Με απόλυτο φαβορί τον επί οκταετία πρωθυπουργό, Βίκτορ Ορμπαν, διεξάγονται την Κυριακή 8 Απριλίου, οι βουλευτικές εκλογές στην Ουγγαρία.
Η επανεκλογή του αρχηγού του δεξιού, εθνικιστικού κόμματος «Ένωση Νεαρών Δημοκρατών» (FIDESZ) θεωρείται βέβαιη και το μόνο που μένει να απαντηθεί είναι τελικά θα μπορέσει να αποσπάσει και πάλι την απόλυτη πλειοψηφία ή ακόμη και την πλειοψηφία των δύο τρίτων που του έδωσε την ευκαιρία κατά τις δύο προηγούμενες θητείες του να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές -κατά άλλους αυταρχικές και αντιευρωπαϊκές- αλλαγές, ώστε να παραμείνει για μια ακόμη τετραετία ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής στην Ουγγαρία.
Ανάμεσά τους, η αλλαγή του εκλογικού νόμου υπέρ του κόμματος του, μειώνοντας τον αριθμό των εδρών της Βουλής από 386 σε 199, ενισχύοντας και το πλειοψηφικό στοιχείο σε ένα μικτό σύστημα (λίστας και απευθείας εκλογής), ενώ και οι νέες εκλογικές περιφέρειες φέρεται να προσαρμόστηκαν αποκλειστικά στις ανάγκες του δικού του κόμματος.
Μία ακόμη αντιδραστική παρέμβαση του Ορμπαν που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών σε διεθνές επίπεδο, ήταν η αλλαγή του Συντάγματος, με τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή ο αμφιλεγόμενος νόμος περί Τύπου.
Στο μεταναστευτικό η Ουγγαρία αρνήθηκε να εφαρμόσει το σύστημα ποσοστώσεων, στο Κράτος Δικαίου το Ευρωκοινοβούλιο είναι στη διαδικασία να ενεργοποιήσει το άρθρο 7 για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Βουδαπέστης και όλα αυτά ενώ είναι σε εξέλιξη εκστρατεία της κυβέρνησης Ορμπαν κατά του δισεκατομμυριούχου Τζορτζ Σόρος.
Τα τελευταία χρόνια ο Όρμπαν έχει αναδείξει σε νούμερο 1 εχθρό της Ουγγαρίας τον πολυεκατομμυριούχο Τζορτζ Σόρος, τον οποίο και κατηγορεί ότι κρύβεται πίσω από τις προσφυγικές ρόες, που όπως λέει, «απειλούν να διαλύσουν την Ευρώπη».
Ο Βίκτορ Όρμπαν γεννήθηκε στις 31 Μαΐου του 1963 στο Σεκεσφεχερβάρ της Ουγγαρίας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Βουδαπέστη, αλλά και στην Οξφόρδη με υποτροφία του ιδρύματος Σόρος.
Τον Ιανουάριο του 1990 κέρδισε μία έδρα στο πρώτο κοινοβούλιο της μετακομουνιστικής Ουγγαρίας. Το 1993 κέρδισε την προεδρία του κόμματος «Φιντές» και τον Μαϊο του 1998 έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας, θέση που διατήρησε μέχρι και το 2002.
Μετά την εκλογική ήττα του κόμματος του, πολλοί θέωρησαν ότι η πολιτική καριέρα του Βίκτορ Όρμπαν έιχε φτάσει στο τέλος της. Όμως ο πρώην πρωθυπουργός εργάστηκε μεθοδικά, αφουγκράστηκε τις ανησυχίες της ουγγρικής κοινωνίας και σταδιακά υιοθέτησε πιο δεξιές θέσεις.
Το 2010 επέστρεψε θριαμβευτικά στην εξουσία, αφού το κόμμα του συγκέντρωσε το 52% των ψήφων. Το κόμμα του επικράτησε και στις εκλογές του 2014.
Στις εκλογές της 8ης Απριλίου ο Όρμπαν διεκδικεί την 4η πρωθυπουργική θητεία.
Ο ίδιος δεν έχει κρύψει τους ισχυρούς δεσμούς που τον συνδέουν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ έχει υιοθετήσει ιδιαίτερα σκληρή στάση στο προσφυγικό. Αρνείται να φιλοξενήσει πρόσφυγες και δεν δέχεται την πολιτική των ποσοστώσεων που εφαρμόζουν οι Βρυξέλλες. Πολιτικοί αντίπαλοι και διεθνής τύπος τον χαρακτηρίζουν αντιδημοκράτη, αντιευρωπαίο ακόμη και ακροξεξιό.
Η ακροδεξιά πάντως στην Ευρωβουλή τον εξυμνεί. Ενδεικτική ήταν δήλωση του Νάιτζελ Φάρατζ:
«Ο Βίκτορ Ορμπαν είναι ο πιο δυνατός ηγέτης στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Στηρίζει το έθνος κράτος. Στηρίζει τις χριστιανικές αξίες της χώρας του. Είχε το κουράγιο να επιτεθεί στον Σόρος. Και στους ανθρώπους σαν κι αυτόν. Εάν ήμουν Ούγγρος, θα ήξερα ακριβώς ποιον θα ψήφιζα».
Απειλή μόνο η αποχή
Αυτοπαρουσιαζόμενος ως προστάτης της χριστιανικής Ουγγαρίας από την απειλή των μουσουλμάνων μεταναστών, ο Ορμπαν κατόρθωσε να διατηρήσει τη δημοτικότητά του και το εντυπωσιακό προβάδισμα του κόμματός του σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, με ποσοστό 47-51 %, παρά τις αποκαλύψεις σκανδάλων στα οποία φέρονται να ενέχονται συγγενικά του πρόσωπα ή έμπιστα κομματικά στελέχη του.
Μόνη απειλή για την παντοκρατορία του αποτελεί το ποσοστό της αποχής στις εκλογές της 8ης Απριλίου.
«Εάν το ποσοστό συμμετοχής είναι υψηλότερο από 70 %, τότε το FIDESZ δεν συγκεντρώνει κυβερνητική πλειοψηφία», ανέφερε παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης, ο Γκάμπορ Βόνα, αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος “Jobbik”, του δεύτερου σε δύναμη στην απερχόμενη Βουλή.
Το Jobbik βρίσκεται δεύτερο σε όλες τις δημοσκοπήσεις, με ποσοστό 13-19 %, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται τα δύο-τρία τελευταία χρόνια αρκετά μετριοπαθής, σε σύγκριση με το παρελθόν, προσπαθώντας, σύμφωνα με τους αναλυτές, να δώσει κάποιο κεντρώο προφίλ στο κόμμα του, που, σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου, επιτρέπεται να αποκαλείται «νεοναζιστικό».
Το ποσοστό της συμμετοχής θα είναι καθοριστικό, καθώς όπως εκτιμάται αν είναι κάτω του 60%, η νίκη του κυβερνώντος κόμματος θα ήταν άνετη ενώ ένα ποσοστό πάνω από 63 % θα του δημιουργούσε δυσκολίες.
Στην τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις βρίσκονται οι Σοσιαλιστές (MSZP) με επικεφαλής υποψήφιο τον Γκέργκελι Καρατσόνι και ποσοστό 13-18%, στην τέταρτη το αριστερό κόμμα Δημοκρατικός Συνασπισμός (DK) του πρώην σοσιαλιστή πρωθυπουργού Φέρεντς Τζιούρτσιανι με 5-8% και ακολουθούν οι Οικολόγοι (LMP) της Mπερναντέτ Στσελ, που εμφανίζονται στο 4-8%, ενώ για την εκπροσώπηση στη Βουλή υπάρχει ένα όριο 5%.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News