Στριφογύριζε στο μυαλό του εδώ και μια πενταετία, όμως για τους μεγάλους αθλητές είναι δύσκολο να πουν «αντίο» προτού ο χρόνος τους ταπεινώσει – ο Γιόχαν Κρόιφ υπήρξε μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις του κανόνα. Για να καθυστερήσει τη… συνταξιοδότησή του ο Ριβάλντο έφτασε κάποτε να παίζει στο Ουζμπεκιστάν και την Ανγκόλα. Αδοξο τέλος είχε και η καριέρα του Πάολο Μαλντίνι. Στην τελευταία του σεζόν, στα 41, άκουγε την κερκίδα των οργανωμένων οπαδών της Μίλαν, του συλλόγου που υπηρέτησε επί 24 ολόκληρα χρόνια, να τον αποδοκιμάζει κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με την μπάλα. Περίπου τα ίδια έπαθε ο Φραντσέσκο Τότι, ο πιο αγαπητός αρχηγός της Ρόμα στη σύγχρονη ιστορία της.
Τελικώς, έπειτα από τέσσερα «αποχωρώ», τα οποία πήρε πίσω, ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν βρήκε το κουράγιο να σταματήσει, σε ηλικία 45 ετών (τα έκλεισε τον Ιανουάριο). Το ανακοίνωσε με μια λακωνική του ανάρτηση στο Twitter:
«Αυτό ήταν παιδιά. Μου δώσατε τα πάντα. Σας έδωσα τα πάντα. Το κάναμε μαζί». Το συμβόλαιο του θρυλικού ιταλού τερματοφύλακα με την Πάρμα έληγε το καλοκαίρι το 2024. Αλλά, από τη στιγμή που η ομάδα του δεν κατάφερε να επιστρέψει στη Serie A, αποφάσισε να αφιερωθεί στην οικογένειά του, παρά το γεγονός ότι οι Σαουδάραβες του πρόσφεραν χρυσάφι για να συνεχίσει στη Saudi Pro League.
Οι σαραντάρηδες -και βάλε- τερματοφύλακες δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο Σμάιχελ (ο πατέρας) έκλεισε την καριέρα του στα 40. Ο Φαν ντερ Σάαρ και ο Ντίνο Τζοφ, στα 41. Ο Κολομβιανός Φαρίντ Μοντραγκόν, στα 43. Ο αιγύπτιος Εσάμ Ελ-Χαντάρι, στα 45. Επιασε και πέναλτι στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, όπου ήταν γηραιότερος και από τρεις… προπονητές. Ο Μπουφόν σκόπευε να τους ξεπεράσει όλους, και να καταρρίψει το ρεκόρ του Πίτερ Σίλτον (έβγαλε τα γάντια του το 1997, σε ηλικία 47 ετών), όμως οι συγκυρίες δεν τον βοήθησαν.
♦ Διαβάστε: «Άκου, 17χρονε Λουίτζι»
Την κορυφαία του στιγμή στα γήπεδα την έζησε με την εθνική ομάδα της Ιταλίας, με την οποία αγωνίστηκε επί 11 χρόνια, από το 1997 μέχρι το 2008. Ηταν η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2006 στη Γερμανία. Σε εκείνη τη διοργάνωση δέχθηκε μόλις δυο γκολ: ένα (αυτογκόλ) από συμπαίκτη του, τον Κριστιάν Τζακάρντο, και ένα από τον Ζινεντίν Ζιντάν, στον τελικό, με εκτέλεση πέναλτι. Κέρδισε άλλα 23 τρόπαια, τα περισσότερα από αυτά με τη φανέλα της Γιουβέντους (2001-2018 και 2019-2021), όμως αποχωρεί με το παράπονο ότι δεν κατάφερε να σηκώσει την Κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ, αν και την «άγγιξε» τρεις φορές, σε ισάριθμους τελικούς (2003, 2015, 2017).
Είτε υπήρξε ο καλύτερος γκολκίπερ όλων των εποχών (όπως υποστηρίζουν πολλοί) είτε όχι, ο Μπουφόν λατρεύτηκε, ακόμη και από φιλάθλους που δεν ήταν οπαδοί της ομάδας του. Κόντρα στον άγραφο κανόνα που θέλει να είναι δημοφιλείς οι παίκτες που βάζουν τα γκολ, κι όχι εκείνοι που τα αποτρέπουν. Το οφείλει, μάλλον, στην προσωπικότητά του, όχι τόσο στις καταπληκτικές του αποκρούσεις, ή τα φημισμένα αντανακλαστικά του κάτω από τα γκολπόστ. Ο «Σούπερμαν» των Ιταλών, ποτέ δεν αρνήθηκε ότι έξω από τα γήπεδα είναι ένας απλός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Με τα πάθη του, τα λάθη του, τις αδυναμίες και τις αμαρτίες του.
Δεν δίστασε να τσαλακώσει τη δημόσια εικόνα του, όταν παραδέχτηκε ότι στα 26 του βρέθηκε να πολεμάει με την κατάθλιψη. «Ολοι σε βλέπουν ως τον ποδοσφαιριστή, το είδωλο, οπότε κανείς δεν σκέφτεται να σταματήσει και να σε ρωτήσει: Ε, πώς είσαι; Ημουν πλούσιος και διάσημος, όμως δεν ήμουν ικανοποιημένος, ούτε με τη ζωή, ούτε με το ποδόσφαιρο. Αισθανόμουν μια μαύρη τρύπα στην ψυχή μου», είχε εκμυστηρευθεί.
Ούτε να αναγνωρίσει τα λάθη του, δίστασε, και να προσπαθήσει να τα διορθώσει. Οπως τότε, που είχε ακολουθήσει τον δρόμο της Ακροδεξιάς.
«Οταν θα είσαι νέος, θα κάνεις κάτι που μόνο στην αλαζονεία σου θα οφείλεται. Θα φορέσεις ένα μπλουζάκι πριν από ένα σημαντικό ματς, για να δείξεις στους συμπαίκτες σου και στον κόσμο ότι είσαι ηγέτης. Οτι έχεις προσωπικότητα. Οτι είσαι θαρραλέος. Το μπλουζάκι θα γράφει ‘’Θάνατος στους δειλούς’’. Νομίζεις ότι είναι μια φράση που δίνει κίνητρο, και δεν γνωρίζεις ότι είναι σλόγκαν ακροδεξιών αντιλήψεων. Είναι ένα λάθος που θα προκαλέσει πόνο στην οικογένειά σου. Αλλά τα λάθη είναι σημαντικά, επειδή σου υπενθυμίζουν ότι είσαι άνθρωπος. Θα σου θυμίσουν, ξανά και ξανά, ότι δεν ξέρεις τίποτα, φίλε μου. Το ποδόσφαιρο θα προσπαθήσει να σου δείξει ότι είσαι ιδιαίτερος, όμως πρέπει να θυμάσαι ότι δεν ξεχωρίζεις από έναν μπάρμαν, ή έναν ηλεκτρολόγο, με τους οποίους έχεις φιλία ζωής». Συμπληρώνοντας αυτή την απολογία του, είχε τονίσει: «Το μόνο πράγμα για το οποίο έχω μετανιώσει, είναι ότι δεν άνοιξα τους ορίζοντες του μυαλού μου νωρίτερα».
Ούτε το πάθος του για τον τζόγο έκρυψε. Ηταν -ίσως, είναι ακόμη- παθιασμένος με το πόκερ. Η αγάπη του για το παιχνίδι άρχισε μέσα από το Ιντερνετ. Μάλιστα, για καιρό υπήρξε και πρέσβης του PokerStars, ενός διαδικτυακού παιχνιδιού που είναι πολύ δημοφιλές στην Ιταλία. Είχε μια γενικότερη ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια, και προσπάθησε πολλές φορές να απαλλαγεί από αυτή του την εξάρτηση.
Αγαπήθηκε πολύ, επειδή είναι και αισθηματίας. Στο απόγειο της καριέρας του είχε κληθεί να πάρει μια πολύ δύσκολη απόφαση. Αν θα συνέχιζε να αγωνίζεται στη Γιουβέντους, η οποία είχε υποβιβαστεί, ή θα την εγκατέλειπε, όπως έκαναν σχεδόν όλοι οι πρωτοκλασάτοι παίκτες της. Ο «Τζίτζι» έμεινε, και τη βοήθησε να επιστρέψει στη Serie A. Οπως είχε πει τότε, «αν έχω γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής, το οφείλω στη Γιούβε, οπότε μπορώ για χάρη της να αντέξω ένα χρόνο στη Β’ Κατηγορία».
Ο,τι αγάπησε, το αγάπησε για πάντα. Τα αρχικά «C.U.I.T», που είχε ραμμένα στα γάντια του, σημαίνουν «Commando Ultrà Indian Trips» – είναι ο σύνδεσμος των οργανωμένων οπαδών της Καραρέζε, της ομάδας της πόλης από την οποία κατάγεται (Καράρα). Οχι απλώς δεν την ξέχασε όταν έγινε μέγας και τρανός, αλλά τη χρηματοδοτεί κιόλας. Στην άλλη του μεγάλη αγάπη, την Πάρμα, επέστρεψε το 2021 -λέγεται, χωρίς να ζητήσει χρήματα- για να κλείσει εκεί τον κύκλο του.
Τον κύκλο που είχε ανοίξει το 1995. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, σε ένα ματς εναντίον της φοβερής Μίλαν του Σάκι, του Μπάτζιο, του Μαλντίνι και του Γουεά. Ηταν, μόλις, 17 ετών. Δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα – μόνο… τις σφήκες, όπως έχει αποκαλύψει ο Φάμπιο Καπέλο. Στην τρίτη του σεζόν στην Πάρμα (19 ετών) έπαιξε στο Τσάμπιονς Λιγκ. Και το 1999 κατέκτησε το Κύπελλο UEFA (το σημερινό Γιουρόπα Λιγκ).
Η πρώτη φορά που σκέφτηκε να σταματήσει ήταν όταν η εθνική Ιταλίας δεν κατάφερε να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας (2018). Πήγε για μια σεζόν στην Παρί, επέστρεψε στη Γιουβέντους, ύστερα στην Πάρμα. Τι λόγο είχε, έπειτα από τόση δόξα και τόσα πλούτη (τα media της χώρας του τον παρουσιάζουν ως τον πλουσιότερο ιταλό αθλητή), να συνεχίσει να ζει τη γεμάτη στερήσεις, θυσίες, πόνο και ιδρώτα ζωή του επαγγελματία ποδοσφαιριστή; «Στα 41 νιώθεις την ίδια φλόγα να καίει μέσα σου. Ακόμη κι αν έχεις κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, θα αναζητείς τη σεζόν που δεν θα δεχθείς κανένα γκολ», είχε απαντήσει πριν από τέσσερα χρόνια.
Αποφάσισε να γίνει τερματοφύλακας το 1990 -ήταν 12 ετών- όταν, παρακολουθώντας το Μουντιάλ από το σπίτι του στην Τοσκάνη, εντυπωσιάστηκε από τον γκολκίπερ του Καμερούν, Τόμας Ενκονό, που έγινε ο ήρωάς του. Μάλιστα, πολλά χρόνια αργότερα έδωσε στον πρώτο του γιο το όνομά του: Τόμας. Τον δεύτερο τον βάπτισε Ντέιβιντ-Λι. Ετσι έλεγαν τον τραγουδιστή του αγαπημένου του ροκ συγκροτήματος των ‘80s, Van Halen. Αν δεν τον κέρδιζε η μπάλα, θα ήθελε να είναι ένας ροκ-σταρ. Πάντως, ποτέ δεν μετάνιωσε για την επιλογή του.
Τι θα κάνει τώρα; Εχει τις επιχειρήσεις του. Δραστηριοποιούνται στη διαχείριση μετοχών, στο μάρκετινγκ και άλλες διαφημιστικές υπηρεσίες, στο real estate και στον τομέα της γεωργίας. Εχει και τρία παιδιά. Αλλά όσοι τον γνωρίζουν καλά, «στοιχηματίζουν» πως δεν θα αντέξει μακριά από τα γήπεδα για πολύ καιρό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News