Δεν τους πάμε. Επειδή δεν μας πάνε. Αμοιβαία τα αισθήματα. Στον αγώνα – μπαράζ του Ζάγκρεμπ για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, τον περασμένο Νοέμβριο, η Εθνική μας έζησε μια κόλαση. Πρέπει, όμως, να το παραδεχθούμε: έγραψαν ιστορία. Αυτή η χώρα των τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων -ούτε μισό Λονδίνο δεν είναι- θα παίξει την Κυριακή (15/7) στον τελικό του Μουντιάλ. Μοιάζει πολύ με το δικό μας έπος, του 2004. Ιδίως αν οι Κροάτες γίνουν μόλις η ένατη ποδοσφαιρική φυλή που κατακτά το χρυσό αγαλματίδιο.
Για τους Ελληνες είναι μια κάποια δικαίωση, η ομάδα που τους στέρησε το ταξίδι στη Ρωσία να αποδεικνύεται «άπαιχτη». Γιατί σημαίνει πως είχαμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαμε – κι ας τα σούρναμε, τότε, στον Μίχαελ Σκίμπε και στους διεθνείς μας για την «τεσσάρα» στο πρώτο ματς. Μα, πιστεύαμε πραγματικά πως θα μπορούσαμε να τα βάλουμε με την Κροατία; Ναι. Επειδή αυτή η Κροατία (της Ρωσίας) δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την Κροατία (των προκριματικών). Γι’ αυτό, άλλωστε, έμπλεξε με τα μπαράζ και ίσα που πρόλαβε να πηδήσει στο τρένο για τη Μόσχα.
Ο Ζλάτκο Ντάλιτς, ο σημερινός της προπονητής, ανέλαβε την ομάδα σε μια πολύ δύσκολη περίοδο, έβαλε το ατομικό ταλέντο των παικτών της σε καλούπι, τους έπεισε -όσο γινόταν- να παίζουν ο ένας για τον άλλον, και επέβαλε πειθαρχία, που για τις «ντίβες» των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων ήταν… άγνωστη λέξη. Δεν δίστασε να διώξει από την κροατική αποστολή στη Ρωσία, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, τον «άτακτο» Νίκολα Κάλινιτς, έναν από τους καλύτερους επιθετικούς του.
Οταν η (ποδοσφαιρομάνα, από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας) Κροατία έγινε ομάδα, η ποιότητα των παικτών της φάνηκε στο 100%. Ο Μόντριτς, ο Ράκιτιτς, ο Πέρισιτς, ο Μάντζουκιτς, ξεπέρασαν ακόμη και τους θρυλικούς προγόνους τους. Τη γενιά του Νταβόρ Σούκερ, του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, του Ρόμπερτ Προσινέτσκι και του Αλιόσα Ασάνοβιτς, που το 1998 αποκλείστηκε στον ημιτελικό από τους Γάλλους, με δύο γκολ του Τιράμ (δεν σκόραρε ποτέ ξανά στην καριέρα του). Και την Κυριακή, ακριβώς 20 χρόνια και μια εβδομάδα μετά, θα επιδιώξουν να πάρουν τη ρεβάνς από τους «Τρικολόρ».
Η Γαλλία είναι ανώτερη ομάδα, όμως σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο η Κροατία φαίνεται να ακολουθεί το πεπρωμένο της. Τρύπωσε στα γήπεδα της Ρωσίας την ώρα που οι πόρτες έκλειναν, και εκεί έκανε το απίθανο: αν και βρέθηκε πίσω στο σκορ και στα τρία νοκ-άουτ ματς που έδωσε (με Δανία, Ρωσία και Αγγλία), στο τέλος βγήκε νικήτρια σε όλα. Ποτέ άλλοτε οι «μπλαζέ» Κροάτες δεν είχαν εμφανιστεί τόσο μαχητικοί, τόσο ομαδικοί, τόσο αποφασιστικοί. Τους βοήθησε, βεβαίως, και η διαδρομή. Καμία από τις τρεις ομάδες που αντιμετώπισαν δεν είναι Ουρουγουάη ή Βέλγιο, που βρέθηκαν στο δρόμο των Γάλλων.
Η Αγγλία έδωσε την εντύπωση ότι την τρόμαξε η προοπτική της επιτυχίας. Επρεπε να είχε φορέσει τα κόκκινα – είχε δίκιο ο Στίβεν Χόκινγκ, ο διάσημος αστροφυσικός που είχε μελετήσει δεκάδες αγώνες των «Τριών Λονταριών» και είχε συμπεράνει ότι αυτό το χρώμα τους δίνει αυτοπεποίθηση. Προηγήθηκε στο σκορ, έλεγξε το παιχνίδι στο πρώτο μέρος, όμως στο ημίχρονο βγήκε από τα αποδυτήρια νωθρή, διστακτική, απελπιστικά συντηρητική. Το είπε και ο Σάουθγκεϊτ: «για 20 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο σταματήσαμε να παίζουμε».
Οι Κροάτες δεν άργησαν να αντιληφθούν τον φόβο των αντιπάλων τους, και μετά τη χαμένη -άλλη μια χαμένη- ευκαιρία του Στέρλινγκ (62′) άρχισαν να σφυροκοπούν την εστία του Πίκφορντ. Ισοφάρισαν με τον Πέρισιτς και έφτασαν στην ανατροπή, στην παράταση, με σκόρερ τον Μάριο Μάντζουκιτς, τον «άνθρωπο των μεγάλων αγώνων». Σκοράρει λίγο, αλλά σε στιγμές που η μπάλα… καίει: στον τελικό του Champions League 2013 (με την Μπάγερν απέναντι στη Ντόρτμουντ), στον τελικό του Champions League 2017 (με τη Γιουβέντους απέναντι στη Ρεάλ) και, χθες, στη μέχρι στιγμής πιο ιστορική στιγμή της «Χρβάτσκα».
Οι Αγγλοι φεύγουν από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας πληγωμένοι αλλά περήφανοι. Η λιγότερο ταλαντούχος εθνική τους ομάδα εδώ και δεκαετίες έφτασε μια ανάσα μακριά από τον τελικό, εκεί όπου οι «αστέρες» του παρελθόντος δεν κατάφεραν ούτε να πλησιάσουν τα 28 τελευταία χρόνια. Νέα παιδιά, όπως ο Πίκφορντ, ο Μακγκουάιρ, ο Τρίπιερ, ο Στέρλινγκ, ο Ντέλε Αλι, ο Ράσφορντ, ο Λίνγκαρντ, πρόσφεραν στο Νησί την ελπίδα που δεν μπόρεσαν να του δώσουν ιερά τέρατα του αγγλικού ποδοσφαίρου: ο Μπέκαμ, ο Τζέραρντ, ο Λάμπαρντ, ο Κίγκαν, ο Γκασκόιν, ο Λίνεκερ, ο Σίρερ, ο Ουόντλ, ο Οουεν…
Εδώ και 19 μήνες ο Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ, ένας προπονητής που προέκυψε… από σπόντα, δημιουργεί μια ομάδα γεμάτη νιάτα, ταλέντο, φιλοδοξίες και ενθουσιασμό. Το βράδυ της 26ης Ιουνίου 1996, στον ημιτελικό του Euro κόντρα στη Γερμανία, η ποδοσφαιρική του καριέρα σημαδεύτηκε από ένα χαμένο πέναλτι – ήταν τότε που γεννήθηκε το «It’s coming home». Σήμερα, όμως, οι πατριώτες του στο Κρόουλι ετοιμάζονται να του στήσουν άγαλμα.
Ο ρεαλιστικός στόχος της εθνικής Αγγλίας σε αυτό το Μουντιάλ ήταν μία αξιοπρεπής πορεία, και να αποκτήσει η ομάδα παραστάσεις, ώστε να είναι ανταγωνιστική στο Euro 2020 (ο τελικός θα διεξαχθεί στο «Ουέμπλεϊ»). Αλλά, τα παιδιά του Σάουθγκεϊτ λίγο έλειψε να συναντήσουν τη δόξα του Μπόμπι Μουρ. Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που στον ηττημένο ενός ημιτελικού δεν ταιριάζουν τα δάκρυα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News