Στην Ελλάδα γουστάρουμε να ζούμε με μύθους. Ενας απ’ αυτούς είναι ότι οι ξένοι, που έρχονται να παίξουν μπάσκετ στα μέρη μας, καταστρέφουν τα ντόπια ταλέντα. Το ίδιο πιστεύαμε -κάποτε- και για τους ξένους προπονητές. Οταν οι Σέρβοι είχαν κατακλύσει την Α1, φωνάζαμε για τους έλληνες κόουτς που «θάβονται». Αλλά, αν οι δικοί μας θεωρούνται – σήμερα – κορυφαίοι στην Ευρώπη, σε εκείνη τη μαθητεία τους το οφείλουν. Ως παίκτες ή ως βοηθοί, δίπλα σε κάποιον δάσκαλο που το επώνυμό του κατέληγε σε «-ιτς».
Το πρόβλημα δεν είναι οι ξένοι γενικώς και αορίστως, αλλά η ποιότητά τους. Η οποία -τώρα-υποτίθεται ότι θα ανέβει. Ο νέος κανονισμός που πέρασε χθες (Τετάρτη), επιτρέπει στις ομάδες να διαθέτουν έως έξι αλλοδαπούς μπασκετμπολίστες, αντί για τέσσερις συν δυο κοινοτικούς. Που σημαίνει ότι θα μπορούν να βρουν αμερικανούς παίκτες δύο φορές καλύτερους, με τα μισά χρήματα, σε μια αγορά περίπου ανεξάντλητη. Το ζήτημα είναι να επιλέγουν σωστά. Αυτό ήταν πάντα.
Εξι ήταν οι ξένοι με το παλιό σύστημα, έξι θα είναι και με το νέο. Ο ανταγωνισμός θα βοηθήσει τα ελληνόπουλα, δεν θα τα βλάψει. Αρκεί να βρεθούν οι καλοί «μαθητές». Η παραγωγική μας διαδικασία -αυτή την εποχή- είναι προβληματική. Ναι, στην Ελλάδα έχουμε μεγάλα ταλέντα. Αλλά, δυστυχώς, όχι πολλά. Ναι, υπήρξαν προπονητές που αδίκησαν τους γηγενείς παίκτες τους – όπως ο Σάσα Τζόρτζεβιτς τον Χαραλαμπόπουλο και τον Παπαγιάννη, που στον Παναθηναϊκό τους έφαγε ο πάγκος μέχρι που ανέλαβε ο Πεδουλάκης. Αλλά, όχι. Κανένα πραγματικό ταλέντο δεν χάθηκε -ποτέ- επειδή έπεσε θύμα των ξένων. Επειδή δεν «χώρεσε» στην ομάδα του.
Το διεθνές παράδειγμα αποδεικνύει ότι οι πάσης φύσεως παρεμβάσεις στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, ουδέποτε βοήθησαν τους γηγενείς παίκτες. Αλίμονο, οι κανονισμοί δεν γεννούν ταλέντα. Στην Τουρκία και τη Ρωσία, τα προηγούμενα χρόνια, είχε επιβληθεί ο περιορισμός της υποχρεωτικής χρησιμοποίησης ντόπιου παίκτη στην πεντάδα. Ε, και; Είναι οι δυο χώρες που -σήμερα- αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι εθνικές επιτυχίες των Τούρκων βασίστηκαν σε παίκτες που μεγάλωσαν στο ΝΒΑ (Τούρκογλου, Οκούρ, Ασίκ, Κουτλουάι, Ερντέν). Των Ρώσων, στον νατουραλιζέ Χόλντεν και σε NBAers, όπως ο Κιριλένκο, ο Μοζγκόφ και ο Κριάπα.
Υπάρχει και το ελληνικό παράδειγμα: δύο παιδιά μπαίνουν στο παρκέ για μερικά δευτερόλεπτα, ίσα ίσα για να πρέπει να ξανακάνουν ντους, και επιστρέφουν αμήχανα στον πάγκο
Δείτε τι συνέβη και στην Ισπανία, όπου επιτρέπονται μόνο δύο ξένοι. Οι καλύτεροι ισπανοί διεθνείς, σήμερα, είναι κάποιοι… μεσήλικες. Πού είναι τα ταλέντα; Και μιλάμε για μια χώρα με εξαιρετικά υψηλό επίπεδο στις μικρές εθνικές της ομάδες, με μπασκετική παράδοση και προπονητές – δασκάλους. Η Λαμποράλ, πέρυσι, είχε μόνον έναν βέρο Ισπανό, τον Κορμπάτσο. Και δύο «μαϊμού», τους Ντιοπ.
Υπάρχει και το ελληνικό παράδειγμα. Η υποχρέωση να συμπεριλαμβάνονται δύο Ελληνες κάτω των 20 ετών στη δωδεκάδα, η οποία κατέληξε σε μια απίστευτη κοροϊδία: δύο παιδιά μπαίνουν στο παρκέ για μερικά δευτερόλεπτα, ίσα ίσα για να πρέπει να ξανακάνουν ντους, και επιστρέφουν αμήχανα στον πάγκο. Στην Α2 της περασμένης σεζόν, μόνο δυο παίκτες U-20 είχαν αξιοπρεπή χρόνο συμμετοχής: οι πρωταθλητές Ευρώπης Σκουλίδας και Μιλιντίγεβιτς.
Το καλό ή το κακό δεν το κάνουν οι κανονισμοί, αλλά οι σωστές ή λάθος επιλογές. Στις εκτός πεντάδας ελληνικές ομάδες, το πράγμα θα «στραβώσει». Οι προπονητές θα ρίχνουν στους αγώνες τους Αμερικανούς για 35′ και όλοι οι Ελληνες θα στριμώχνονται στα υπόλοιπα 5′. Διότι θα υπάρχουν εκατοντάδες κολεγιόπαιδες για εισαγωγή, καλύτεροι και φθηνότεροι. Αν το κάνουν, κακό του κεφαλιού τους. Το μπάσκετ δεν είναι μόνο τέχνη, είναι και πάθος για την ομάδα. Και «χημεία», που απαιτεί έναν σταθερό κορμό. Και θερμή υποστήριξη από τους οπαδούς, οι οποίοι -πουθενά- δεν αγαπούν τον αλλοδαπό μισθοφόρο περαστικό. Παρά μόνον αν είναι «σούπερ».
Αυτό ισχύει και στο υψηλότερο επίπεδο, της Ευρωλίγκας. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι -με εξαίρεση τη Μακάμπι- οι ομάδες που τα τελευταία χρόνια κατέκτησαν το τρόπαιο είχαν ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα. Ο Ολυμπιακός (Σπανούλης, Πρίντεζης, Μάντζαρης, Σλούκας, Παπανικολάου), η Ρεάλ και -φέτος- η ΤΣΣΚΑ, η οποία είχε στο δυναμικό της τους καλύτερους ρώσους παίκτες (μαζί με τη Χίμκι).
Μέχρι το καλοκαίρι του 1988, οι αλλοδαποί καλαθοσφαιριστές ήταν απαγορευμένος καρπός για τους ελληνικούς συλλόγους, οι οποίοι μπορούσαν να τους χρησιμοποιούσαν μόνο στην Ευρώπη
Αλλά τίποτε σωστό δεν γίνεται με το ζόρι. Για κάθε περιορισμό που κλείνει μια πόρτα, υπάρχει τουλάχιστον ένα «παραθυράκι». Με τη φάμπρικα που έχει ανοίξει με τα διαβατήρια, όλοι οι κανονισμοί έχουν γίνει κουρελόχαρτα. Τα Τρίκαλα, για παράδειγμα, έπαιζαν με έξι ξένους. Οποια ομάδα ήθελε να βρει φθηνούς αλλοδαπούς, από κάθε σημείο του ορίζοντα, έβρισκε. Το φαινόμενο είναι διεθνές. Οπότε, τι είναι προτιμότερο; Να μην υπάρχουν περιορισμοί ή να «βαπτίζεται» ο Ντόελμαν Κοσοβάρος, ο Λαφαγέτ Κροάτης και ο Ντίξον Τούρκος;
Αυτή η γελοιότητα ήταν και ένας από τους δυο λόγους για τους οποίους η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης άνοιξε τα σύνορα στους ξένους παίκτες, το 1988: η επιδημία των ελληνοποιήσεων παικτών, κυρίως από τα γειτονικά βαλκανικά κράτη και -ειδικότερα- από την ενιαία, τότε, Γιουγκοσλαβία. Ο άλλος λόγος ήταν οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες του Αρη, του «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ εκείνη την εποχή, που δεν μπορούσε να προσελκύσει καλούς Αμερικανούς, οι οποίοι απαιτούσαν εγγυημένα (για ένα χρονικό διάστημα) συμβόλαια.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1988, οι αλλοδαποί καλαθοσφαιριστές ήταν απαγορευμένος καρπός για τους ελληνικούς συλλόγους, οι οποίοι μπορούσαν να τους χρησιμοποιούσαν μόνο στην Ευρώπη. Ετσι προσλάμβαναν Αμερικανούς… με το παιχνίδι, αφού οι περισσότεροι δεν προχωρούσαν πέρα από έναν ή δυο προκριματικούς γύρους στα τρία ευρωπαϊκά Κύπελλα της εποχής.
Οι καλοί ξένοι άρχισαν να έρχονται, όταν έγιναν full time. Κι αν ο Γκάλης απογείωσε το μπάσκετ την Ελλάδα, εκείνοι το κράτησαν ψηλά. Να θυμηθούμε, ποιοι είχαν έρθει; Ο Ολυμπιακός έφερε τον παγκίτη, αλλά εξαιρετικά εντυπωσιακό, φόργουορντ του ΝΒΑ, Κάρεϊ Σκάρι. Θα του έδινε 300.000 δολάρια, ποσό που -σήμερα- πολλές ομάδες μας δεν πληρώνουν για όλους τους ξένους τους μαζί. Του τα ‘φαγε ο Γιώργος Κοσκωτάς.
Η ΑΕΚ έφερε έναν άλλον ΝΒΑer, τον Ντάνι Βρέινς, νούμερο 5 του ντραφτ το 1981. Ούτε αυτός πήρε χρήματα. Μια μέρα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Μόνον ο Μάκης Ψωμιάδης γνώριζε την αλήθεια για το τι του συνέβη. Ο Αρης είχε τον καναδό σέντερ, Γκρεγκ Γουίλτζερ. Ο Παναθηναϊκός τον Εντγκαρ Τζόουνς, που είχε παίξει έξι χρόνια στο ΝΒΑ. Ο Πανιώνιος, τον «βασιλιά των ριμπάουντ», Μαρκ Λαντσμπέργκερ, που ήταν παγκίτης στους Μπουλς και τους Λέικερς. Ο Ηρακλής, έναν παίκτη των 40 πόντων ανά αγώνα. Ακόμη και ο Απόλλων Πατρών ψώνισε «σούπερ» παίκτη, τον Μαρκ Πετγουέι.
Το 1992, οι ξένοι έγιναν δύο. Ιδίως μετά τον «Νόμο Μποσμάν», η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το μπάσκετ άλλαξε, όπως η ζωή μας ολόκληρη έγινε αγνώριστη με την παγκοσμιοποίηση. «Ζούμε στην εποχή που έχουν καταργηθεί τα σύνορα», τόνισε κάποτε ο Ζόρντι Μπερτομέου. Η Ευρωλίγκα του, όπως και το ΝΒΑ, οι δύο κορυφαίες μπασκετικές λίγκες του κόσμου, έφτασαν τόσο ψηλά ακολουθώντας μόνον έναν κανόνα: «να παίζει ο καλύτερος». Τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει. Και χθες, μας συνέβη ένα ακόμη αναπόφευκτο. Με επισπεύδοντα τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο, ο οποίος τη χρονιά που το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ καλωσόρισε τους ξένους παίκτες, ήταν μόλις 14 ετών.
Το πόσο ευνοεί τις ομάδες ο νέος νόμος, φάνηκε στην ψηφοφορία του ΕΣΑΚΕ. Εντεκα από τις δεκατρείς συντάχθηκαν με την πρότασή του. Ο Παναθηναϊκός έριξε την εισήγησή του στο τραπέζι, όταν έχασε τον σπουδαίο κοινοτικό, Βίκτορ Κλαβέρ, που πήγε στην Μπαρτσελόνα. Αλλοι κοινοτικοί πρώτης ποιότητας δεν κυκλοφορούν ελεύθεροι στην αγορά. Ο Ολυμπιακός (που διαθέτει έναν Αμερικανό γεννημένο στην Ιταλία, τον Χάκετ, και έναν Αμερικανό με βελγικό διαβατήριο, τον Λοτζέσκι) μειοψήφησε -μάλλον- για να πάει κόντρα στον Παναθηναϊκό.
Σε ένα πράγμα έχει απόλυτο δίκιο: αυτή η ιστορία έπρεπε να ανοίξει την επόμενη σεζόν. Ο Ολυμπιακός έχει σχεδόν φτιάξει το ρόστερ του. Ο ΠΑΟΚ έχει πάρει δύο κοινοτικούς (τον έναν, τον Λετονό Πέινερς, τον έκλεισε χθες). Είναι αστείο, έτσι κι αλλιώς, να ισχύουν άλλοι κανονισμοί μέχρι τον Ιανουάριο, κι άλλοι μετά, στο ίδιο πρωτάθλημα. Αν και όχι πρωτοφανές, σε αυτή τη χώρα.
Αλλά, ας μη σκαλώνουμε στα τυπικά. Η ουσία είναι ότι τα καλύτερα παιδιά μας θα τα αρπάζει το ΝΒΑ. Διότι, στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα, ο συνδυασμός του πρωταθλητισμού με τις καλές μαθητικές επιδόσεις είναι -πλέον- αδύνατος. Σήμερα, ένας νέος δεν μπορεί να κάνει προπόνηση πρωί – απόγευμα. Ιδίως αν πρέπει να πληρώνει από την τσέπη του: την ενδυνάμωση, τα ατομικά προγράμματα, τις θεραπείες. Διαλύσαμε τον σχολικό αθλητισμό και τα εφηβικά πρωταθλήματα, λόγω των Πανελληνίων Εξετάσεων, αφήσαμε τις εγκαταστάσεις να ρημάξουν, αφήσαμε απλήρωτους τους προπονητές. Δεν μας φταίνε οι (όποιοι) κανονισμοί, που δεν βγάζουμε ταλέντα.
Υ.Γ: Τι θα κάνει τώρα ο Παναθηναϊκός, που τόσο πολύ ήθελε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων; Αραγε, θα πάρει δύο κοινοτικούς τώρα και στον δεύτερο γύρο θα τους αλλάξει με Αμερικανούς;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News