Η κατακραυγή της εξέδρας για τους διαιτητές είναι παλιά ιστορία. Τόσο παλιά, όσο το ίδιο το ποδόσφαιρο. Στην Ελλάδα της καχυποψίας -και της «παράγκας»- το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο. Και χειροτερεύει.
Στα χρόνια της (χαμένης μας) αθωότητας, στα γήπεδα υπέφεραν οι γυναίκες και οι μανούλες τους. Το πολύ πολύ να έπεφτε και κανένα πλαστικό μπουκάλι από λεμονίτα ή καμιά κατάρα: «Να μη βγάλεις τα μαύρα». Αυτή ήταν η πιο δημοφιλής, εκείνες τις εποχές που τα «κοράκια» δεν είχαν βάλει -ακόμη- τις πολύχρωμες στολές τους. Σήμερα, όμως…
Σήμερα, που οι καιροί αγρίεψαν, οι ρέφερι βλέπουν τα μαγαζιά τους να ανατινάζονται, ενώ συχνά έρχονται αντιμέτωποι με ευτραφείς τύπους που φορούν κουκούλες. Τα λάθη τους γίνονται όλο και πιο επικίνδυνα. Μόνον η απορία παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο: είναι «ανθρώπινα» ή κατευθυνόμενα; Πώς γίνεται, ένας έντιμος διαιτητής να μη βλέπει αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του;
Η συζήτηση είναι διεθνής. Διότι, μη νομίζετε, αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες «οικογένειες»: στην Ισπανία, στην Αγγλία, στα μεγάλα τουρνουά της FIFA και της UEFA. Εκεί που κάθε λάθος απόφαση του «δικαστή του δευτερολέπτου» μπορεί να κοστίσει στον αδικημένο πολλά εκατομμύρια.
Μια αγγλο-βελγική επιστημονική μελέτη έρχεται να ρίξει φως στις «μαύρες τρύπες» της διαιτησίας και να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Αλλά και να αποφανθεί ότι, τελικώς, η εμπειρία είναι αυτή που κάνει τον καλό ρέφερι να ξεχωρίζει από τον κακό.
Οι ερευνητές των Πανεπιστημίων της Λουβέν (Βέλγιο) και του Μπρουνέλ (Δυτικό Λονδίνο) μελέτησαν τις αντιδράσεις 39 διαιτητών ποδοσφαίρου, είκοσι από τους οποίους ήταν υψηλού επιπέδου, ενώ οι υπόλοιποι χαμηλότερων -μη επαγγελματικών- κατηγοριών. Τους ζήτησαν να παρακολουθήσουν όλοι τους μια σειρά από φάσεις αγώνων, βιντεοσκοπημένες με την οπτική του διαιτητή. Δηλαδή, από το σημείο του γηπέδου στο οποίο εκείνος έπρεπε να στέκεται.
Τα 20 video απεικόνιζαν αγωνιστική δράση σε εκτελέσεις κόρνερ, αλλά και ροή παιχνιδιού σε «ανοιχτό γήπεδο». Στα 17 από αυτά, υπήρχε κάποια παράβαση (φάουλ). Σε κάθε video, κάθε διαιτητής κλήθηκε να απαντήσει στα εξής ερωτήματα: αν έγινε φάουλ, αν ο παίκτης που το έκανε έπρεπε να δεχθεί κάρτα -και ποιου χρώματος- και αν η παράβαση ήταν απ’ αυτές που τιμωρούνται με άμεσο ή έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, ή με πέναλτι. Ταυτοχρόνως, με μια τεχνολογία σκαναρίσματος της ματιάς τους, οι ερευνητές κατέγραφαν το ακριβές σημείο στο οποίο οι ρέφερι εστίαζαν το βλέμμα τους.
Κατά μια έννοια, οι έμπειροι διαιτητές είχαν την ικανότητα να «διαβάσουν» τη φάση πριν, καν, τη δουν
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Οι υψηλού επιπέδου διαιτητές είδαν όσα οι χαμηλότερων κατηγοριών συνάδελφοί τους δεν κατάφεραν να παρατηρήσουν. Στις στατικές φάσεις (από κόρνερ) οι έμπειροι αποφάσισαν σωστά σε ποσοστό 69,5%, έναντι 56,8% των άπειρων. Στο σενάριο του παιχνιδιού σε «ανοιχτό γήπεδο», η μεγάλη διαφορά εντοπίστηκε στο χρώμα της κάρτας (κίτρινη ή κόκκινη) που έπρεπε να δεχθεί ο παραβάτης ποδοσφαιριστής. Το σκορ των σωστών απαντήσεων ήταν 61% – 45,3% υπέρ των έμπειρων.
Γιατί συνέβη αυτό, εφόσον όλοι γνώριζαν τους κανονισμούς εξίσου καλά; Εξηγήθηκε από την καταγραφή της ματιάς τους. Οπως τόνισε ο επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής Βέρνερ Χέλσεν, οι πιο έμπειροι διαιτητές «κατάφερναν να εστιάσουν ακριβώς εκεί απ’ όπου επρόκειτο να πάρουν τις πιο κρίσιμες -για την απόφασή τους- πληροφορίες». Αυτή η πρόβλεψη είχε να κάνει με το «πού» και το «πώς» της παράβασης: σε ποιο σημείο του αγωνιστικού χώρου θα συμβεί, αλλά και αν θα γίνει ψηλά (με τα χέρια) ή χαμηλά (με τα πόδια).
Σωστά καταλάβατε. Κατά μια έννοια, οι έμπειροι διαιτητές είχαν την ικανότητα να «διαβάσουν» τη φάση πριν, καν, τη δουν. Εδειχναν να γνωρίζουν εκ των προτέρων τη ζώνη της επίμαχης σωματικής επαφής, και είχαν ήδη εστιάσει το βλέμμα τους στο σωστό σημείο. Οι πιο άπειροι «έχαναν» τη φάση -ίσως επειδή κάποια άλλη, ασήμαντη κίνηση αποσπούσε την προσοχή τους- και τη στιγμή της παράβασης κοιτούσαν αλλού.
Ο Κιθ Χάκετ, μία από τις πιο διάσημες «σφυρίχτρες» των αγγλικών και ευρωπαϊκών γηπέδων στο παρελθόν, συμφώνησε απολύτως με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Cognitive Research: «Ετσι εξηγούνται, περιστατικά όπως αυτό που είδαμε την περασμένη εβδομάδα. Ο Μουσά Σισοκό χρησιμοποίησε τον αγκώνα του σε μια διεκδίκηση της μπάλας, θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του αντιπάλου του, όμως ο διαιτητής, ο οποίος είχε το πρόσωπό του στραμμένο προς τη φάση, δεν τον τιμώρησε. Κοιτούσε προς τα ‘κει αλλά, στην πραγματικότητα, δεν έβλεπε».
Υπήρξαν και στο παρελθόν μελέτες που επιχείρησαν να φωτίσουν το «σύνδρομο του τυφλού διαιτητή». Στην πρώτη από αυτές -το 1998- ερευνητές του Ιδρύματος «Χιμένεθ Ντίαθ» (Μαδρίτη) παρατήρησαν έναν βοηθό (επόπτη γραμμών) της Βασιλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Ισπανίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στη βρετανική επιστημονική επιθεώρηση The Lancet, το μάτι του διαιτητή δεν μπορεί να συμβαδίσει με την ταχύτητα των κινήσεων των ποδοσφαιριστών.
Το οφ-σάιντ είναι ό,τι δυσκολότερο καλείται να αντιμετωπίσει ένας ρέφερι, επειδή απαιτείται ταυτόχρονη αντίληψη της δράσης του παίκτη που πασάρει την μπάλα, εκείνου που τη δέχεται, αλλά και των υπόλοιπων που κινούνται παθητικά στην επίμαχη ζώνη. Σύμφωνα με τους ερευνητές, στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται ώστε ο εγκέφαλος του βοηθού να επεξεργαστεί αυτές τις τρεις απαραίτητες εικόνες, ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να καλύψει μια απόσταση ακόμη και δυόμισι μέτρων.
Ο νέος αρχιδιαιτητής που διόρισε η Επιτροπή Εξομάλυνσης της FIFA στην Ελλάδα, ο Γιώργος Μπίκας, έχει αφηγηθεί ένα πάθημά του από τα χρόνια του ως (διεθνής) διαιτητής: «Στον αγώνα ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού, το 1998, έγινε ένα φάουλ ακριβώς μπροστά μου. Δεν το σφύριξα, παρά τις διαμαρτυρίες, επειδή ήμουν σίγουρος πως δεν συνέβη τίποτα. Το βράδυ, που είδα τη φάση στο σπίτι μου, από την τηλεόραση, δεν μπορούσα να πιστέψω το λάθος μου».
Ο πατέρας του προηγούμενου αρχιδιαιτητή, Αντώνης Βασσάρας, διάσημη «σφυρίχτρα» των ελληνικών γηπέδων, εξηγούσε -κάποτε- το πώς η εμπειρία βοηθάει, συχνά, περισσότερο από τα μάτια: «Σε ένα ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, είδα τον Γεροθόδωρο του Παναθηναϊκού να πέφτει κάτω. Δεν είχα αντιληφθεί τι ακριβώς είχε γίνει. Αλλά, με την άκρη του ματιού μου είδα τον Βαμβακούλα να κρύβεται, κι έτσι κατάλαβα ότι είχε σπρώξει τον αντίπαλό του. Τον απέβαλα από ένστικτο. Μετά τον αγώνα, ο Βαμβακούλας με ρωτούσε επιμόνως, πώς κατάφερα να δω την παράβασή του, αφού είχα την πλάτη γυρισμένη».
Εμπειρικοί και επιστήμονες συμφωνούν, πλέον, ότι η σωστή διαιτησία δεν απαιτεί μόνο γνώση των κανονισμών, ικανοποιητική φυσική κατάσταση και καλή όραση. Αλλά οι έλληνες διαιτητές εξακολουθούν να εκπαιδεύονται στη θεωρία των κανονισμών, να τρέχουν μερικούς γύρους στα κουλουάρ και να επισκέπτονται τακτικά τον οφθαλμίατρο. Ακόμη κι αν τα «λαμόγια» εξαφανιστούν, πάλι οι ρέφερι δεν θα βλέπουν παραβάσεις που τις είδε όλο το γήπεδο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News