην οποία δεν έβλεπες, παρά μόνο αγριόχορτα. Και τώρα, πώς μπαίνουμε μέσα στο παλιό σπίτι; Η τύχη ήταν μαζί μας. Μία από τις πολλές ξύλινες πόρτες, είχε ξεχαστεί ξεκλείδωτη. Ανοίγοντάς τη, άνοιξε μπροστά μας ένας μαγικός κόσμος. Ατέλειωτοι διάδρομοι, ταβάνια που άγγιζαν τον ουρανό, σκονισμένες βιβλιοθήκες, παλιά εικονίσματα, κουνιστές καρέκλες, εσωτερικές σκάλες, τζάκια και το καλύτερο… καταπακτές! Στις οποίες, δεν κατοικούσαν βέβαια οι ψυχές τιμωρημένων παιδιών, που είχαν ξεχαστεί εκεί, όπως φανταζόμασταν. Η απλότητα και ταυτόχρονα η αρχοντιά αυτού του σπιτιού, μας έκανε, όλους τους «εισβολείς» εκείνης της νύχτας, να δώσουμε όρκο πως «όταν μεγαλώσουμε, θα αγοράσουμε από ένα τέτοιο σπίτι για να στεγάσουμε την οικογένειά μας».
Απ’ όσο ξέρω, κανείς μας δεν τήρησε τον όρκο του. Όμως είχα την τύχη να γνωρίσω ανθρώπους που, μαγεμένοι από την επιβλητικότητα κάποιας παλιάς γιαννιώτικης οικίας, θέλησαν να την κάνουν σπίτι τους, χωρίς όμως να αλλοιώσουν το μοναδικό της χαρακτήρα. Όπως, η Αρχιτέκτονας Φωτεινή Παπαγεωργίου-Τζέκα, η οποία κατοικεί, μαζί με την οικογένειά της σε ένα σπίτι που «κουβαλάει» μεν το παρελθόν και τη γοητεία του, αλλά έχει μετατραπεί σε έναν σύγχρονο χώρο. Το σπίτι αυτό, βρίσκεται στο Κάστρο των Ιωαννίνων, κάτω από την ακρόπολη του Ασλάν πασά και όπως αναφέρεται σε σχετική έκδοση της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, «Τοξωτή διπλή κλίμακα, μπροστά από στοά-χαγιάτι, οδηγούσε σε ανοιχτή κρεββάτα, οι ξύλινοι κιονίσκοι της οποίας φέρουν τα χαρακτηριστικά τόξα, πολλαπλής καμπυλότητας…». Πώς είναι άραγε να ζεις σε ένα τέτοιο σπίτι; Είναι σα να σταμάτησε να κυλά ο χρόνος. Η σωστή διαρρύθμιση των χώρων, η απλότητά του και το «άρωμα» των ρομαντικών χρόνων εκείνης της εποχής που παραμένει ανεξίτηλο στη διάρκεια των χρόνων, το καθιστούν ιδανικό. Παράλληλα, δε σταματάς ποτέ να το θαυμάζεις. Εξάλλου, το γιαννιώτικο λαϊκό σπίτι έχει δημιουργήσει πρότυπο, που δύσκολα σήμερα επαναλαμβάνεται.
Η αγάπη της Φωτεινής όμως για τα σπίτια αυτά, δε σταμάτησε εκεί. Επέλεξε να στεγάσει την ιστορική εφημερίδα «Ελευθερία», σε ένα μοναδικό οίκισμα της οδού Κωλέττη. Το αρχοντικό αυτό, ανήκε στη φημισμένη οικογένεια των «Τσιγαράδων» που κατείχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία της Βενετίας, τον 16ο αιώνα. Έτσι, έδωσε και το όνομά του στην παλιά αυτά συνοικία, της οποίας όμως σήμερα, ο χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί. Μόνο το αρχοντικό αυτό, στέκει αγέρωχο, επιβλητικό, προσελκύοντας το βλέμμα του περιπατητή.
Ζούμε σε μια πόλη, που δε φτάνει μια ζωή για να ανακαλύψεις κάθε της γωνιά, κάθε παλιό αρχοντόσπιτο, κάθε συνοικία που «ξεπήδησε» από το παρελθόν. Δε σταματάς ποτέ να θαυμάζεις τις ξύλινες πόρτες, τα καφασωτά παράθυρα και τα μικρά μπαλκονάκια με τις γλάστρες. Ευτυχώς για μας, που στην πόλη των θρύλων και των παραδόσεων, το παρελθόν είναι ακόμη ζωντανό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News