Ο μίστερ Τζάμπας –ο πατέρας της έλλειψης κάθε διάκρισης (σε κόπο, μεράκι, ταλέντο, ποιότητα, κοινωνική σημασία, κ.ά.)– δεν πέθανε, παρά τον απηνή εμπορικό πόλεμο στα ενδότερα της παγκοσμιοποίησης: ο Ποπάι, ο Τεν-Τέν, ένας ομιλών Μίκυ Μάους, αλλά και λογοτεχνικά έργα των Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Ουίλιαμ Φόκνερ και Τζον Στάινμπεκ, όπως και το πρώτο με ήχο φιλμ του Αλφρεντ Χίτσκοκ, είναι μερικά «από τα αριστουργήματα» που απαλλάχτηκαν από το κοπιράιτ μόλις εισέβαλε πλησίστιο το 2025, παρέα με εκατομμύρια πολύχρωμα πυροτεχνήματα.
Διότι από 1ης Ιανουαρίου όλα αυτά τα παντελώς ανόμοια πολιτιστικά προϊόντα των ΗΠΑ περιήλθαν σε κατάσταση public domain, ανεξαρτήτως της πραγματικής πολιτιστικής ή κοινωνικής σημασίας τους, καθώς έχουν περάσει τα απαιτούμενα χρόνια από την πρώτη δημοσίευσή τους καταπώς ορίζει ο αμερικανικός νόμος περί πνευματικών δικαιωμάτων. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι αμιγώς νομικό, επιχειρηματικό, φοροτεχνικό και οτιδήποτε άλλο μετριέται σε ποσόν, πάντως όχι πολιτιστικό.
Πρακτικά η απαλλαγή αυτών των σκίτσων, εικόνων ή κειμένων από το κοπιράιτ σημαίνει ότι δεν συνοδεύει κανένα κόστος την αναπαραγωγή τους, εξήγησε η Repubblica και χαρακτήρισε την εξέλιξη «καθυστερημένο χριστουγεννιάτικο μποναμά για τους λάτρεις των κόμικς, της λογοτεχνίας, του σινεμά και της μουσικής». Πλέον αυτοί οι «λάτρεις» μπορούν όχι απλώς να χαίρονται κατ’ ιδίαν όσα διατείνονται ότι αγαπούν, αλλά και να τα αναδημοσιεύουν δωρεάν μέσω web ή και στον πραγματικό κόσμο.
Ο μίστερ Τζάμπας, λοιπόν, έχει χιούμορ και ένωσε τη φακή τού παλικαρά ρεπόρτερ Τεν-Τεν και το σπανάκι του μπρατσαρά Ποπάι με ορισμένα από τα φιλέτα των Χέμινγουεϊ και Στάινμπεκ. Το κόμικ «Popeye the Sailor» γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1929 ως καθημερινή στήλη σε εφημερίδα και δέκα χρόνια αργότερα πήρε το οριστικό όνομά του. Ο νεαρός και δαιμόνιος θηρευτής περιπετειών Τεν-Τεν, του καλού σχεδιαστή Ερζέ, εμφανίστηκε στη βελγική εφημερίδα Le Vingtième Siècle και αμέσως εξήχθη στις ΗΠΑ.
Η Λάρα Κρινό σχολίασε, βέβαια, ότι στη λογοτεχνία αποτυπώθηκε καλύτερα η αναταραχή της περιόδου, «με το κραχ της Wall Street να προϊδεάζει για την επόμενη δεκαετία, εκείνη του ’30, δηλαδή της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ και των δικτατοριών στην Ευρώπη». Η γνώμη της είναι ότι «οι λογοτέχνες [οι Αμερικανοί εν προκειμένω] αντέδρασαν σε αυτό το κλίμα με έκρηξη δημιουργικότητας». Ανέφερε το «A Room of One’s Own» της Βιρτζίνα Γουλφ, που πρωτοκυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1929.
«Αλλά υπάρχουν και έργα τριών μεγάλων της αμερικανικής λογοτεχνίας, βραβευμένων με Νομπέλ, το ‘‘The Sound And Fury’’ του Φόκνερ, το ‘‘A Farewell To Arms’’ του Χέμινγουέι, το ‘‘Cup Of Gold’’ του Στάινμπεκ». Σε ό,τι αφορά τη μουσική, η Κρινό ανέφερε «μερικές μελωδίες που σημάδεψαν τον αιώνα, όπως τη σύνθεση του Κόουλ Πόρτερ ‘‘What Is This Thing Called Love’’ για το μιούζικαλ ‘‘Wake Up and Dream’’, ένα τραγούδι που θα γινόταν από τα πιο χαρακτηριστικά της Ελα Φιτζέρλαντ». Επίσης, το «Singin’ Ιn Τhe Rain», το οποίο «αργότερα κατέστη θρυλικό χάρη στο ομώνυμο μιούζικαλ του 1952».
Στο τέλος του ρεπορτάζ αναφέρθηκαν οι κινηματογραφικές ταινίες που απαλλάχτηκαν από πνευματικά δικαιώματα, στις οποίες περιλαμβάνονται το φιλμ «Blackmail» του Χίτσκοκ, γυρισμένο και άηχο και με ήχο, το «The Black Watch» του Τζον Φορντ, «όπου πρωτοεμφανίστηκε ο Τζον Γουέιν», και το «The Cocoanuts» των αδελφών Μαρξ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News