«Οι ελπίδες μου να βρω στην Ελλάδα συλλογές από σπουδαία χειρόγραφα πάνε χαμένες. Ωστόσο το κενό αυτό μετριάστηκε, ή σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από την παράξενη φύση του τόπου, που χωρίς άλλο αξίζει τον κόπο να γνωρίσει κανείς. Γιατί φαίνεται ότι πουθενά στην υδρόγειο δεν υπάρχει μέρος που να μοιάζει με αυτό. Αληθινά, θα μπορούσε να ονομαστεί το έβδομο θαύμα του σύγχρονου κόσμου», έγραφε το 1779 ο Σουηδός ειδικός στις ανατολικές γλώσσες και πρώτος Ευρωπαίος που πραγματοποίησε επιστημονικό ταξίδι στη Θεσσαλία, Γιάκομπ Γιόνας Μπιόρνστολ.
«Μπορεί κανείς να λέει, να γράφει και να αποδεικνύει οτιδήποτε θέλει, π.χ. ότι οι αρχαίοι Έλληνες είναι νεκροί, ότι η αρχαιότατη φυλή στο σύνολό της έχει εξαφανιστεί ή έχει αναμιχτεί με άλλες και ότι η τωρινή είναι εντελώς διαφορετική. Ωστόσο είναι βέβαιο και σαφές γι’ αυτούς που έχουν μείνει κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες και από την ιστορία γνωρίζουν τους αρχαίους, ότι πρόκειται για έναν και τον αυτό λαό, ότι έχουν τις ίδιες αρετές, τα ίδια ελαττώματα, τις ίδιες ιδιοτροπίες και τον ίδιο τρόπο ζωής καθώς επίσης και ότι έχουν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα», προσέθετε η συμπατριώτισσά του 58χρονη περιηγήτρια, γόνος εύπορης οικογένειας και πρωτοστάτης του γυναικείου κινήματος Φρεντρίκα Μπρέμερ, το 1859. Από την Ελλάδα όπου έμεινε 20 μήνες και την συμπεριέλαβε στο βιβλίο της «Livet i gamla världen» («Η ζωή στον παλαιό κόσμο», 1862, τμήμα του οποίου εκδόθηκε το 2002 στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα και οι Έλληνες την εποχή του Όθωνα»).
Να ευλογήσουμε τα γένια μας; Μα δεν τα ευλογούμε εμείς. Περιηγητές και επιστήμονες, επισκέπτες της Ελλάδας, εδώ και τρεις αιώνες – συνήθως στα δύσκολα – το κάνουν. Και εκτός από το… ευλογητάρι, έχουν καταγράψει γλαφυρά εικόνες μιας άλλης, παλιάς, Ελλάδας, που έχει χαθεί. Όπως ο μέγας Δανός παραμυθάς, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (θυμάστε το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» ή το «Ασχημόπαπο»;), που βρέθηκε, αν δεν το ξέρατε, στην Ελλάδα το 1841 (για ένα μήνα) με υποτροφία του βασιλιά της Δανίας, γνώρισε κυρίως την Αθήνα και τις γύρω περιοχές κι έγραψε γι’ αυτά που είδε στο αυτοβιογραφικό του έργο «Mit Livs Eventyr» («Το παραμύθι της ζωής μου»). «Η Αθήνα μου φάνηκε τόσο μικρή όσο μια κωμόπολη της Δανίας κι έμοιαζε πόλη που την είχαν χτίσει βιαστικά. Αυτά που λένε εδώ παζάρια είναι συνηθισμένοι φιδωτοί δρόμοι με ξυλόσπιτα στις δύο άκρες, όπως σε μια δανέζικη αγορά. Τα μαγαζιά είναι στολισμένα με σάρπες, πολύχρωμες κάλτσες, ολόκληρες φορεσιές και παπούτσια από μαροκινό δέρμα. Φαίνονταν βέβαια λίγο χοντροκομμένα και παρδαλά. Η Αθήνα έχει μερικά ελληνικά ή μάλλον τουρκικά καφενεία κι εκτός απ’ αυτά ένα καινούριο ιταλικό, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα έκανε εντύπωση ακόμα και στο Αμβούργο και στο Βερολίνο» κατέγραφε το 1841.
Και, αλλού, παρατηρώντας τους αεικίνητους και πανταχού παρόντες τεχνίτες: «Είναι σχεδόν όλοι Έλληνες όπως μου είπαν. Είναι χωρικοί, στρατιώτες ή κλέφτες, που χούφτωσαν το μυστρί και το πριόνι, έριξαν μια ματιά στους ξένους εργάτες και αμέσως έγιναν χτίστες, σιδεράδες και μαραγκοί. Οι Έλληνες είναι ένας έξυπνος λαός».
Αυτό το «λιβανιστήρι» για μια άλλη Ελλάδα και άλλα πολλά φωτίζονται, πρώτη φορά οργανωμένα, σε μια διπλή έκθεση, που εγκαινιάζονται την Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019: «Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια περιηγητών από το Βορρά» και «Σύντομες Επ-αναγνώσεις: Τα τεκμήρια του Νικόλαου Κάλας», στη Βιβλιοθήκη των Βορείων Χωρών και στο πλαίσιο του «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» του Δήμου Αθηναίων και του προγράμματος «Οι Βόρειες Χώρες αφηγούνται» από τις πρεσβείες και τα ινστιτούτα των Βορείων Χωρών στην Αθήνα (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία).
«Καταγεγραμμένες επισκέψεις περιηγητών από τις Βόρειες Χώρες στο ελληνικό έδαφος υπάρχουν εδώ και τρεις αιώνες (από τον 17ο), πολύ πριν από τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους. Μιλάμε για αξιωματικούς καριέρας που ήρθαν σε καιρό πολέμου, ευκατάστατους νέους που έκαναν το «μεγάλο ταξίδι», τυχοδιώκτες, επιστήμονες και αργότερα δημοσιογράφους, εθελοντές και πολεμικούς ανταποκριτές».
Παράδειγμα, ο νορβηγός αρχαιολόγος Ίνγκβαλντ Ούντσετ (1853-1893), πατέρας της νομπελίστριας Σίγκριντ Ούντσετ και υπεύθυνος για τη συλλογή αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου της Χριστιανίας στο Όσλο. Ο Ούνστετ ταξίδεψε την Ελλάδα το 1883, με υποτροφία, και έφτασε να εκδόσει το (μη μεταφρασμένο στα ελληνικά) βιβλίο «Fra Akershus til Akropolis». Όπου αναφέρεται και στις συνομιλίες που είχε με το Ερρίκο Σλήμαν, σχολιάζοντας τη σχέση του τελευταίου με τη νεότερη Ελλάδα. Εντυπωσιακή, όμως, είναι η καταγεγραμμένη πρώτη επαφή του με το κάλλος του Ερμή του Πραξιτέλους: Το άγαλμα «ήταν τοποθετημένο όρθιο, στηριγμένο στα σπασμένα του γόνατα, να ακουμπάει σε έναν στύλο στον οποίο ήταν δεμένο με σκοινί κάτω από τα χέρια. Κατάλαβα καλά γιατί ο Δημητριάδης [επόπτης των ανασκαφών] ένοιωσε υποχρεωμένος να απολογηθεί για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν το μεγαλύτερο αριστούργημα της αρχαιότητας. Αυτό το εύρημα από μόνο του μπορεί να δικαιολογήσει ολόκληρη την ανασκαφή!» κατέγραφε ο Ούντστετ το 1883.
«Αιτούμαι συντάξεως ως φιλέλληνας»
Η πιο αστεία, ίσως, ιστορία περιηγητή από τις βόρειες χώρες, που φωτίζεται στην έκθεση, είναι εκείνη του Άνταμ Φρίντελ. Μέλος των Επιλέκτων Πεζικού του δανέζικου στρατού, συναντήθηκε το 1820 με μέλη της Φιλικής Εταιρείας και το 1822 έφτασε στην Πελοπόννησο για να εργαστεί στην προσωρινή διοίκηση της Ελλάδας. «Το όνομά του έχει ταυτιστεί με ένα ιδιόρρυθμο, αναξιόπιστο άτομο, που κυκλοφορούσε με ένα φορητό λιθογραφικό πιεστήριο και συστηνόταν χρησιμοποιώντας ψεύτικους τίτλους ευγενείας. Άλλοι φιλέλληνες της εποχής αναφέρονται στο πρόσωπό του με λόγια κάθε άλλο παρά κολακευτικά. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Φρίντελ προσέφερε ουσιαστική βοήθεια στην επαναστατημένη Ελλάδα. Το 1824, μετά από δύο χρόνια στην Ελλάδα, επιδόθηκε στη λιθογράφηση 24 προσωπογραφιών, κυρίως ηρώων της Επανάστασης (σ.σ.: εκ του φυσικού) και τις εξέδωσε».
Στην ιστορία του παράξενου αυτού ταξιδιώτη φιλέλληνα, η υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης των Βορείων Χωρών, Εύη Χαριτούδη, μου υποδεικνύει μια επιστολή του, με την οποία ζητάει σύνταξη από το ελληνικό κράτος: «Ο υπογράφων, γέρος 82 ετών… ενθουσιασμένος με την υπόθεση της Ελλάδας… ζήτησε, σύμφωνα με έναν νόμο του 1822 της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, σύνταξη για τις υπηρεσίες του ως φιλέλληνα στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας».
Στην ίδια επιστολή του, «αναφέρει ότι εκείνος είχε προτείνει την πρώτη ελληνική σημαία, με τον σταυρό στη μέση, έχοντας ως πρότυπο τη δανική. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται από άλλη πηγή, αλλά θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον και είναι μια πληροφορία που δεν βρήκε χώρο στην έκθεση».
Δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα για τους βόρειους περιηγητές, ακόμη και για κείνους που εξύμνησαν την Ελλάδα προηγούμενων αιώνων. «Οι Αρβανίτες έχουν το συνήθειο πρώτα να παίρνουν από το μη μουσουλμάνο ό,τι έχει απάνω του κι έπειτα να τον οδηγούν αιχμάλωτο πάνω στο βουνό. Στη δύσκολη αυτή θέση βρίσκομαι κι εγώ: ή να παραιτηθώ από το ταξίδι στα ονομαστά μοναστήρια (σ.σ.: όπως τα Μετέωρα), που πρέπει να έχουν εντελώς άγνωστα χειρόγραφα, μερικά από τα οποία θα μπορούσαν να ρίξουν φως στη Βίβλο, ή να ριψοκινδυνέψω ένα ταξίδι, που πολύ γρήγορα θα μπορούσε να μου φορέσει το στέφανο του μαρτυρίου για τα Γράμματα», παρατηρούσε από τη Θεσσαλία του 18ου αιώνα ο Σουηδός γλωσσολόγος Γιάκομπ Γιόνας Μπιόρνστολ.
Τι μαθαίνουμε από την έκθεση στη Βιβλιοθήκη των Βορείων Χωρών; «Οι ντόπιοι είναι ένας σκληραγωγημένος λαός και εργάζονται σκληρά, γεγονός που αποτελεί μεγάλο προτέρημα για την ανόρθωση της χώρας. Εξασκούν όλα τα επαγγέλματα όπως σαγματοποιοί, χαλκοματάδες, υφάντρες, ράφτες, χτίστες και πάρα πολλοί είναι έμποροι», μαθαίνουμε από τον Δανό αξιωματικό στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Μαίζωνα, Άντον Φρέντερικ Τσέρνινγκ (1828).
«Οι εργάτες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν σκλάβοι, μετά έγιναν κλέφτες στα βουνά, και ποτέ δεν είχαν μάθει μια τέχνη. Έτσι ο καθένας, που μπορούσε να αγοράσει ένα σφυρί και μια πλάνη, γινόταν ξυλουργός. Με τον ίδιο τρόπο όποιος αποκτούσε έναν κόπανο, γινόταν χτίστης. Πολύ λίγοι ήταν εκείνοι που ήξεραν να διαβάσουν αριθμούς, κανείς όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ένα σχέδιο. Ήταν απολύτως φυσικό να μην μπορεί να γίνει καλή δουλειά. Οργανώθηκαν τότε μαθήματα για τεχνίτες, με αποτέλεσμα να έχουμε σημαντική πρόοδο», κατέγραφε την κατάσταση, το 1835, ένας από τους δύο αρχιτέκτονες αριστουργηματικών κτιρίων της Αθήνας (μαζί με τον Ερνέστο Τσίλερ), ο Δανός Χριστιανός Χάνσεν. Υπεύθυνος για κτίρια όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Μεταξουργείο (σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών).
Και σε άλλα γραπτά του ο Χάνσεν παρατηρεί: «Στην Αθήνα κτίζονται πάρα πολλά σπίτια, τα περισσότερα όμως είναι κακές κατασκευές. Επειδή υπάρχει έλλειψη στέγης, τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά. Τα κεραμίδια είναι τόσο κακότεχνα τοποθετημένα, ώστε όταν βρέχει δυνατά τη νύχτα πρέπει να έχει κανείς ανοικτή ομπρέλα πάνω από το κρεβάτι του».
Δεν μαθαίνουμε όμως μόνον αυτά. «Είναι δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο, να γίνεις αρεστός στους Έλληνες. Oι απαιτήσεις τους δεν έχουν όρια. Αν τους δώσεις δύο δραχμές, πιστεύουν πως θα έπρεπε να πάρουν τρεις, κι αν τους δώσεις τρεις, θα απαιτήσουν τέσσερις», μαθαίνουμε από τον Βίλχελμ Λάγκους, τον πρώτο Φινλανδό λόγιο που έμεινε στην Αθήνα για έναν χρόνο, μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα (1852).
Η «ερωτική» υπηρέτρια σε μια «σεμνή» χώρα
Ο ίδιος μας παραδίδει και μια πικάντικη ιστορία που αφορά την γυναικεία συμπεριφορά στα ίδια χρόνια: «Στο σπίτι έγινε ένα επεισόδιο ανάμεσα στην υπηρέτρια και τον σπιτονοικοκύρη μας, επειδή το κορίτσι ερωτοτροπούσε όχι με έναν, αλλά με τρεις αγαπητικούς. Φαίνεται πως τα βράδια σκαρφάλωναν στον τοίχο της πίσω αυλής και ανέβαιναν στο διαμέρισμά μας. Έτσι παίρνουν το αίμα τους πίσω οι Ελληνίδες, αφού η χώρα τους τους επιβάλλει τέτοια σεμνότητα».
Άλλη εικόνα για τις Ελληνίδες καταγράφει ο Φινλανδός αρχιτέκτονας Γιακ Άρενμπεργκ, το 1878: «Κάτι λείπει από το παρδαλό πλήθος. Οι γυναίκες. Χωρίς να είναι κλεισμένες στο σπίτι, όπως οι Τουρκάλες, οι Αθηναίες σπάνια βγαίνουν έξω. Και τότε θυμίζουν τις αρχαίες προγόνους τους. Τα φορέματά τους είναι ένας εξαιρετικά άβολος συνδυασμός ενδυμάτων της Ανατολής και της Δύσης. Ένα μικρό ανοιχτό ζιπούνι, φαρδιά μανίκια και φόρεμα à la parisienne κι ακόμα, αν είναι δυνατόν, κρινολίνο. Στον λαιμό και στα χέρια τους κρέμονται ένα σωρό χρυσά και ασημένια κέρματα κι ακόμα σχεδόν όλα τα παλιά ελληνικά νομίσματα! Η Αθήνα υπερηφανεύεται πως είναι ευρωπαϊκή πόλη κι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό σωστό, αλλά δεν χρειάζεται να περιπλανηθείς πολύ για να δεις ανατολίτικα χαρακτηριστικά, ακόμα και καθαρά τουρκικά. Ακόμα κι εδώ, ακόμα και κάτω από το ευρωπαϊκό λούστρο. Αρκεί να διασχίσει κανείς την οδό Αιόλου, απ’ όπου ξεκινάει ο δρόμος που οδηγεί στην Ακρόπολη. Εκεί βρίσκεται το παζάρι της Αθήνας, ένα συνονθύλευμα του παζαριού της Σμύρνης, του Βόλου και της Κωνσταντινούπολης».
Από τον ίδιο, αλλά και από αρκετούς άλλους βόρειους περιηγητές, έχουμε μια ενδιαφέρουσα παρομοίωση: «Παράξενη εντύπωση προκαλεί σε έναν Σκανδιναβό ότι η Αθήνα θυμίζει πολλές φορές Σκανδιναβία. Εδώ μπορείς να βρεις, εκτός από ράφτη από την Κοπεγχάγη, κι ένα ξενοδοχείο που λέγεται «Δανιμαρκία», γλυπτά του Τούρβαλτσεν και του Μολίν. Κι όλα αυτά στην Αθήνα των προγόνων μας». Το 1878, παρακαλώ.
Η άλλη Ελλάδα, εκτός Αθήνας
«Η Θεσσαλία και τα τερπνά Τέμπη θύμιζαν Σουηδία στους χειμωνιάτικους μήνες», κατέγραφε από το 1779 ακόμη ο Σουηδός αρχαιολόγος Γιάκομπ Γιόνας Μπιόρνστολ.
«Το ανοιχτό λιμάνι της Σύρου ήταν γεμάτο μεγάλα πλοία με σημαίες όλου του κόσμου. Νιώσαμε πως ξαναβρεθήκαμε σε συνθήκες πολιτισμένης Ευρώπης. Το λιμάνι, που περικλείεται από πέτρινο τοιχίο, το περιβάλλουν σαν βαρύ πλαίσιο μεγάλα πέτρινα οικοδομήματα με μπαλκόνια που θυμίζουν ιταλικές πόλεις, όπως τα σοκάκια και οι μαρμαρόστρωτες πλατείες», κατέγραφε το 1882 o Φινλανδός ειδικός στο Συντακτικό της ελληνικής γλώσσας, Έμιλ Τουντέερ.
«Η Πάτρα είναι η πιο πολύβουη εμπορική πόλη της Ελλάδας. Είναι στο μεγαλύτερο μέρος της καλοχτισμένη και περιποιημένη. Στη μύτη μας όμως έφτασαν και άσχημες μυρωδιές – κάτω από τον ζεστό ήλιο όλα χαλούν εύκολα– αλλά εκείνες τις στιγμές παρηγοριόμουν μυρίζοντας φύλλα δάφνης που είχαν κόψει από κάποιο θάμνο οι Έλληνες σύντροφοι», είναι η αφήγηση του Φινλανδού πολεμικού ανταποκριτή (στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897) Ίντο Κόνραντ Ίνχα.
Από τον Δανό Τσέρνινγκ όμως μαθαίνουμε και για την… όψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Η φορεσιά του ήταν πλούσια, από κρεμεζί βελούδο με χρυσό. Είναι μεν γέρος αλλά μόνον η γενειάδα του αρχίζει να γίνεται γκρίζα. Είναι ψηλός, γεροδεμένος, με κεφάλι μεγάλο, χαμηλά στους ώμους, γαμψή μύτη, πυκνά φρύδια και μαύρα μαλλιά που πέφτουν ολόισια στους ώμους». Όπως και για τον Νικηταρά, τον «σημαντικότερο οπλαρχηγό του Μωριά μετά τον Κολοκοτρώνη, έναν άντρα πραγματικά ειλικρινή, φτωχό και απλό».
Στα χρόνια της «Μεγάλης πείνας»
Στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός (που ουσιαστικά πρώτος πέρασε τα ελληνικά σύνορα) εγκατέστησε νοσοκομεία εκστρατείας στην Ελλάδα. Το 1913, η Κέρστιν Νόρντενταλ και επτά ακόμα Σουηδές νοσοκόμες εργάστηκαν στην προσωρινή κλινική που στήθηκε στη Βίλλα Αλλατίνι, στη Θεσσαλονίκη. Στο ημερολόγιό της, η Νόρντενταλ, δηλώνοντας συγκλονισμένη από τη συνεχή ροή τραυματισμένων στρατιωτών και την υγιεινή στο προσωρινό νοσοκομείο, κατέγραφε: «Το μόνο που κάνουμε είναι να βάζουμε γύψους».
Από πλευράς – ουδέτερης – Σουηδίας, και όχι μόνον, η επισιτιστική βοήθεια στην Ελλάδα υπήρξε η μεγαλύτερη ανθρωπιστική επιχείρηση στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μας μεταφέρει με ένα άλμα στο χρόνο η έκθεση. «Η παγκόσμια κοινή γνώμη, συγκλονισμένη από τον φοβερό λιμό, υποχρέωσε τον χειμώνα του 1941-1942 τους Συμμάχους να επιτρέψουν την τροφοδοσία της χώρας. Μετά από μια σειρά περίπλοκων και χρονοβόρων διαπραγματεύσεων συστάθηκε μια αποστολή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, στην οποία συμμετείχαν οχτώ Σουηδοί και εφτά Ελβετοί, με επικεφαλής Σουηδό».
Το σουηδικό πλοίο «Virginia», με την ένδειξη Sverige (Σουηδία) και το σύμβολο του Ερυθρού Σταυρού μετέφερε εκείνη την περίοδο βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά στο λιμάνι του Πειραιά. Κυρίως για τα παιδιά στην Αθήνα της Κατοχής: «Νόμιζα πως είχα δει τα πιο αποτρόπαια πράγματα στον κόσμο», έγραφε ο Σουηδός δημοσιογράφος – πολεμικός ανταποκριτής Γκούναρ Σέντερσελντ. «Ποτέ στο παρελθόν, όμω, δεν είδα κάτι που να με σοκάρει περισσότερο από όσα είδα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1941. Παιδιά να πεθαίνουν από πείνα χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί. Περπατούσα σε παιδικά νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και συσσίτια όπως ο Δάντης στην “Κόλαση”. Παντού έβλεπα παιδιά να λιμοκτονούν».
Ετσι, για την ιστορία: Σε αναγνώριση της ανθρωπιστικής βοήθειας μετονομάστηκε σε «Οδό Σουηδίας» ένα τμήμα της Οδού Σπευσίππου, στο Κολωνάκι. Τα κεντρικά γραφεία του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού το 1940 ήταν στο Μαράσλειο, ενώ από το 1942 στα κτήρια της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών.
Info
Οι εκθέσεις «Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια περιηγητών από το Βορρά» και «Σύντομες Επ-αναγνώσεις: Τα τεκμήρια του Νικόλαου Κάλας» εγκαινιάζονται την Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019, στη Βιβλιοθήκη των Βορείων Χωρών (Καβαλλότι 7), στο πλαίσιο του «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» του Δήμου Αθηναίων και του προγράμματος «Οι Βόρειες Χώρες αφηγούνται» από τις πρεσβείες και τα ινστιτούτα των Βορείων Χωρών στην Αθήνα (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία). Έως την 31η Μαΐου 2019
Οι εκθέσεις πλαισιώνονται από εργαστήρια, ομιλίες και παρουσίαση ανοικτής συλλογής με βιβλία για τους βόρειους ταξιδιώτες στην Ελλάδα
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News