Αμπελόκηποι Θεσσαλονίκης, Τετάρτη, μέρα γενικής απεργίας, γύρω στις δέκα το πρωί, σε υποκατάστημα ελληνικής τράπεζας- από αυτές που βιάστηκαν να ξανοιχτούν στα ευρύτερα Βαλκάνια και τα εξαγώγιμα μεγαλοστελέχη τους βουλιάζουν στη χλιδή των ιδιωτικών κλαμπ στο Βουκουρέστι (εδώ σερβίρουν την «κοκό» για πρώτο πιάτο, όπου πιάτο βλέπε «γραμμές πάνω στο ipad2»). Η κρίση για αυτούς είναι «inside joke» (εσωτερικό αστείο), γελούν με φουσκωμένες τσέπες, έβγαλαν φράγκα από τα ασφάλιστρα υψηλού κινδύνου και τώρα προτείνουν στις εταιρείες τους τραπεζικά προϊόντα που θα τις διευκολύνουν να αντιμετωπίσουν την κρίση. Οι Αμπελόκηποι είναι σχετικά μια μεγάλη περιοχή, με έντονα τα στοιχεία της γειτονιάς. Στην πλειοψηφία του ο κόσμος προέρχεται από εργατικές οικογένειες, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από πρόσφυγες, κυρίως Ρωσοπόντιους και Αρμένιους.
Αναγκάστηκα να περιμένω στη στριμόκωλη τράπεζα –το μηχάνημα ανάληψης χρημάτων σφύριζε μέσα στο αυτί μιας δύστυχης υπαλλήλου- τουλάχιστον δύο ώρες για να εξυπηρετηθώ. Όχι κάτι σπουδαίο, ένα έμβασμα ήθελα να στείλω. Μην τα πολυλογώ, έκανα περατζάδα στα μισά γραφεία. Δυο κοπέλες, του personal banking (για προσωπικές συναλλαγές) έλειπαν για σεμινάριο. Από τα τρία ταμεία, λειτουργούσε το ένα. Ο κόσμος δεν έχει εξοικειωθεί ακόμη -ή δεν τα εμπιστεύεται- με τα μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών κι έτσι επικρατούσε το αδιαχώρητο. Η ουρά, όπως όπως, είχε επεκταθεί σε όλη την αίθουσα. Διάχυτος εκνευρισμός. Ένα μπέμπης, μέσα από το καροτσάκι του, πετούσε τα παπούτσια του όπου έβρισκε- τα παιδιά έχουν ένστικτο του κινδύνου. Περίμενα υπομονετικά σε μια γωνιά, ώσπου ακριβώς δίπλα μου κάθισε έντρομος ένας κύριος, καμιά πενηνταριά μου φαινόταν. Τον είχε καλέσει η τράπεζα γιατί καθυστερούσε τις πληρωμές. Είχε δυο κάρτες κι ένα καταναλωτικό δάνειο, με μια πρόχειρη σούμα έφταναν τα 14.000. Επάγγελμα ελαιοχρωματιστής, πατέρας δυο παιδιών. Η μία του κάρτα είχε επιτόκιο 18% κι η άλλη 17%, για το καταναλωτικό δεν άκουσα.
Η υπάλληλος τον βάζει στην αρχή να υπογράψει κάτι χαρτιά για την επιβεβαίωση των στοιχείων του. Εκείνος, πολύ αγχωμένος, με ιδρωμένες, τρεμάμενες παλάμες, φέρνει τα δυο χαρτιά μπροστά του και τη ρωτάει γιατί πρέπει να υπογράψει. Όχι μαθημένος από τη μαμά του, να ξέρει που βάζει την υπογραφή και το πουλί του, αλλά με φανερή αμφισβήτηση προς την τράπεζα. Σαν να την είχε «πατήσει» στο πρόσφατο παρελθόν και τώρα ρωτούσε για το κάθε τι, να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη. Με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει, τον έπνιγε η αγωνία. Η υπάλληλος του εξηγεί τρεις φορές -μετρημένες- ότι πρόκειται για μια απλή επιβεβαίωση στοιχείων, και ότι η διαδικασία ήταν αναγκαία αν επιθυμούσε να προχωρήσει στην αίτηση για ρύθμιση. Ρύθμιση σημαίνει ότι η τράπεζα, με δικής της πρωτοβουλία στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρότεινε στον πελάτη της, επειδή είχε διαπιστώσει αδυναμία πληρωμής, να συγκεντρώσει όλα του τα τραπεζικά προϊόντα σε ένα καινούριο, με ένα επιτόκιο της τάξεως του 12% και μία ενιαία δόση. Μάλιστα, αν εγκρινόταν η αίτησή του από τα κεντρικά, θα επιβαρυνόταν και 50 ευρώ για τραπεζικά έξοδα!!!
Με άλλα λόγια, αυτός που λήστευε με τα παράλογα επιτόκια τον πελάτη, παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος ως σωτήρας του για να τον ανακουφίσει από τις δανειακές του υποχρεώσεις. Μην βιάζεστε να κρίνετε, δηλαδή να επιρρίψετε ευθύνη στον πελάτη που «αγόρασε» πιστωτικές και καταναλωτικό. Δεν ήταν όλοι οι συμπολίτες μας άπληστοι και υπερκαταναλωτικοί, δεν γέμισαν όλοι κάρτες τα πορτοφόλια τους για να κάνουν dolce vita, ούτε όλοι πήραν διακοποδάνεια για να τρέξουν στη Μύκονο ή να πάρουν πολυτελή αυτοκίνητα. Ορισμένοι, χωρίς κανένα ίχνος λαϊκισμού, τα είχαν πραγματική ανάγκη. Ο κύριος, αφού υπέγραψε τα χαρτιά με μισή καρδιά, άκουσε την ανάλυση του χρέους του. Μονολογούσε ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του. «Ακόμη 3.040 ευρώ είναι η κάρτα, τόσο ήταν και πριν δυο χρόνια». Η υπάλληλος επέμενε. «Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να ανταποκριθείτε στις δόσεις σας, πρέπει να κάνετε ρύθμιση».
Το πρόσωπο του ελαιοχρωματιστή είχε κρεμάσει από την απελπισία. Ένιωθα ότι του τσαλαπατούν την αξιοπρέπεια, τον έβλεπα να μαζεύεται, έδινε την εντύπωση ότι αισθανόταν σαν σκουπίδι, τιποτένιος. Κυρίως ανήμπορος και αβοήθητος. Η νέα σύμβαση δεν ήταν σωσίβιο, αλλά θηλιά. Όταν τον ενημέρωσαν για το ποσό της καινούριας μηνιαίας δόσης, λες κι ο χρόνος πάγωσε. Έκανε υπολογισμούς μέσα στο κεφάλι του, να δει πως θα τα βγάλει πέρα. Σαστισμένος κοίταξε την υπάλληλο, «θα φέρω αύριο τα υπόλοιπα δικαιολογητικά». Με κατεβασμένο το κεφάλι, μάτια θλιμμένα και βλέμμα χαμένου σκύλου, δεν μπορούσε ούτε να πατήσει το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα ασφαλείας.
Ήξερε ότι με τη νέα ρύθμιση το χρέος του θα επεκτεινόταν για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Αν η τράπεζα του έκανε χάρη να εγκρίνει τη ρύθμιση! Μια ρύθμιση δηλωτικής της τραπεζικής απληστίας. Απληστίας που διαλύει οικογένειες, καταπίνει σπίτια, εξαφανίζει επιχειρήσεις, αφανίζει ολόκληρες γειτονιές και οδηγεί ανθρώπους στην αυτοκτονία. Είναι αφελές να δαιμονοποιούμε τις τράπεζες, μολονότι έστω και μια φορά θα έχει τσαλαπατηθεί και η δική σας αξιοπρέπεια σε κάποιο γραφείο ή κισσέ. Δίχως αυτές δεν θα υπήρχε ανάπτυξη. Αλλά ανάπτυξη που βασίζεται στην απληστία δεν έχει προοπτικές. Μετράει μόνο θύματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News