Ο Εστεμπάν Βολκόφ ήταν ο εγγονός του Λέοντος Τρότσκι και ήταν παρών όταν ο εξόριστος ρώσος επαναστάτης παππούς του άφηνε την τελευταία του πνοή, δολοφονημένος στο Μεξικό το 1940 κατ’ εντολή του πρώην συντρόφου του, σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν. Ο Βολκόφ είχε αφιερώσει τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στη διατήρηση της κληρονομιάς του Τρότσκι.
Ο εγγονός τού εκ των ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης πέθανε στις 16 Ιουνίου, σε ηλικία 97 ετών, στην πόλη Τεποζτλάν, της επαρχίας της Πόλης του Μεξικού, Κογιοακάν – στην ίδια πόλη όπου δολοφονήθηκε ο Τρότσκι. Ζούσε εκεί από τα 13 του, όταν ο παππούς του ανέλαβε επισήμως την κηδεμονία του.
Η κόρη του Εστεμπάν, Νόρα, επιβεβαίωσε τον θάνατο, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένη αιτία. Είπε ότι ο πατέρας της έχασε την όρασή του νωρίτερα φέτος και μπήκε σε ένα γηροκομείο του Τεποζτλάν, νότια της πρωτεύουσας. Ο Βολκόφ ήταν συνταξιούχος χημικός μηχανικός όταν, το 1990, άνοιξε ένα μουσείο στο σπίτι της Κάγιε Βιένα, όπου ζούσε με τον παππού του, αναφέρει το ρεπορτάζ της Washington Post.
Τα εγκαίνια του μουσείου συνέπεσαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και έναν χρόνο πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος που ο Τρότσκι, μαζί με τον Βλαντίμιρ Λένιν, είχαν δημιουργήσει. Ο σκοπός του εκθεσιακού χώρου ήταν να προσελκύσει εκ νέου τα φώτα της δημοσιότητας στον άνθρωπο που ο Στάλιν είχε στείλει εξορία, εν μέσω ενός αγώνα εξουσίας για να ηγηθεί της Σοβιετικής Ενωσης, μετά τον θάνατο του Λένιν το 1924.
Ο Στάλιν χαρακτήρισε τον Τρότσκι αντεπαναστάτη και προσπάθησε να τον διαγράψει από τη σοβιετική ιστορία. «Δεν ζητάμε πολιτική αποκατάσταση γιατί ο παππούς μου δεν τη χρειάζεται», είπε ο Βολκόφ στους Los Angeles Times για τον Τρότσκι, ο οποίος έλαβε άσυλο από τον αριστερό πρόεδρο του Μεξικού και μετακόμισε εκεί το 1937. «Θέλουμε την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Η αλήθεια είναι βασικό στοιχείο της προόδου. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά χωρίς αυτήν».
Το Μουσείο Λέων Τρότσκι διοικείται τώρα από το μεξικανικό κράτος και δέχεται περισσότερους από 50.000 επισκέπτες ετησίως. Ο Τρότσκι προειδοποίησε τον εγγονό του να μείνει μακριά από την πολιτική για τη δική του ασφάλεια – και αυτός τον υπάκουσε. Το μουσείο δεν προοριζόταν να χρησιμεύσει ως ναός αφιερωμένος στην πολιτική του παππού του, αλλά για να αναλύσει το πολιτικό ταξίδι ενός ανθρώπου που είχε γεννηθεί με το όνομα Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν και καταγόταν από πλούσια εβραϊκή οικογένεια.
Ο Βόλκοφ γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1926 στη Γιάλτα, στη χερσόνησο της Κριμαίας, που ήταν μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας και παρέμεινε τέτοια υπό τους Σοβιετικούς. Οταν η Ουκρανία κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη διαλυμένη Σοβιετική Ενωση το 1991, η Κριμαία έγινε μέρος της Ουκρανίας και εξακολουθεί να είναι, παρότι έχει καταληφθεί από ρωσικές δυνάμεις εισβολής από το 2014.
Η μητέρα του, Ζινάιντα, ήταν μια από τις δύο κόρες του Τρότσκι. Ο πατέρας του, Πλάτων Βολκόφ, ήταν υποστηρικτής του Τρότσκι, και αργότερα συνελήφθη και εξαφανίστηκε στις φυλακές του Στάλιν, όπου φέρεται να δολοφονήθηκε από το καθεστώς.
Η Ζινάιντα πήρε άδεια να φύγει από τη Σοβιετική Ενωση με τον γιο της, τότε 5 ετών, για να επισκεφτεί τον πατέρα της, ο οποίος είχε εξοριστεί σε ένα νησί στη Θάλασσα του Μαρμαρά, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Για λόγους που έγιναν σαφείς στον Βόλκοφ δεκαετίες αργότερα, η ελαφρώς μεγαλύτερη ετεροθαλής αδερφή του, Αλεξάντρα, έμεινε πίσω — και δεν την είδε για τα επόμενα 57 χρόνια.
Το 1932, φοβούμενος για την ασφάλεια της κόρης και του εγγονού του, ο Τρότσκι τους είπε να πάνε στο Βερολίνο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η Ζινάιντα αρρώστησε από φυματίωση. Θλιμμένη και πάσχοντας από κατάθλιψη, αυτοκτόνησε, σύμφωνα με τον γιο της, τοποθετώντας το κεφάλι της κοντά σε έναν σβηστό φούρνο αερίου στο διαμέρισμά τους.
Φίλοι της έστειλαν το παιδί σε ένα σχολείο στην αυστριακή πρωτεύουσα, Βιέννη, το οποίο διοικούσαν οι αυτοαποκαλούμενοι «μαθητές» του ψυχιάτρου Ζίγκμουντ Φρόιντ, προτού ο θείος του, Λεβ Σέντοφ, τον πάρει στο Παρίσι το 1934. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Σέντοφ βρέθηκε νεκρός σε ένα παρισινό νοσοκομείο, ενώ νοσηλευόταν για σκωληκοειδίτιδα, με πολλούς ιστορικούς να πιστεύουν ότι είχε δηλητηριαστεί από σταλινικούς πράκτορες.
Ο Βολκόφ υπολόγισε αργότερα ότι, συνολικά, 30 συγγενείς του σκοτώθηκαν, ή εξαφανίστηκαν (ή –όπως η μητέρα του– οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία) από το καθεστώς του Στάλιν. Σύντομα ο νεαρός στάλθηκε στο Μεξικό για να συναντήσει τον παππού του, ο οποίος τον αποκαλούσε Εστεμπάν στην ισπανόφωνη χώρα.
Αν και βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ευρώπη, ο Βολκόφ δεν ήταν απόλυτα ασφαλής. Τον Μάιο του 1940, πυροβολήθηκε στο πόδι κατά τη διάρκεια απόπειρας δολοφονίας του Τρότσκι στο σπίτι του. Ενοπλοι, με επικεφαλής τον Μεξικανό τοιχογράφο και οπαδό του Στάλιν, Ντέιβιντ Αλφάρο Σικέιρος, διέρρηξαν την ομάδα ασφαλείας της οικογένειας και σάρωσαν την κρεβατοκάμαρα του Τρότσκι με σφαίρες από αυτόματα όπλα.
Η σύζυγος του Τρότσκι έσπρωξε τον άντρα της σε μια γωνία και επέζησαν και οι δύο. Αλλά οι ένοπλοι πυροβόλησαν ακολούθως το διπλανό υπνοδωμάτιο, όπου κοιμόταν ο νεαρός Βολκόφ. «Ημουν πολύ, πολύ τυχερός», θυμήθηκε σε συνέντευξή του το 2012 στην ισπανική εφημερίδα El País. «Ενας ένοπλος πυροβόλησε έξι φορές στο στρώμα μου, αλλά είχα προλάβει να πηδήξω κάτω από το κρεβάτι. Θυμάμαι ακόμα τον τρομερό θόρυβο και τη μυρωδιά της πυρίτιδας».
Λίγους μήνες αργότερα, στις 20 Αυγούστου, ο Βολκόφ επέστρεφε στο σπίτι από το σχολείο, όταν είδε τον Τρότσκι να αιμορραγεί μέχρι θανάτου, αλλά να στέκεται αγέρωχος στην αγκαλιά των σωματοφυλάκων του και της συζύγου του, Ναταλία Σέντοβα. «Κράτα το αγόρι μακριά. Δεν πρέπει να το δει αυτό!», θυμάται τον παππού του να φωνάζει.
Ο δράστης, ο ισπανικής καταγωγής σταλινικός Ραμόν Μερκάντερ, είχε βρει τον δρόμο προς το σπίτι του επαναστάτη με το πρόσχημα ότι ήταν θαυμαστής, και στη συνέχεια επιτέθηκε στον Τρότσκι με μια ορειβατική αξίνα, που είχε κρύψει μέσα στο παλτό του.
Ο Βολκόφ είδε το ματωμένο σώμα του παππού του να μεταφέρεται σε φορείο. Ο Τρότσκι, ο οποίος μαζί με τον Λένιν είχε βοηθήσει στην ανατροπή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της επανάστασης των Μπολσεβίκων του 1917, πέθανε από τα τραύματά του την επόμενη ημέρα, σε ηλικία 60 ετών.
Ο δολοφόνος του, Μερκάντερ, καταδικάστηκε και πέρασε σχεδόν 20 χρόνια σε μια μεξικανική φυλακή, προτού μετακομίσει στη Σοβιετική Ενωση, όπου έλαβε υποδοχή ήρωα. Φίλος του ηγέτη της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα στην πρωτεύουσα Αβάνα το 1978.
Μετά τη δολοφονία, η δεύτερη σύζυγος του Τρότσκι, Νατάλια, φρόντιζε τον Βολκόφ σε όλη την εφηβεία του. Φοίτησε στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, από όπου πήρε πτυχίο χημικού μηχανικού. Προσελήφθη στη μεξικανική φαρμακευτική εταιρεία Syntex και, μέσω της δουλειάς του πάνω στη σύνθεση στεροειδών ορμονών, συμμετείχε στην ανάπτυξη του πρώτου αντισυλληπτικού χαπιού.
Ηταν παντρεμένος με την Παλμίρα Φερνάντεζ, από το 1953, μέχρι τον θάνατό της το 1997. Εκτός από τη Νόρα, η οποία είναι διευθύντρια του Εθνικού Ινστιτούτου για την Κατάχρηση Ναρκωτικών στην αμερικανική πόλη Μπεθέσντα, της Πολιτείας του Μέριλαντ, ο Βολκόφ είχε άλλες τρεις κόρες, τη Βερόνικα, την Πατρίσια και τη Νατάλια, και επτά εγγόνια.
Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του γνωρίζοντας ελάχιστα πράγματα για τη μοίρα της ετεροθαλούς αδερφής του, Αλεξάντρα, μέχρι που έλαβε μια κλήση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από έναν γάλλο ιστορικό, τον Πιερ Μπρουέ, που του είπε ότι εκείνη ζούσε στη Μόσχα, αλλά πέθαινε από καρκίνο. Εν μέσω της πολιτικής γκλάσνοστ, τουτότε σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Βολκόφ έλαβε άδεια το 1988 να επισκεφθεί την Αλεξάντρα.
Ο Στάλιν είχε τονίσει στα έγγραφα εξόδου της μητέρας του Βολκόφ ότι μπορούσε να πάρει μαζί της μόνο το μικρότερο παιδί της. Η Αλεξάντρα πέρασε πολλά χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας στο Καζακστάν, την τότε σοβιετική δημοκρατία, μαζί με άλλους «εχθρούς του λαού». Απελευθερώθηκε μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953.
Ο Βολκόφ περιέγραψε την επανασύνδεσή του με την Αλεξάντρα ως γλυκόπικρη. Μετά βίας μπορούσαν να επικοινωνήσουν, καθώς εκείνος είχε ξεχάσει τα ρωσικά και εκείνη δεν μιλούσε ισπανικά, αγγλικά ή γαλλικά. Ωστόσο, όπως είπε στην ακόλουθη συνέντευξη Τύπου, «είμαστε κάπως σαν ναυαγοί που συναντιόνταν σώοι και αβλαβείς στην παραλία».
Ο Βολκόφ χρησιμοποίησε παράλληλα την επίσκεψή του για να πιέσει το σοβιετικό κράτος να αποκαταστήσει το όνομα του παππού του, που είχε γίνει συνώνυμο του διαβόλου – ακόμα και η αναφορά του ονόματός του ήταν ταμπού στη χώρα για δεκαετίες. Ο Τρότσκι δεν αποκαταστάθηκε ποτέ επίσημα από το ρωσικό κράτος.
Η Νόρα θυμάται τον πατέρα της ως «έναν εξαιρετικό άνθρωπο, που μου μετέδωσε το πάθος του για την επιστήμη, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, ενώ με ενέπνευσε με την ανθεκτικότητά του. Του άρεσαν η φύση, τα βουνά, ο ωκεανός και αγαπούσε τη μουσική, με τον Σοστακόβιτς και τον Στραβίνσκι να είναι οι αγαπημένοι του συνθέτες. Δεν σταμάτησε ποτέ να περπατά, και μάλιστα πέθανε περπατώντας έξω από το γηροκομείο του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News