«Πολλές φορές τις νύχτες αργά, ίσως στις δύο παρά τέταρτο, κι αν έχει καθυστέρηση ακόμη και στις δυόμισι, μέσα στη σιγαλιά που μεγεθύνει ήχους και βουητά, απορροφημένος καθώς βρίσκομαι σε στίχους του Αισχύλου ή και του Κακναβάτου, ακούγεται ο μακρινός και γνώριμος αχός, το γνώριμο το σφύριγμα. Είναι το τρένο που περνά, τον τρένο των δύο παρά τέταρτο ή και των δυόμισι, αν έχει καθυστέρηση. Για μια στιγμή τότε βρίσκομαι -για μια μόνο στιγμή και φευγαλέα- μες στ’ άδεια του κι ολόφωτα βαγόνια (γιατί άδεια πρέπει να ’ναι! Ποιος τέτοιαν ώρα να πηγαίνει στην Τρίπολη ή και στην Καλαμάτα;). Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην απουσία του κόσμου, του επιβατικού κοινού που άλλοτε καθόταν στις, άδειες τώρα, θέσεις με τα μπαγάζια του, τους μπόγους και τους σάκους, στους νυσταγμένους στρατιώτες που επιστρέφουν απ’ την άδεια, στις γριές με το τσεμπέρι, στα χαραγμένα πρόσωπα αλλά και στους μετανάστες που γυρίζουν την Ελλάδα για ξεροκόμματα δουλειάς. Τα τρένα τα δικά μας δεν έχουν κουστουμιές, γραβάτες κι εφημερίδες πρωινές, δεν έχουν νέους με κινητά και μπαρ και καφετέριες. Έχουνε πέτρινους σταθμούς με δυο δεντράκια απ’ έξω, έχουνε ποίηση πολλή και πόνο πολύ ανθρώπινο. Έχουν και τη φτωχολογιά που την πηγαινοφέρνουν, όταν δεν τρέχουν άδεια.
Τότε πια κλείνω τα βιβλία μου και πάω να βρω τον ύπνο. Λίγο πριν κοιμηθώ περνούν ολόφωτοι απ’ τη σκέψη μου οι «Πέρσες» κι οι στίχοι του άλλου ποιητή, του Έκτορα του Κακναβάτου, ανάκατοι όλοι μέσα στο ίδιο το βαγόνι του φωτισμένου τρένου».
Κάτι τέτοια ποιητικά έγραφα μια χειμωνιάτικη νύχτα, αρκετά χρόνια πριν, ακούγοντας το τρένο να περνά και να σφυρίζει. Μετά τίποτα. Για τέσσερα χρόνια οι γραμμές επισκευάζονταν. Δεν ξέρω πόσα χρήματα σπαταλήθηκαν αδίκως. Και τα τρένα, αφού ξαναζωντάνεψαν για λίγο, έσβησαν ολοσχερώς σαν κεριά στο ξεροβόρι.
Και πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή και τράβηξα φωτογραφίες των σταθμών. Μετά από λίγο καιρό θα ερειπωθούν κι αυτοί εγκαταλειμμένοι στα περιθώρια των προϋπολογισμών και άλλων συγκυριών και μεθοδεύσεων.
Γι’ αυτό ένιωσα έκπληξη όταν το Σάββατο το μεσημέρι άκουσα το γνωστό σφύριγμα. Σταμάτησα ενεός μπροστά στις κατεβασμένες μπάρες. Για μια στιγμή ταξίδεψα κι εγώ στο παρελθόν, μαζί με την αμαξοστοιχία που περνούσε, αργά και περήφανα μπροστά μου, γεμάτη τουρίστες που απαθανάτιζαν στις ακριβές τους κάμερες το ταξίδι. Μετά το Άργος με τ' αρχαία του, οι Μύλλοι του 1821 και η Ανδρίτσα και ο Αχλαδόκαμπος με τις αμέτρητες ελιές και τη μακριά γέφυρα, που ανατινάχθηκε στον πόλεμο από τους Γερμανούς και όλοι πια τούτοι οι τόποι ενταγμένοι στον Καλλικράτειο Δήμο Άργους-Μυκηνών. Ντάκα, ντούκα, ντάκα, ντούκα! Πριν την Τριπολιτσά, το κέντρο του Μοριά, κάποιες μικρές σήραγγες, ίσα-ίσα για να καθρεπτίζεται το πρόσωπό μας στα τζάμια, να ενώνεται το βλέμμα μας με το δικό μας!
Ας είναι. Ας είναι και για μια φορά το μήνα, μια «θεματική εκδρομή» για τους πολυπόθητους τουρίστες. Και για να έχουν κάποιο νόημα οι σιδηροτροχιές, οι χορταριασμένοι πέτρινοι σταθμοί και οι αφύλαχτές τους διαβάσεις.
Κι εμείς να έχουμε πια ξεχάσει ότι με το τρένο δεν μεταφέρεσαι και δεν μετακινείσαι. Ταξιδεύεις!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News