Το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο στους ημερήσιους θανάτους από λοίμωξη Covid-19 καταγράφεται από τις αρχές Ιανουαρίου μέχρι και σήμερα στη χώρα μας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ολόκληρο τον Ιανουάριο συνολικά 2.749 συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους από κορονοϊό, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε αρκετά για το διάστημα από τις 10 Ιανουαρίου μέχρι και τις 10 Φεβρουαρίου, φτάνοντας τους 3.028 νεκρούς. Συνολικά, μέχρι τις 10 Ιανουαρίου είχαν καταγραφεί 21.479 θάνατοι στη χώρα μας, ενώ στις 10 Φεβρουαρίου ο αριθμός αυτός εκτοξεύτηκε και έφτασε τις 24.507.
Τα καλά νέα είναι ότι την τελευταία εβδομάδα παρατηρείται μια αποκλιμάκωση και όπως ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας Γκίκας Μαγιορκίνης κατά την τακτική ενημέρωση της Πέμπτης, την τελευταία εβδομάδα «ο αριθμός των θανάτων έδειξε μικρή βελτίωση, της τάξης του 8%».
Οι περισσότεροι από τους θανάτους καταγράφηκαν στην Αττική, όπου οι νεκροί έφτασαν τους 1.023. Αν στη συγκεκριμένη περιφέρεια συγκρίνουμε τον συνολικό αριθμό των δηλωμένων κρουσμάτων με τον αριθμό των νεκρών, τότε το ποσοστό θνησιμότητας φτάνει στο 0,53%.
Αυτό σημαίνει ότι οι θάνατοι που καταγράφονται στην Αττική είναι περισσότεροι σε σύγκριση με τον μέσο όρο της χώρας, ο οποίος διαμορφώνεται στο 0,43%.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι οι θάνατοι καταγράφονται στα νοσοκομεία των περιοχών όπου νοσηλεύονταν οι ασθενείς και όχι στον τόπο καταγωγής τους. Για παράδειγμα, όταν κάποιος από τη Λαμία νοσηλευτεί και χάσει τη ζωή του σε νοσοκομείο της Αθήνας, ο θάνατος θα δηλωθεί στην Αττική.
«Τα μικρά νοσοκομεία κρατούν ήπια περιστατικά. Δηλαδή λειτουργούν περισσότερο ως Κέντρα Υγείας, οπότε η θνητότητα στις περιοχές που δεν έχουν μεγάλα νοσοκομεία είναι μειωμένη. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας, στο τμήμα Covid-19, οι μισοί ασθενείς που νοσηλεύονταν ήταν εκτός Λάρισας, είχαν έρθει από Λαμία, Μαλεσίνα κ.ά. και οι θάνατοι χρεώνονται στη Λάρισα», εξηγεί στο Protagon o Κώστας Γουργουλιάνης, καθηγητής Πνευμονολογίας, διευθυντής πνευμονολογικής κλινικής στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ως εκ τούτου, επειδή αρκετοί ασθενείς από την περιφέρεια μεταφέρονται σε νοσοκομεία της Αττικής για νοσηλεία και χάνουν τη ζωή τους, το πραγματικό ποσοστό θανάτων είναι λίγο μικρότερο και αρκετά πιο κοντά στον μέσο όρο, τουλάχιστον για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Κεντρικής Ελλάδας, όπου περιλαμβάνονται Ευρυτανία, Φωκίδα, Φθιώτιδα, Βοιωτία και Εύβοια (εκτός της Αττικής), καταγράφηκαν 158 θάνατοι και το ποσοστό θνησιμότητας είναι το υψηλότερο στη χώρα, καθώς διαμορφώνεται στο 0,71%.
Στην αρνητική λίστα των περισσότερων νεκρών σε σχέση με τα κρούσματα ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Κιλκίς, Πιερία, Χαλκιδική κ.ά.), όπου η θνησιμότητα διαμορφώνεται στο 0,71%.
Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, αρκετοί ασθενείς από διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας είχαν διακομιστεί για νοσηλεία σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, οπότε είναι λογικό το ποσοστό να είναι αυξημένο. Υψηλά είναι τα ποσοστά και στη Δυτική Ελλάδα (0,67%) και στη Δυτική Μακεδονία (0,65%).
Κρούσματα, θάνατοι και ποσοστό θανάτων ανά γεωγραφικό διαμέρισμα ή περιφερειακή ενότητα
Κρούσματα νεκροί ποσοστό
Αττική 192.829 1.023 0,53%
Κεντρική Ελλάδα 21.565 158 0,73%
Κεντρική Μακεδονία 97.107 688 0,71%
Κρήτη 49.170 139 0,28%
Αν. Μακεδονία & Θράκη 36.257 123 0,34%
Ηπειρος 19.328 82 0,42%
Επτάνησα 137 84 0,22%
Βόρειο Αιγαίο 13.070 37 0,28%
Πελοπόννησος 28.636 163 0,57%
Νότιο Αιγαίο 23.017 32 0,14%
Θεσσαλία 34.530 203 0,59%
Δυτική Ελλάδα 36.681 245 0,67%
Δυτική Μακεδονία 11.899 77 0,65%
Υπό διερεύνηση 13.460 27 0,2%
Μέσος όρος 0,43%
Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στο Νότιο Αιγαίο (0,14%), στο Βόρειο Αιγαίο (0,28%), στα Επτάνησα (0,22%), στην Κρήτη (0,28%) και την Αν. Μακεδονία & Θράκη (0,34%).
Σύμφωνα με ειδικούς, η αύξηση θανάτων οφείλεται όχι μόνο στην εκτόξευση των κρουσμάτων, αλλά και στην παντελή έλλειψη φαρμάκων που υπήρχε τον Ιανουάριο, καθώς η χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων είχε σταματήσει, ενώ τα αντιικά φάρμακα δεν είχαν ξεκινήσει να χορηγούνται.
«Στη Λάρισα τον Δεκέμβριο είχαμε χορηγήσει μονοκλωνικά αντισώματα σε περίπου 100 άτομα που ήταν εξαιρετικά υψηλού κινδύνου για βαριά νόσηση και θάνατο. Ωστόσο, τον Ιανουάριο δεν υπήρχαν ούτε τα μονοκλωνικά, αλλά ούτε και είχε ξεκινήσει η χορήγηση των αντιικών φαρμάκων. Αρα οι θάνατοι ήταν αναμενόμενο να είναι αυξημένοι, καθώς τα φάρμακα είναι δεδομένο ότι έχουν σημαντικά αποτελέσματα», λέει ο κ. Γουργουλιάνης.
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως όλα δείχνουν, δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η εμβολιαστική κάλυψη συγκεκριμένων περιοχών, αφού πλέον, με εξαίρεση την Ευρυτανία, όπου το ποσοστό ολοκληρωμένων εμβολιασμών είναι μόλις 46%, όλες οι άλλες περιοχές της χώρας έχουν κάλυψη πάνω από 50%. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των δικαιούχων (περίπου 4.500.000) έχουν κάνει την τρίτη δόση του εμβολίου (περίπου 300.000 πολίτες άνω από 18 ετών δεν την έχουν κάνει).
Ο καθηγητής Γουργουλιάνης σχολιάζει, επίσης, ότι αυτό που έσωσε την κατάσταση είναι τα εμβόλια και ειδικά η τρίτη δόση, η οποία χορηγήθηκε αρκετά νωρίς στον γενικό πληθυσμό και ήταν καταλυτική για την αντιμετώπιση της μετάλλαξης Ομικρον. «Οταν έφτασε το κύμα της Ομικρον και άρχισε να κορυφώνεται με τα χιλιάδες περιστατικά κάθε μέρα, υπήρχε ήδη σημαντική ανοσία στον γενικό πληθυσμό από την τρίτη δόση, η οποία σε σχέση με άλλες χώρες χορηγήθηκε νωρίς και πρόλαβε αρκετούς θανάτους. Μάλιστα, οι έλληνες ειδικοί προέβλεψαν τόσο καλά την κατάσταση, που άναψαν το πράσινο φως για τη χορήγησή της πριν ακόμη η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων (ΕΜΑ) εγκρίνει την τρίτη δόση».
Αρνητική επίδραση, μικρότερη ή μεγαλύτερη, είχαν και άλλοι, πολλοί παράγοντες, όπως για παράδειγμα η κόπωση του υγειονομικού προσωπικού και οι μετακινήσεις που έγιναν τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οι οποίες όμως πρακτικά δεν μπορούν να συνυπολογιστούν στα στατιστικά δεδομένα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News