Τα μαύρα σύννεφα που έχουν σκεπάσει την πολιτική ζωή της Ιταλίας και η αβεβαιότητα που προκαλεί στις αγορές η επικράτηση Μελόνι, η οποία καλείται να διαχειριστεί με επενδυτικούς όρους το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος των 2,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ, προβληματίζουν τις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Ωστόσο, στην καταιγίδα των αγορών που δείχνει να πλησιάζει καθώς η ανησυχία επηρεάζει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με υψηλό χρέος, η Ελλάδα φαίνεται να είναι προστατευμένη, καθώς μόνο το 21% του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών επενδυτών και είναι υπό διαπραγμάτευση στις αγορές.
Οπως υπογραμμίζουν έγκυροι κυβερνητικοί και τραπεζικοί κύκλοι σε όλες τις ασκήσεις – σενάρια που έχουν τρέξει για τις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων σε συνδυασμό με την επικρατούσα αβεβαιότητα, «οι αυξήσεις των επιτοκίων αναχρηματοδότησης (market interest rate) επηρεάζουν πολύ περισσότερο τις δαπάνες τόκων στο χρέος της Ιταλίας (και κατ’ επέκταση το implicit interest rate), ενώ η Ελλάδα είναι πολύ ανθεκτική και οι αυξήσεις είναι περιορισμένες».
Το Protagon έχει στη διάθεσή του τις τελευταίες εκθέσεις που απεικονίζουν όλες τις τάσεις και τις προβλέψεις για την πορεία του ιταλικού χρέους και τις παρενέργειες στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Οπως διαπιστώνουν «από την κρίση χρέους το 2012, η Ιταλία δεν σημείωσε αληθινή πρόοδο, ορισμένες μεταρρυθμίσεις μπήκαν σε τροχιά, τα ελλείμματα μειώθηκαν, αλλά το δημόσιο χρέος, το οποίο το ΔΝΤ αναμένει να φθάσει στα τέλη του έτους στο 148% του ΑΕΠ, είναι σχεδόν μη βιώσιμο. Εχει αυξηθεί από 104% το 2007 μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση».
Στη νέα φάση που εισήλθε η Ιταλία, το σημείο-κλειδί είναι οι δαπάνες για τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους. Η Ιταλία δαπανούσε μέχρι πέρυσι για τόκους ποσό που αναλογούσε στο 3,5% του ΑΕΠ, ύψος που θεωρείται διαχειρίσιμο. Τώρα όμως οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι αυτό το ποσό θα επανέλθει τουλάχιστον στο 4,7% του ΑΕΠ, στο σημείο δηλαδή όπου βρισκόταν προ δεκαετίας, όταν ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση.
Οπως επισημαίνεται στις εκθέσεις, «ενώ μέχρι τώρα ο συνδυασμός των μηδενικών επιτοκίων του ευρώ και της αύξησης του πληθωρισμού βοηθούσε στη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η στροφή της νομισματικής πολιτικής στην επιθετική αύξηση των επιτοκίων οδήγησε ήδη το κόστος δανεισμού για την Ιταλία στα ύψη».
Ηδη το spread, η διαφορά των αποδόσεων του 10ετούς ιταλικού ομολόγου από τα αντίστοιχα γερμανικά, εκτινάχθηκε στο 4,6%, ωθώντας και το spread του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου στο 4,7%.
Η εξέλιξη αυτή προφανώς είναι δυσμενής για την Ιταλία, η οποία έχει μεγάλες ανάγκες δανεισμού για την ανακύκλωση του χρέους της, που ανέρχεται στα 2,7 τρισεκατομμύρια ευρώ (!) από τις αγορές, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο που επισημαίνουν οι ειδικοί της ΕΚΤ και του ESM:
«Η Ιταλία δεν εκμεταλλεύτηκε την περίοδο των μηδενικών επιτοκίων για να προχωρήσει σε επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους της, δηλαδή να εκδώσει μακροχρόνια ομόλογα, όπως έκαναν η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι ετήσιες δανειακές ανάγκες της να είναι υψηλές».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ιταλικό χρέος, μόνο στο δυσμενές σενάριο που το μέσο επιτόκιο δανεισμού θα έφτανε στο 5%, το χρέος θα έπαιρνε ξανά την ανιούσα το 2030 – επιστρέφοντας τότε στα επίπεδα του 2011, της εποχής της κρίσης χρέους στην Ευρώπη.
Πλέον, το δυσμενές σενάριο γίνεται «βασικό» και οι προβλέψεις για το 2030, πραγματικότητα του σήμερα.
Η Ελλάδα προστατευμένη
Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η Ελλάδα μπορεί να εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι εκτεθειμένη στον ίδιο κίνδυνο των αγορών.
Οπως εξηγούν οι ειδικοί και μαρτυρούν οι αριθμοί:
♦ Η Ελλάδα εφέτος, λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης (πάνω από 5% ) και του υψηλού πληθωρισμού που κινήθηκε στο επίπεδο του 11% και τον Σεπτέμβριο, θα έχει ρεκόρ μείωσης χρέους. Ο λόγος χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει από το 193% του ΑΕΠ το 2021 κοντά στο 170% του ΑΕΠ (!). Σε απόλυτα μεγέθη βρίσκεται στα 360 δισ. ευρώ.
♦ Στην Ελλάδα οι δαπάνες για τόκους ανέρχονται στο 3% του ΑΕΠ και παραμένουν σταθεροί τουλάχιστον μέχρι το 2032.
♦ Η σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους μετά την αναδιάρθρωσή του περιλαμβάνει χαμηλότοκα δάνεια πολύ μακράς διάρκειας που έχουν χορηγηθεί μέσω των κρατικών και ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης που δημιουργήθηκαν την περίοδο των μνημονίων (GLF, EFSF και του ESM) τα οποία αντιστοιχούν στο 72% του συνολικού δημοσίου χρέους. Αν προστεθούν σε αυτό και τα δάνεια που έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μέσω του προγράμματος SURE για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης (3%), τότε το συνολικό ποσοστό του ελληνικού δημοσίου χρέους που κατέχει ο επίσημος (official) τομέας ανέρχεται στο 79% του συνόλου.
Συνεπώς, το ποσοστό των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας και είναι εκτεθειμένο στις αγορές δεν ξεπερνά το 21% (ομόλογα 18% και έντοκα γραμμάτια 3%) επί του συνολικού δημοσίου χρέους. Σε απόλυτα μεγέθη, το ποσό αυτό δεν ξεπερνά τα 65 δισ. ευρώ.
Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους από τους Ευρωπαίους αλλά και η συνεχής εκδοτική παρουσία του ΟΔΔΗΧ στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων ομαλοποίησαν το προφίλ λήξεως του δημοσίου χρέους. Πλέον, το χρονοδιάγραμμα λήξης του χρέους της κεντρικής διοίκησης εκτείνεται έως το 2070 και η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους διαμορφώνεται σε περίπου 20 έτη. Συνέπεια αυτού είναι οι ανάγκες εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δημοσίου χρέους σε όρους χρεολυσίων να έχουν μειωθεί σημαντικά και να μην ξεπερνούν ετησίως τα 11,5 δισ. ευρώ, έως το 2070.
«Μαξιλάρι» ασφαλείας 38 δισ. ευρώ
Υπό το πρίσμα αυτό και με δεδομένο ότι τα ρευστά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίπεδο των 38 δισ. ευρώ, οι αρμόδιοι, δηλαδή ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ανησυχούν για «ακραία φαινόμενα στις αγορές» αλλά προβληματίζονται γενικότερα, καθώς αν παραταθεί αυτή η αναταραχή που προέρχεται από την Ιταλία, θα υπάρξουν δυσκολίες στις νέες εκδόσεις ομολόγων, αναβολές στην έκδοση εταιρικών ομολόγων –που ήταν μια ραγδαία αναπτυσσόμενη αγορά άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις– και, τέλος, η αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας ίσως καθυστερήσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News