Με μια παρτίδα σκάκι περιγράφει τις συζητήσεις/ διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο Economist – μια παρτίδα στο πλαίσιο της οποίας τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ παίζουν, συγχρόνως, το ένα εναντίον του άλλου.
«Οι χώρες προετοιμάζονται ήδη για την αναμέτρηση που θα αρχίσει την επόμενη χρονιά και ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα δραματική. Ο κόσμος γύρω από την ΕΕ έχει αλλάξει, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, της ολοένα και πιο δύσκολης σχέσης της ηπείρου με την Κίνα και της ολοένα πιο επείγουσας φύσης της κλιματικής αλλαγής», γράφει το βρετανικό έντυπο, υποστηρίζοντας, πως, δεδομένων των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η ΕΕ, αυτό που χρειάζεται είναι μια «ριζική αλλαγή», όπως το έθεσε, μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.
Στην προκειμένη περίπτωση «ριζική αλλαγή» σημαίνει περισσότερα χρήματα. Ωστόσο οι χώρες που συμβάλλουν περισσότερο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, περιλαμβανομένων της Γερμανίας και της Ολλανδίας, σχεδόν σίγουρα θα είναι απρόθυμες να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, όποτε οι όποιες νέες δαπάνες για την κλιματική αλλαγή και την άμυνα, θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από περικοπές δαπανών σε άλλους τομείς.
«Από πού θα έρθουν τα χρήματα;», διερωτάται, οπότε, ο Economist. Στο δημοσίευμά του υπενθυμίζεται πως τα δύο μεγαλύτερα «πακέτα» είναι των γεωργικών επιδοτήσεων και της περιφερειακής πολιτικής (στόχος της οποίας είναι η ανάπτυξη των λιγότερων πλούσιων περιφερειών της ΕΕ). Στο πλαίσιο του τελευταίου, (επταετούς) κύκλου, για τις αγροτικές επιδοτήσεις δεσμεύτηκαν 380 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι το 1/3 του τακτικού προϋπολογισμού, ενώ 390 δισεκατομμύρια ευρώ κατέληξαν στο ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης.
Οπως σημειώνει o Economist, αμφότερα τα εν λόγω πακέτα θεωρούνται θεμελιώδη για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Οι αγροτικές επιδοτήσεις αποσκοπούν στην αποζημίωση των αγροτών για το σχετικό άνοιγμά τους στο παγκόσμιο εμπόριο, δίχως το οποίο (άνοιγμα) θα μπορούσαν να πωλούν τα προϊόντα τους σε υψηλότερες τιμές. Οι πόροι που προορίζονται για την περιφερειακή ανάπτυξη αποσκοπούν στην αποκατάσταση των ανισορροπιών που προκύπτουν στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά, η οποία ευνοεί τις περιφέρειες με υψηλή συγκέντρωση επιτυχημένων εταιρειών. Απώτερος σκοπός, όπως, μάλιστα, το έθεσε ο ιστορικός πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ είναι «μια Ευρώπη με θεμέλια τον ανταγωνισμό που κινητοποιεί, τη συνεργασία που ενδυναμώνει και την αλληλεγγύη που ενώνει».
Σύμφωνα, όμως, με τον βρετανικό μεν αλλά πάντα έγκριτο και ενημερωμένο Economist «ήρθε η ώρα να επανεξεταστούν παρόμοιες ιδέες. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται σκληρή η αλλαγή πολιτικών που ωφελούν τους αγρότες και τους φτωχούς της Ευρώπης. Ωστόσο τα φαινόμενα ενδέχεται να απατούν. Στην πραγματικότητα αυτοί που όντως ωφελούνται από τη γενναιοδωρία της ΕΕ είναι μάλλον λιγότερο άξιοι».
Οσον αφορά τις αγροτικές επιδοτήσεις, οι οικονομολόγοι γνωρίζουν εδώ και καιρό πως σε μεγάλο βαθμό καταλήγουν στους γαιοκτήμονες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η γη είναι ζωτικής σημασίας για τη γεωργική παραγωγή και, σε αντίθεση με τα λιπάσματα ή τα τρακτέρ, δύσκολα «παράγονται» νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. «Εάν η γεωργία καταστεί πιο κερδοφόρα λόγω των επιδοτήσεων, οι γαιοκτήμονες θα ανταποκριθούν, ως εκ τούτου, αυξάνοντας την τιμή της γης», εξηγεί ο Economist, επικαλούμενος πρόσφατη μελέτη που εκπόνησαν οι Εντοάρντο Μπαλντόνι και Πάβελ Τσιάιαν του Κοινού Κέντρου Μελετών (Joint Research Centre) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι δύο οικονομολόγοι με ειδίκευση στην αγροτική οικονομία παραθέτουν μια σειρά από ενδεικτικά στοιχεία, με πιο αξιοσημείωτο το ότι περισσότερο από το ένα πέμπτο των ευρωπαϊκών γεωργικών επιδοτήσεων καταλήγουν στους γαιοκτήμονες ενώ ο αριθμός θα ήταν ακόμη υψηλότερος εάν οι ευρωπαϊκές αγορές γης ήταν πιο ανταγωνιστικές.
Σε περιοχές με λίγες μεγάλες φάρμες, οι ιδιοκτήτες μικρών αγροτεμαχίων δυσκολεύονται να βρουν εναλλακτικούς ενοικιαστές, γεγονός που τους αναγκάζει να μειώνουν τις τιμές ενοικίασης. Επιπλέον οι αγρότες συχνά συνεννοούνται και συνασπίζονται, ώστε οι τιμές των αγροτικών εκτάσεων να παραμένουν χαμηλές: «δεν είναι σωστό να πληρώνεις περισσότερα για να διώξεις τον γείτονά σου από τη γη του», σχολιάζει σχετικά ο Economist. Εντούτοις, τα έσοδα των γαιοκτημόνων ενδέχεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, ακόμη και εάν το ποσοστό τους επί των επιδοτήσεων δεν αυξηθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αξία της γης είναι πιθανό να αυξηθεί λόγω των νέων πράσινων επιδοτήσεων.
Οσον αφορά τους πόρους για την περιφερειακή ανάπτυξη, «το σκεπτικό είναι ξεκάθαρο: η διοχέτευση μετρητών σε φτωχότερες περιοχές της ΕΕ, για έργα υποδομής, καινοτομία και άλλα παρόμοια, θα πρέπει να συνδράμει τις οικονομίες τους να αναπτύσσονται και, κατά συνέπεια, να συμβάλλει στη μείωση της ανισότητας», όπως συνοψίζει ο Economist.
Ωστόσο μια νέα μελέτη καταδεικνύει πως δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Ο Βάλεντιν Λανγκ από το Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ, ο Νιλς Ρέντεκερ από το Delors Center Berlin και ο Ντάνιελ Μπίσοφ από το Πανεπιστήμιο του Μούνστερ θεωρούν ότι οι περιφέρειες, όπως ορίζονται από την ΕΕ, είναι πολύ μεγάλες και διαφορετικές, ώστε να χρηματοδοτούνται κατάλληλα.
Συνδυάζοντας στοιχεία από έρευνες για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, που καλύπτουν την περίοδο από το 1989 έως το 2017, διαπίστωσαν ότι η ανισότητα εντός των περιφερειών της ΕΕ είναι πολύ πιο σημαίνουσα από τις διαφορές μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως τα όποια διαθέσιμα κεφάλαια θα πρέπει να αξιοποιούνται στοχευμένα, για τη στήριξη των πιο φτωχών περιοχών και νοικοκυριών εντός των όποιων λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για να απομονώσουν τις επιπτώσεις των περιφερειακών πολιτικών, οι τρεις ερευνητές συνέκριναν περιοχές που μόλις πληρούσαν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας με περιοχές που πληρούσαν τις περισσότερες αλλά όχι όλες τις προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην χρηματοδοτηθούν. Ελαβαν επίσης υπόψη τη διεύρυνση της ΕΕ, η οποία μείωσε ξαφνικά το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ενωσης – με βάση το οποίο κρίνεται ποιες περιφέρειες είναι οι φτωχότερες, και χρήζουν, άρα, αρωγής.
Εν τέλει διαπίστωσαν, όχι μόνο πως η χρηματοδότηση δεν ενισχύει την ανάπτυξη των όποιων, φτωχότερων περιφερειών, αλλά και ότι τα όποια οφέλη για τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι ελάχιστα. Συγχρόνως, όμως, επωφελούνται – δυσανάλογα με τις πραγματικές τους ανάγκες – τα πλουσιότερα νοικοκυριά. «Πράγματι τα άτομα που ανήκουν στο κορυφαίο 40% της κατανομής εισοδήματος βλέπουν τα ετήσια εισοδήματα να αυξάνονται δύο έως τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες γρηγορότερα», αναφέρει ενδεικτικά ο Economist.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης αυτό οφείλεται στο ότι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις τείνουν να υποστηρίζουν τη διατήρηση/δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης, καθώς, συνήθως, καταλήγουν να χρηματοδοτούν έργα που αναλαμβάνουν μεγαλύτερες, πιο τεχνικές εταιρείες. Τελικό συμπέρασμα: «Συνδράμοντας τους πλούσιους σε φτωχότερες περιφέρειες, οι επιδοτήσεις με στόχο τη σύγκλιση καταλήγουν να επιδεινώνουν την ανισότητα εντός των περιφερειών».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News