Σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού και ενώ οι εμβολιασμοί, με τα όποια εμπόδια, βρίσκονται σε εξέλιξη, οι γιατροί έχουν ελάχιστα φάρμακα που αντιμετωπίζουν αυτούς που νόσησαν και κανένα που να υπόσχεται πλήρη ίαση.
Θεραπείες όπως η ρεμντεσιβίρη και η κορτιζόνη (δεξαμεθαζόνη) που έχουν λάβει έγκριση στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), αλλά και τα μονοκλωνικά αντισώματα που χορηγούνται σε ασθενείς στις ΗΠΑ, βελτιώνουν την κλινική εικόνα των ασθενών. Και σίγουρα πλέον οι γιατροί έχουν κάτι στα χέρια τους και μπορούν να αντιμετωπίσουν πολύ καλύτερα την κατάσταση, συγκριτικά με το πρώτο κύμα της πανδημίας, κατά το οποίο δεν γνώριζαν τίποτα και όλα βρίσκονταν σε πειραματική φάση.
Ωστόσο, αυτά τα φάρμακα δεν είναι πανάκεια και επίσης δεν είναι για όλους. Και η προσπάθεια να δημιουργηθούν νέα φάρμακα ή να χρησιμοποιηθούν ήδη υπάρχοντα, δεν είχε μεγάλη επιτυχία.
Σύμφωνα με τους New York Times (NYT) η κυβέρνηση των ΗΠΑ επένδυσε 18,5 δισεκατομμύρια δολάρια στα εμβόλια και μόνο 8,2 δισεκατομμύρια στα φάρμακα, τα περισσότερα από τα οποία πήγαν σε έρευνα για μονοκλωνικά αντισώματα. Οι μελέτες για τα υπόλοιπα φάρμακα ήταν ελλιπείς και καθόλου καλά οργανωμένες.
Ως αποτέλεσμα, γράφουν οι NYT, πολλά υποσχόμενα φάρμακα από την κατηγορία των αντιικών δεν έτυχαν μεγάλης προσοχής. Και οι δοκιμές τους σταμάτησαν, καθώς είτε οι ειδικοί δεν είχαν χρηματοδότηση για να τις συνεχίσουν είτε επειδή δεν υπήρχαν αρκετοί ασθενείς για να συμμετέχουν ως εθελοντές. Την ίδια στιγμή, πολλά φάρμακα που έλαβαν υψηλή χρηματοδότηση, όπως η υδροξυχλωροκίνη, απέτυχαν.
179 κλινικές δοκιμές σε εξέλιξη
Ωστόσο, σήμερα τρέχουν ακόμη 179 κλινικές δοκιμές με 169.370 ασθενείς. Και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε επενδύσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε ένα διευρυμένο πρόγραμμα πρόσβασης για θεραπεία με πλάσμα αίματος από ασθενείς που είχαν αναρρώσει, προτού υπάρξουν ισχυρές ενδείξεις ότι είναι αποτελεσματικό. Τον Ιανουάριο, μάλιστα, τα αποτελέσματα των δοκιμών έδειξαν ότι το πλάσμα αίματος δεν είναι αποτελεσματικό, τουλάχιστον για τους ασθενείς που νοσηλεύονται σε νοσοκομείο.
Η έλλειψη κεντρικού συντονισμού σημαίνει ότι πολλές δοκιμές για αντιικά φάρμακα της Covid-19 ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένες να αποτύχουν, σύμφωνα με τη δρα Τζάνετ Γούντκοκ, αναπληρώτρια επίτροπο στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ.
Εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε δημιουργήσει ένα οργανωμένο δίκτυο νοσοκομείων για τη διεξαγωγή μεγάλων κλινικών δοκιμών και τη γρήγορη ανταλλαγή δεδομένων, οι ερευνητές θα είχαν τώρα περισσότερες απαντήσεις.
H δρ Τζάνετ Γούντκοκ ελπίζει η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν να κάνει βαθιές τομές για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Καλά οργανωμένες κλινικές δοκιμές για υπάρχοντα φάρμακα που μπορούν να χορηγηθούν με σκοπό να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα σε ασθενείς με Covid-19 είναι δέσμευση της κυβέρνησης, διευκρινίζει η ίδια.
Δεν είναι βέβαια ξεκάθαρο με ποιον τρόπο η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιλέξει τα υποψήφια φάρμακα που θα υποστηρίξει. Ομως, αν οι κλινικές δοκιμές ξεκινήσουν τον επόμενο μήνα, θα ήταν πιθανό να έχουμε χρήσιμα δεδομένα μέχρι το τέλος του έτους, σημειώνουν οι NYT.
Ισχυρή η πλιτιδεψίνη
Εκτός από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, και οι φαρμακευτικές εταιρείες από την πλευρά τους ξεκινούν τη χρηματοδότηση κλινικών δοκιμών σε ήδη υπάρχοντα φάρμακα. Μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Science διαπιστώνει ότι ένα φάρμακο που κυκλοφορεί εδώ και 24 χρόνια, η πλιτιδεψίνη, είναι 27 φορές πιο ισχυρό από τη ρεμντεσιβίρη.
Η φαρμακευτική εταιρεία MSD «τρέχει» μια μελέτη μεγάλης κλίμακας για ένα χάπι με τη δραστική ουσία μολνουπιραβίρη, το οποίο αναπτύχθηκε για τη γρίπη, αλλά έχει δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα και στην αντιμετώπιση της Covid-19.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News