Αυτές τις μέρες των εκλογών ακολούθησα αντίστροφη πορεία από τους υπόλοιπους συμπατριώτες μου. Δεν ταξίδεψα στον τόπο που ψηφίζω, αλλά έφυγα μακριά απ' αυτόν ήδη από την Πέμπτη το πρωί. Πέντε ώρες με το αυτοκίνητο, λες και με κυνηγούσαν. Βέβαια πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω στο internet (ξέρετε, στο δικτυακό τόπο του ΥπΕς, τόσες φορές έχω ψηφίσει στις διάφορες άσχετες δημοσκοπήσεις -ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για προπονητής του Παναθηναϊκού, ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος, ποιο ήταν το καλύτερο γκολ της Κυριακής και τέτοια), αλλά για ψήφο «περιφερειακό» και ευρωβουλής δεν φάνηκε να είχε προβλεφθεί κάτι ανάλογο. Δε γινόταν τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε μία ένδειξη στο ypes.gr για ψηφοφορία μέσω διαδικτύου. Τόσο πίσω είμαστε, λοιπόν; Γι' αυτό τον λόγο επανήλθα στον τόπο μου το απόγευμα πια της Κυριακής, λαχανιασμένος αλλά εγκαίρως.
Όμως η κακοτυχία συνεχίστηκε, γιατί πίστευα ότι θα μπορούσα να ψηφίσω με την πιστωτική μου κάρτα. Η δικαστική αντιπρόσωπος όμως ήταν κάθετη: «Μ' αυτήν ψωνίζουν, δεν ψηφίζουν. Αφήστε, λοιπόν, τις βλακείες, ολόκληρος άντρας, και φέρτε την ταυτότητά σας». Όταν έβγαλα από την τσέπη μου μια τηλεκάρτα, και ρώτησα δειλά μήπως θα μπορούσε να γίνει κάτι μ’ αυτήν, με κοίταξε δολοφονικά κι επανέλαβε αυτό για την «ταυτότητά σας» μαζί με κάτι άλλα που δεν τα έπιασα, κάτι σχετικό με βιβλιάριο υγείας, δίπλωμα οδήγησης, διαβατήριο, Αμκα και τέτοια. Με μουγκρητά απάντησε και στις αιτήσεις μου μήπως έχει κάποια ισχύ το απολυτήριο Γυμνασίου, το πτυχίο μου, το Λόουερ, ένα εξιτήριο από νοσοκομείο, χαρτιά είναι κι αυτά, τέλος πάντων, που δείχνουν ποιος είμαι, έστω μια θαμπή εικόνα μου. Σαν να ήταν έτοιμη να με χαστουκίσει μου φαινόταν.
Την πήρα με το καλό κι άρχισα να της μιλώ για την ταυτότητά μου. Είδα κι έπαθα να της εξηγήσω ότι δεν έχω τέτοιο πράμα, ότι την ταυτότητά μου ψάχνω τόσα χρόνια και δεν τη βρίσκω πουθενά. Χαμένη κάπου ανάμεσα στην Αρχαία Τίρυνθα, στη Δήλο, στην Αγιασοφιά, στο Ματζικέρτ, στα Δερβενάκια, στον Αγιοσπυρίδωνα του Ναυπλίου, στην τρύπα-φυλακή του Παλαμηδίου, στους Άγιους Σαράντα, στη Βάρκιζα, στην Κύπρο, στην καλοκαιρινή Μύκονο. «Την πλαστική, εννοώ, την αστυνομική». Άντε να της εξηγήσω τώρα ότι δεν είμαι αστυνομικός.
Τελικά γύρισα σπίτι μου και βρήκα μια παλιά πλαστικιά, μια αηδία ξεφλουδισμένη με τη φάτσα μου επάνω αγνώριστη. «Είναι δυνατόν να της κάνει αυτή;» αναρωτήθηκα με σιχασιά.
Επέστρεψα πίσω, στο εκλογικό κέντρο, με βαριά καρδιά παίζοντας στα χέρια μου αυτό το ξεφτίδι.
Της έκανε!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News