1113
Στο ντοκιμαντέρ «Τhe Lost Tapes» αφηγείται η ίδια η Ελίζαμπεθ Τέιλορ τη ζωή της, την οποία μέχρι σήμερα «διαμόρφωναν» κυρίως άνδρες | Getty Images/Sunset Boulevard / Creative Protagon

Ελίζαμπεθ Τέιλορ: Οι χαμένες για χρόνια συνεντεύξεις της έγιναν ταινία

Protagon Team Protagon Team 2 Αυγούστου 2024, 15:30
Στο ντοκιμαντέρ «Τhe Lost Tapes» αφηγείται η ίδια η Ελίζαμπεθ Τέιλορ τη ζωή της, την οποία μέχρι σήμερα «διαμόρφωναν» κυρίως άνδρες
|Getty Images/Sunset Boulevard / Creative Protagon

Ελίζαμπεθ Τέιλορ: Οι χαμένες για χρόνια συνεντεύξεις της έγιναν ταινία

Protagon Team Protagon Team 2 Αυγούστου 2024, 15:30

Ηχητικά αρχεία με τη δική της φωνή, που βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα και τα οποία τεκμηριώνουν τη ζωή και την καριέρα της μεγάλης σταρ του σινεμά Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οδήγησαν στη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με τίτλο «Elizabeth Taylor: The Lost Tapes». Το φιλμ, σε σκηνοθεσία της Νανέτ Μπέρσταϊν, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών 2024 και θα αρχίσει να προβάλλεται (στις ΗΠΑ τουλάχιστον) στις 3 Αυγούστου.

Μιλώντας με την Μπέρσταϊν για τις «Lost Tapes», ο Ράντχεϊγιαν Σάιμονπιλαϊ γράφει στον Guardian ότι συνέκριναν μαζί την Ελίζαμπεθ Τέιλορ με την Τέιλορ Σουίφτ, δυο σταρ –η μεν της υποκριτικής, η δε της ποπ– εμβληματικές για την εποχή τους. Χάρη στην εκτυφλωτική ομορφιά της, η ανεπανάληπτη βασίλισσα Κλεοπάτρα της οθόνης, που πέθανε το 2011, δεν έπαψε να δοξάζεται μέχρι σήμερα, ενώ τα αδιανόητα ποσά που απέφερε η «Eras», η περυσινή παγκόσμια τουρνέ της Σουίφτ, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «φαινόμενο» για τη βασίλισσα της ποπ.

Και οι δύο προκαλούν εκδηλώσεις λατρείας, τρελές πωλήσεις εισιτηρίων, αλλά και το είδος του ελέγχου που συχνά καταλήγει σε μισογυνισμό και είναι ιδιαίτερα έντονος όταν αναφέρεται στις ερωτικές τους σχέσεις, σημειώνει στον Guardian ο Σάιμονπιλαϊ. Η δημοσιότητα που έχουν πάρει οι έρωτες της Σουίφτ απηχεί συχνά τη δυσφήμιση της Τέιλορ, την οποία τα ταμπλόιντ δεν δίσταζαν να αποκαλούν «σίριαλ νύφη».

Τουλάχιστον η Σουίφτ, επισημαίνει η Μπέρσταϊν, μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για το τι αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, ανάμεσα στο «slut-shaming» (κριτική σε γυναίκες και κορίτσια που θεωρείται ότι παραβιάζουν τα όρια συμπεριφοράς και εμφάνισης σε σχέση με τη σεξουαλικότητα) και τα διπλά στάνταρ, σε ένα τραγούδι όπως το «The Man», εκφράζοντας την απογοήτευσή της με τρόπο που ποτέ δεν μπόρεσε η Τέιλορ. «Η Τέιλορ Σουίφτ», λέει στη συνέντευξή της η αμερικανίδα σκηνοθέτης, «έχει την ικανότητα να λέει “αυτό είναι χάλια”, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει η Ελίζαμπεθ Τέιλορ».

Μιλώντας στον βρετανό δημοσιογράφο μέσω Zoom, η Νανέτ Μπέρσταϊν αναφέρεται στα όρια της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, εξηγώντας το πώς η τρομερά λαμπερή ηθοποιός, που εμφανίστηκε τόσο φλογερή και αφιλτράριστη στο δράμα «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966), συχνά δάγκωνε τη γλώσσα της και εσωτερίκευε τα καταπιεστικά ήθη των καιρών της.

«Επρεπε να προσποιείται ότι ήταν ευχαριστημένη με τους πιο παραδοσιακούς ρόλους» λέει η Μπέρσταϊν. Αναφερόμενη στην περίοδο που η σταρ αποχώρησε από την υποκριτική για να αφοσιωθεί στο να είναι καλή σύζυγος, προσθέτει: «Εν τω μεταξύ, ξέφευγε και ήταν βίαιη και κακιά. Αλλα έλεγε και άλλα έκανε». Στο ντοκιμαντέρ της, εξάλλου, η δημιουργός λέει ίσως όσα δεν μπορούσε να πει η ίδια η Τέιλορ.

Η ταινία βασίζεται σε 40 ώρες συνεντεύξεων τις οποίες η Ελίζαμπεθ Τέιλορ παραχώρησε στον δημοσιογράφο του περιοδικού Life, Ρίτσαρντ Μέριμαν, για ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ. Οι ηχογραφημένες συζητήσεις τους, που δεν είχαν ακουστεί ποτέ πριν από τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ, έλαβαν χώρα στο απόγειο της φήμης της σταρ και έκτοτε μάζευαν σκόνη σε μια σοφίτα – μέχρι το 2015, που πέθανε ο Μέριμαν.

Αυτές οι συνομιλίες περιέχουν  στοιχεία που θα γοητεύουν τους λάτρεις του κινηματογράφου. Οπως η περιγραφή της ευαισθησίας με την οποία σκηνοθέτησε την Τέιλορ ο Τζορτζ Στίβενς στο «Μια θέση στον ήλιο» (1951), αλλά και η εχθρότητα που ο ίδιος σκηνοθέτης επέδειξε  απέναντί της στα γυρίσματα του επικού γουέστερν «Ο Γίγας» (1956).

Θυμάται επίσης τον χρόνο της με τον Τζέιμς Ντιν στα γυρίσματα εκείνης τη ταινίας, και το πώς έπαιζε με τα συναισθήματά της ο σκοτεινός σταρ, με το να είναι απίστευτα θερμός και ευάλωτος τη μια μέρα και την άλλη να συμπεριφέρεται σαν να μην τη γνώριζε καν. (Η ταινία ήταν η τελευταία του Τζέιμς Ντιν, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 30 Σεπτεμβρίου 1955, πριν την προβολή της στους κινηματογράφους. Ηταν μόλις 24 ετών.)

Αυτές οι ειλικρινείς απόψεις είναι «συσκευασμένες» με αξιοσημείωτη αυτογνωσία και με τη θεραπευτική ικανότητα της Τέιλορ, η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη όταν εξηγεί ποιες συναισθηματικές ανάγκες την οδήγησαν σε κάθε σχέση, καλή ή κακή. Η Μπέρσταϊν αποδίδει την αυτογνωσία της στο γεγονός ότι αναγκάστηκε να μεγαλώσει πολύ γρήγορα.

Ηταν ένα παιδί-ηθοποιός που στα 16 του επιλέχθηκε να παίξει σε ταινίες όπως το «Ραντεβού με την Τζούντι» (1948) και παρουσιάστηκε σε περιοδικά σαν σεξοβόμβα. «Επρεπε να συμπεριφέρομαι σαν πεπειραμένη γυναίκα», ακούγεται να λέει η Τέιλορ σε μια από τις ηχογραφημένες συνεντεύξεις του Μέριμαν, «αλλά στον δικό μου κόσμο ήμουν ένα τρομαγμένο κοριτσάκι».

Στη συνέντευξή της στον Guardian η Μπέρσταϊν επισημαίνει ότι η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν μόλις 22 ετών όταν γύρισε τον «Γίγαντα». Παντρεμένη για δεύτερη φορά, με δύο παιδιά, είχε ήδη πληγεί από ενδοοικογενειακή κακοποίηση. «Εζησε πάρα πολλή ζωή πολύ γρήγορα, πράγμα που νομίζω ότι της επέτρεψε να κάνει τέτοιου είδους αποκαλύψεις για τη ζωή της και τον εαυτό της» λέει η δημιουργός των «Lost Tapes». Οι κασέτες αποκαλύπτουν αυτή τη σαφήνεια στη σχέση της με το κοινό. Σε οδυνηρά πλην όμως ειλικρινή αποσπάσματα η σταρ περιγράφει με ποιον τρόπο θεωρείται «παράνομη» και «ανήθικη».

«Υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού της που ένιωθε ότι της άξιζε αυτή η κριτική» λέει η Μπέρσταϊν, αναφέροντας τη σχέση της Τέιλορ με τον Εντι Φίσερ, ενώ ήταν παντρεμένος με την Ντέμπι Ρέινολντς, και τη μετέπειτα σχέση της με τον μελλοντικό της σύζυγο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ενώ ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Φίσερ. «Νομίζω ότι είχε πολλές ενοχές και μίσος για τον εαυτό της, κάτι που όμως ποτέ δεν την εμπόδισε να κάνει ό,τι έκανε. Ακολουθούσε πάντα την καρδιά της αδιαφορώντας για τις συνέπειες».

Η ταινία της Μπέρσταϊν είναι σχετικά πλήρης και γεμάτη ενσυναίσθηση. Με εξαίρεση τη βοήθεια που προσέφερε η Τέιλορ σε ασθενείς του AIDS τη δεκαετία του 1980 –ένα κατάλληλο συμπλήρωμα στις τρυφερές φιλίες της με γκέι ηθοποιούς όπως ο Ροκ Χάτσον και ο Ρόντι Μακ Ντόουαλ, που ήταν αναγκασμένοι να κρύβονται – οι «Lost Tapes» μένουν στις περιόδους που καλύπτουν οι ηχογραφήσεις.

Στην ουσία, αυτό το ντοκιμαντέρ, παρατηρεί ο Ράντχεϊγιαν Σάιμονπιλαϊ στον Guardian, δίνει στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ τον χώρο για να αφηγηθεί η ίδια τη ζωή της, αφού μέχρι τώρα η ιστορία της «διαμορφωνόταν» κυρίως από άνδρες: από τους σκηνοθέτες που την επέλεγαν ως αντικείμενο πόθου μέχρι τους δημοσιογράφους που την παρουσίαζαν ως σύμβολο του σεξ.

Σε ένα απόσπασμα ακούγεται ένας δημοσιογράφος να ρωτάει τον Φίσερ αν η Τέιλορ μπορεί να μαγειρέψει, ενώ εκείνη είναι δίπλα του, στον μήνα του μέλιτος του ζευγαριού. Εξάλλου, ακόμη και οι ερωτήσεις του Μέριμαν είναι σεξιστικές, όπως όταν αναφέρει επανειλημμένως την Τέιλορ ως «θεά του σεξ». Η ηθοποιός ακούγεται να απαντά αμέσως: «Δίνεις πολλή έμφαση στο θέμα της θεάς του σεξ! Ξέρω ότι είμαι ηθοποιός και ξέρω ότι είμαι γυναίκα. Και είμαι πολύ περήφανη που είμαι γυναίκα».

«Βοηθάει πάντα να βλέπεις αυτές τις ιστορίες μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος» λέει, τέλος, η δημιουργός του ντοκιμαντέρ για την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, λαμβάνοντας υπόψη πόσο σχετική είναι σήμερα η ιστορία της: «Επειδή μας κάνει να λέμε “δεν είμαστε τόσο άσχημα όσο τότε”. Αλλά μετά σε κάνει επίσης να σκεφτείς πού βρισκόμαστε τώρα και να το δεις σαν μέτρο»…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...