Δευτέρα, μία και μισή το μεσημέρι, σταθμός Κ.Τ.Ε.Λ στον Κηφισό, σαχάρια ζέστη, μπόχα από την κλεισούρα και το καυσαέριο των λεωφορείων. Έπειτα από έξι ώρες ταξίδι, πήρα τις πέντε μου αποσκευές (2 βαλίτσες, ένας σάκος, ένα laptop και μία τσάντα) και περπάτησα προς την πινακίδα που έγραφε «ταξί, επιβίβαση». Μολονότι υπήρχε πολύς κόσμος, και αντίστοιχος αριθμός ταξί για να τον εξυπηρετήσει, δεν κουνιόταν φύλλο. Οι ταξιτζήδες, έχοντας αφήσει ανοιχτές τις πόρτες, περιπλανιόντουσαν ανάμεσα στους επιβάτες, προσπαθώντας να συνδυάσουν διαδρομές και να τριπλοφορτώσουν κούρσες. Ένας τύπος, γύρω στα σαράντα, με καφέ μαλλί και κόμμωση αλά περουκίνι στην Αννίτα Πάνια, με οδοντογλυφίδα να κρέμεται από τα χείλη και τρία χρυσά δαχτυλίδια τύπου- «καράβι το φεγγάρι στο σώμα κύλησε για άνομα πελάγη κρυφά μας μίλησε»- ρωτάει τη μπροστινή μου, ηλικιωμένη κυρία με κολλημένα ένσημα ήδη στον άλλο κόσμο, «που πάτε;». «Στον Πειραιά», αποκρίνεται εκείνη με φανερή δυσκολία στην ομιλία. «Πειραιά; Α πα πα, εγώ πηγαίνω Νέα Φιλαδέλφεια, δεν μου κάνετε», της απαντάει με ξενέρωτο ύφος ο ταξιτζής, την αφήνει σύξυλη και συνεχίζει να καμακώνει πελάτες.
Δυστυχώς, ο δικός μου προορισμός ήταν το Θησείο, μια απόσταση δηλαδή περίπου δέκα λεπτών. Ο αφελής, περίμενα μισή ώρα, μήπως κάποιος φιλοτιμηθεί και με πάρει. Μάταια. Απεγνωσμένος, κουρασμένος από τα 500 και κάτι χιλιόμετρα, ζαλώθηκα τις αποσκευές και ξεκίνησα προς την Καβάλας, να βρω ταξί από εκεί, να τελειώσει το μαρτύριο. Όχι, εκνευρισμό δεν ένιωθα. Ούτε αγανάκτηση, να πω από μέσα μου «ρε τους καριόληδες τους κιτρινιάρηδες, να τους παρακαλάμε κιόλας». Σαν να είχα αποδεχθεί τη μοίρα μου, σαν να είχα ασυναίσθητα υποχωρήσει μπροστά στο αναπόφευκτο, την επαγγελματική ασυνειδησία δηλαδή του ταρίφα. Άλλωστε, το φαινόμενο δεν μου ήταν πρωτόγνωρο. Βέβαια, τα βράδια, στην περίπτωση που δεν εποπτεύει τη διαδικασία ένα περιπολικό, είναι πολύ χειρότερα. Γιατί, εκτός από τη νύστα και την ταλαιπωρία του ταξιδιού, δεν τολμάς να ξεμυτίσεις από το σταθμό. Είτε θα γίνεις λεία στα αδέσποτα-πιράνχας που κυκλοφορούν είτε θα πέσεις πάνω στις παραφουσκωμένες τραβεστί με τα κάμπριο και θα νομίζεις μέσα στη ζαλούρα σου ότι διακτινίστηκες στη βίλα του Χιου Χέφνερ.
Το βράδυ που ξεκουραζόμουν με τον παιδικό μου φίλο, μετά από ένα κάρο δουλειές, κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, αφαιρέθηκα. Σκεφτόμουν όλο και πιο έντονα το πρωινό περιστατικό. Θυμόμουν το καταπονημένο πρόσωπο της κυρίας, το απαξιωτικό ύφος του ταξιτζή, τους ταξιδιώτες, που ομοίως με εμένα, δεν αντιδρούσαν, κι όλη η κατάσταση μου προκαλούσε σταδιακά έναν ύπουλο εκνευρισμό. Θύμωσα. Με τον εαυτό μου που έμεινε άπραγος. Που δέχθηκα να κουβαλήσω μόνος μου τις βαλίτσες μέσα στη ζέστη. Που δεν βοήθησα τη γιαγιά. Που επειδή είχα προγραμματισμένες συναντήσεις και βιαζόμουν, δεν ασχολήθηκα. Που στην ουσία έκανα τα στραβά μάτια. Με κατέκλυσαν δεκάδες ερωτήματα. Σε μορφή ντόμινο. Το μυαλό μου μιλούσε φωναχτά, ο φίλος μου άκουγε.
Έπραξα σωστά που αδιαφόρησα; Έπρεπε να καλέσω την αστυνομία; Η δική μου συμπεριφορά προήγαγε ακόμη περισσότερο το μπάχαλο; Να τσακωνόμουν; Μα γιατί πρέπει να τσακωθώ για το αυτονόητο; Ήμουν άτολμος; Με κοροϊδεύουν μέσα στη μούρη μου και κάνω την κότα; Κοίταξα τη δουλειά μου και έγραψα τους υπόλοιπους που ταλαιπωρούνταν; Μα καλά, οι άλλοι γιατί δεν έκαναν τίποτα; Είπα από μέσα μου «δεν βαριέσαι, δεν θα αλλάξεις εσύ τον κόσμο;». Πόσες φορές καθημερινά δεν μου συμβαίνει κάτι ανάλογο; Μπας κι έχει δίκιο ο ταξιτζής και κάνω λάθος; Ρε παιδί μου λέω, περιμένει ο άνθρωπος μισή ώρα με σαράντα λεπτά να πάρει πελάτη, το πετρέλαιο έχει ακριβύνει, το κράτος τον έχει αφαιμάξει με τους φόρους, δουλειά δεν έχει λόγω κρίσης, λογικό δεν είναι να επιθυμεί να πάρει μια «καλή» κούρσα; Εκείνη τη στιγμή με διακόπτει έξαλλος ο φίλος μου. «Μήπως είσαι μαλάκας ρε και τόσα χρόνια δεν το έχουμε πάρει πρέφα;»
Στο παραπάνω ερώτημα δεν απάντησα. Όχι επειδή πρόκειται περί ρητορικής ερώτησης, αλλά διότι πραγματικά δεν ήξερα. Ακόμη και τώρα, τέσσερις μέρες αργότερα, απάντηση δεν έχω. Για να το σκέφτομαι, προφανώς και με ενοχλεί. Όπως και τόσα άλλα που βλέπω γύρω μου, όπως και τόσα άλλα που συμβαίνουν στη ζωή μου κι αδρανώ, δεν τα αλλάζω. Αλήθεια, εσείς για αυτά που σας ενοχλούν, τι κάνετε; Σας περνούν οι φίλοι σας για μαλάκες ή αντιδράτε;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News