(Διαβάζεται καλύτερα υπό τους ήχους του La Veillée του Yann Tiersen)
Διασκέδαση. Μια λέξη που για πολλούς σημαίνει ακόμη πολλά, παρά τα λίγα ευρώ στην τσέπη. Για άλλους, πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Κι αυτό γιατί, ίσως την έχουν συνδυάσει με ξενύχτια, πολυκοσμία και πολύ δυνατή μουσική. Και πλέον, «δεν είναι αυτοί για τέτοια», θέλουν την ησυχία τους. Να τελειώσουν τη δουλειά και να ξεφύγουν από τη δίνη της καθημερινότητας, πίνοντας το ποτό τους κάπου όμορφα, συζητώντας και να πάνε ήσυχα για ύπνο. Και στα Γιάννενα, υπάρχουν και οι δύο αυτές κατηγορίες. Συνήθως, η δεύτερη δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Δηλαδή, δε θα βγει Σάββατο βράδυ και δε θα πάει στη mainstream οδό Δωδώνης.
Ναι, αλλά και πού να πάει; Μέχρι πριν από ένα–δύο χρόνια, δυστυχώς οι απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση ήταν ελάχιστες. Έλα, όμως που ανακαλύψαμε τις στοές της οδού Ανεξαρτησίας. Ή, μάλλον, τις ξανα-ανακαλύψαμε. Γιατί, πάντα κάπου εκεί ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα κτήρια, που συνορεύονται στον χρόνο µε τα παλιά εργαστήρια και τα εµπορικά καταστήµατα, υπήρχαν κρυμμένοι, μικροί «θησαυροί» διασκέδασης. Τα τελευταία χρόνια όμως, στα παλιά χάνια, εντός των στοών, στη θέση των ερειπωμένων αποθηκών, ξεφυτρώνουν νέα μπαράκια, με προσωπικότητα.
Και δε χρειάζονται «παρακάλια» για να πειστείς να διαβείς το κατώφλι τους. Γιατί, πριν καν το κάνεις, έχεις ήδη μαγευτεί από το περιβάλλον που στεγάζονται. Είναι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των στοών. Η ρετρό αισθητική τους. Το άρωμα παλιάς πόλης που αποπνέουν. Και φυσικά, η αίσθηση καταφυγίου, από τη βοή της πόλης.
Εικόνες από το παρελθόν ξεπηδούν αίφνης μπροστά σου και παίρνουν φως από τα φαναράκια, αριστερά και δεξιά της οδού. Ασπρόμαυρες εικόνες σαν αυτές που έχεις δει μόνο σε γκραβούρες ή στις σελίδες του βιβλίου «Σεργιάνι στα περασμένα…», του Συλλόγου Παλιών Γιαννιωτών.
«…Οι μαγαζάτορες και οι μαστόροι περνούσαν όλη τη μέρα στα μαγαζιά και στα εργαστήρια τους περιμένοντας τους μουστερήδες (πελάτες). Το πρωί, που τα άνοιγαν, τα σκούπιζαν οι ίδιοι ή αν είχαν παραγιούς ή καλφάδες, ο μικρότερος απ’ αυτούς.
Όλοι είχαν δεφτέρια για να γράφουν το αλισβερίς (δοσοληψία) της μέρας και τα βερεσέδια. Φαΐ μόνο το μεσημέρι έτρωγαν κι αν είχαν πολύ δουλειά "έτρωγαν στο πόδι", που λέμε. Οι περισσότεροι έπαιρναν από το σπίτι τους το πρωί σε πετσέτα το ψωμοτύρι τους ή ελιές ή κανένα κομμάτι πίτα ή μπατσαριά.
Άλλοι έπαιρναν ένα πιάτο πατσιά ή φασολάδα από το γειτονικό μαγέρικο. Μόνο οι μαστόροι ή οι πλούσιοι σχετικά μαγαζάτορες έτρωγαν φρέσκο φαγητό στέλνοντας κάθε μεσημέρι τα καλφούδια ή τους παραγιούς τους στα σπίτια τους να τους το φέρουν σε σαγάνι (χάλκινο πιάτο) με καπάκι.
Όταν κανένας από αυτούς ήθελε καφέ τον παράγγελνε στον καφετζή, που είχε καφενέ σε κάποιο από τα στενοσόκακα ή τις στοές της αγοράς…».
Δεν ξέρω αν είναι μια καινούργια τάση στο πρότυπο των πολυσυλλεκτικών στοών που βρίσκονται στις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού.
Ξέρω όμως ότι είναι ωραία να διαβαίνεις τη σιδερένια πόρτα επί της Ανεξαρτησίας, που σε οδηγεί σε µια πέτρινη στοά, τη στοά Λούλη, που θυµίζει παλιά γειτονιά και κρύβει µνήµες και µύθους… Ή να ανακαλύπτεις τη στοά Μαραμένου, με τα πέτρινα μπαράκια και τα alternative ακούσματα. Κάτω από τις πετρόχτιστες καμάρες. ‘Η να χαζεύεις από το παράθυρο τους περαστικούς, που κοντοστέκονται για να θαυμάσουν την «παλιά» στοά Λιάμπεη, με τις παλιές γλάστρες. Απολαμβάνοντας γλυκό του κουταλιού…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News