Μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο, οι γιατροί στη βορειοδυτική Συρία πίστευαν ότι είχαν σχεδόν νικήσει και είχαν περιορίσει την επιδημία χολέρας που μάστιζε την περιοχή. Περίπου 50.000 κρούσματα και 100 θάνατοι είχαν καταγραφεί στην Ιντλίμπ και στις γειτονικές επαρχίες του Χαλεπίου μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου.
Η επιδημία είχε εξαπλωθεί ακόμη και στον γειτονικό Λίβανο, όταν εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα στη χώρα από το 1993, με συνέπεια τουλάχιστον έναν θάνατο. Μια προγραμματισμένη εκστρατεία εμβολιασμού είχε σκοπό να σηματοδοτήσει το τέλος της αύξησης των κρουσμάτων.
Στη συνέχεια, οι δύο μεγάλοι σεισμοί έπληξαν την περιοχή στις αρχές Φεβρουαρίου, επιδεινώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης, καταστρέφοντας υποδομές και εκτοπίζοντας πολλούς ανθρώπους που είχαν ήδη καταφύγει στην Ιντλίμπ για να γλιτώσουν από τις μάχες. Οι σεισμοί σκότωσαν περισσότερους από 4.000 ανθρώπους στη βορειοδυτική Συρία. Οι πλημμύρες και οι ανεμοθύελλες κατέστρεψαν χιλιάδες σπίτια τις εβδομάδες μετά τους σεισμούς, σύμφωνα με τον Guardian.
Σε πρόχειρους καταυλισμούς, απλωμένους στους βραχώδεις λόφους, σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι, εκτοπισμένοι λόγω του πολέμου, προσπαθούσαν ήδη να επιβιώσουν σε αυτοσχέδια σπίτια σε μια μικρή περιοχή ελεγχόμενη από τους αντάρτες. Πολλοί δεν είχαν πρόσβαση σε βασικές εγκαταστάσεις υγιεινής ή πηγή καθαρού νερού, γεγονός που τους καθιστούσε ευάλωτους σε ασθένειες που μεταδίδονται από μολυσμένα τρόφιμα και νερό.
Η καταστροφή που προκάλεσαν οι σεισμοί έκανε αναπόφευκτη την αναζωπύρωση της χολέρας. Μέχρι τις αρχές Απριλίου, περισσότερα από 13.000 κρούσματα και τουλάχιστον 23 επιβεβαιωμένοι θάνατοι είχαν καταγραφεί στην περιοχή.
«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να περιορίσουμε το ξέσπασμα», λέει ο υγειονομικός υπάλληλος Χουσεΐν Μπαζάρ, στους διαδρόμους του νοσοκομείου Μπαμπ αλ-Χάουα, στα σύνορα με την Τουρκία. Μια προμήθεια εμβολίων κατά της χολέρας έφτασε στην Ιντλίμπ 10 ημέρες πριν από τους σεισμούς, λέει. «Η χολέρα, όμως, παραμερίστηκε μετά τους σεισμούς, δεδομένης της περιορισμένης χωρητικότητάς μας».
«Ανησυχώ, καθώς οι σεισμοί επηρέασαν την παροχή νερού και οι βασικές υποδομές καταστράφηκαν», λέει ο Δρ Βαζίχ-αλ-Καράτ, καθώς περπατάει ανάμεσα στα κρεβάτια σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο που κάποτε ήταν σχολείο, στην πόλη Χαράμ. Γύρω του, παιδιά κλαίνε στα κρεβάτια τους και η έλλειψη βασικών προμηθειών είναι εμφανής στα ράφια από πάνω τους.
Η αναζωπύρωση της χολέρας σε ολόκληρη τη Συρία, μια από τις 22 χώρες που ανέφεραν κρούσματα τον περασμένο χρόνο, τροφοδοτείται από μακροπρόθεσμα προβλήματα υποδομών που μαστίζουν το βόρειο τμήμα της χώρας, καθώς και την παρεμπόδιση από την κυβέρνηση της παροχής εξωτερικής βοήθειας.
Ο Μοχάμεντ Αλ Τζασέμ, συντονιστής Υγείας για τη Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης στη Συρία, λέει ότι οι σεισμοί κατέστησαν ακόμη πιο δύσκολο τον περιορισμό της χολέρας, δεδομένης της ζημιάς στις υποδομές υγειονομικής περίθαλψης και της μετακίνησης των εκτοπισμένων πληθυσμών, καθώς και του κινδύνου επιθέσεων από την κυβέρνηση της Δαμασκού. Οι γιατροί που έφτασαν στη βόρεια Συρία, χρησιμοποιώντας τους διαδρόμους βοήθειας που άνοιξαν ξανά μετά τους σεισμούς, μιλούν για σοβαρές καθυστερήσεις στη μεταφορά ζωτικών αγαθών.
«Ως συνέπεια του σεισμού, οι δραστηριότητες επιτήρησης για τη χολέρα τέθηκαν προσωρινά σε αναμονή, ορισμένα κέντρα θεραπείας χολέρας χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρα τραύματος και άλλα ως καταφύγια για τις εκτοπισμένες κοινότητες», λένε. «Οι συνθήκες στα κέντρα υποδοχής χαρακτηρίζονται από συνωστισμό και ελλείψεις νερού και αποχέτευσης. Μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για την εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών και απειλεί όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα για τον περιορισμό της χολέρας».
Μια εκστρατεία εμβολιασμού από στόματος κατά της χολέρας τις εβδομάδες πριν από την έναρξη του Ραμαζανιού έφτασε σε 1,7 εκατομμύρια ανθρώπους στη βόρεια Συρία, σύμφωνα με τη Unicef. Μια δεύτερη εκστρατεία εμβολιασμού κατά της χολέρας πρόκειται να ξεκινήσει στο τέλος του ισλαμικού ιερού μήνα, με στόχο να εμβολιαστούν άλλα 1,2 εκατομμύρια άτομα.
Παρά την εκστρατεία εμβολιασμού, ο Αμάρ Αμάρ, εκπρόσωπος της Unicef, λέει ότι οι συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην περεταίρω εξάπλωση της νόσου. «Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των εκτοπισθέντων στα κέντρα υποδοχής μειώνεται, ο κίνδυνος αύξησης των υδατογενών ασθενειών όπως η χολέρα παραμένει εξαιρετικά υψηλός λόγω του υπερπληθυσμού, των εκτεταμένων ζημιών στις υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης και των ζημιών στις υποδομές θεραπείας της χολέρας», λέει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News