Η Απουλία, στην Κάτω Ιταλία, ήταν παραδοσιακά μια από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς περιοχές της χώρας, συνεισφέροντας τη μισή εγχώρια παραγωγή. Τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως, το τοπίο έχει αλλάξει δραστικά, όπως μεταφέρει ο Αγκοστίνο Πετρόνι στο BBC. Η αιτία εντοπίζεται σε έναν μικροσκοπικό και εξαιρετικά αθόρυβο εισβολέα που έχει σκοτώσει περίπου το 1/3 των 60 εκατ. ελαιόδεντρων που υπήρχαν στην περιοχή, ανάμεσά τους και πολλές αιωνόβιες ελιές: το βακτήριο Xylella fastidiosa.
«Σήμερα, μια ατελείωτη θάλασσα από νεκρούς, γκρίζους κορμούς δέντρων καλύπτει το κατώτερο τμήμα της περιοχής, διάστικτη με ό,τι έχει απομείνει από χιλιάδες μικρής κλίμακας αγροκτήματα, ελαιοτριβεία και θερμοκήπια», περιγράφει ο Πετρόνι.
«Η ξυλέλα είναι ένα βακτήριο που φράζει το ξυλέμι (τα αγγεία που μεταφέρουν νερό από τις ρίζες στα φύλλα) των δέντρων και άλλων ξυλωδών φυτών και τα πνίγει αργά, μέχρι θανάτου. Τα σπίθα, ένα κοινό έντομο, μεταδίδουν την ασθένεια: όταν δαγκώνουν ένα μολυσμένο φύλλο, τα βακτήρια μετακινούνται στο σάλιο τους και τα έντομα μεταδίδουν την ασθένεια όταν τρέφονται με το επόμενο υγιές φυτό», γράφει ο Πετρόνι σχετικά με τον τρόπο που προσβάλλονται τα φυτά.
Το βακτήριο δεν προτιμά αποκλειστικά ελαιώνες, αλλά έχει προσβάλει, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, 595 διαφορετικούς φυτικούς οργανισμούς. «Τον τελευταίο αιώνα η ξυλέλα έχει αποδεκατίσει πορτοκαλεώνες στη Βραζιλία, αμπελώνες στη νότια Καλιφόρνια και αχλαδιές στην Ταϊβάν», ξεραίνοντάς τα αργά-αργά, συνεχίζει ο Πετρόνι.
Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί αποτελεσματικές θεραπείες για το βακτήριο. Το μόνο, λοιπόν, που μπορεί να γίνει για να αντιμετωπιστεί η ασθένεια είναι η αποτροπή της εξάπλωσής της μέσω του έγκαιρου εντοπισμού της και την επιβολή των κατάλληλων μέτρων: κάθε μολυσμένο δέντρο ξεριζώνεται και όλα τα άλλα δέντρα σε ακτίνα 50 μέτρων εξετάζονται εξονυχιστικά. Αυτό είναι πιο δύσκολο από όσο ακούγεται, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, ελιές μολυσμένες με το βακτήριο επιβιώνουν χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα.
Στην περίπτωση της Απουλίας, σημειώνεται πως συνέβαλε και η ολιγωρία των ιταλικών Αρχών στα πρώτα χρόνια της εξάπλωσης του βακτηρίου, σημειώνει ο Μάουρο Τζιουράνα, ιδιοκτήτης της Vivai Giuranna, μιλώντας στο BBC: «Ημασταν πολύ επιφανειακοί [στην αντιμετώπιση της ξυλέλας] στα πρώτα χρόνια».
«Η αντίδραση της Ιταλίας έχει πλέον βελτιωθεί από τις πρώτες ημέρες μετά τη μόλυνση», μεταφέρει το BBC, «λαμβάνοντας μέτρα όπως η παρακολούθηση της νόσου σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο, η ξυλέλα συνεχίζει να εξαπλώνεται στους ελαιώνες της περιοχής». Αλλά δεν περιορίζεται εκεί: το βακτήριο εξαπλώνεται ετησίως κατά 20 χλμ. προς τον Βορρά, θέτοντας σε κατάσταση συναγερμού τις αρμόδιες Αρχές της Ιταλίας αλλά και των γειτονικών χωρών.
«Ο Νικόλα ντι Νόγια, γεωπόνος από τον Τάραντα και γενικός διευθυντής της Unaprol, της μεγαλύτερης κοινοπραξίας ελαιοπαραγωγών της Ιταλίας», γράφει ο Πετρόνι, «αντιλαμβάνεται καλά τον κίνδυνο της ξυλέλας και τάσσεται υπέρ του δραστικού περιορισμού της». Ο Ντι Νόγια ήταν εκείνος που πρότεινε τη «στρατολόγηση» λαμπραντόρ, τα οποία θα εντοπίζουν το βακτήριο με τη μουσούδα τους.
Μπορεί να ακούγεται τραβηγμένο, όμως οι βάσεις υπάρχουν: ο ίδιος έχει εμπειρία από αστυνομικούς σκύλους που ανιχνεύουν ναρκωτικά και εκρηκτικές ύλες, ενώ ερευνητές στην Καλιφόρνια είχαν καταφέρει κάτι αντίστοιχο με ένα βακτήριο που προσβάλλει τα εσπεριδοειδή.
Πώς καταφέρνουν όμως τα σκυλιά να μυρίσουν τόσο καλά; «Το μπροστινό μέρος της μύτης τους χρησιμεύει για την ύγρανση του εισερχόμενου αέρα, γεγονός που βοηθά την όσφρηση. Στη συνέχεια, ο αέρας διοχετεύεται στους πνεύμονες και, εν μέρει, σε έναν οσφρητικό θάλαμο γεμάτο με υποδοχείς για τη σύλληψη των οσμών», εξηγεί ο Πετρόνι. «Εδώ είναι που η μύτη του σκύλου υπερτερεί της ανθρώπινης: οι σκύλοι έχουν 20 φορές περισσότερους οσφρητικούς υποδοχείς, που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλό τους».
Προσθέτει ακόμα πως «όταν ο σκύλος εκπνέει, ο αέρας βγαίνει από τις δύο πλευρικές σχισμές της μύτης και όχι από τα ρουθούνια, όπως συμβαίνει με τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σκύλοι μπορούν να μυρίζουν σε έναν συνεχή κύκλο, συλλαμβάνοντας μεγάλες ποσότητες αέρα και οσμών».
Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά επιλέγονται και οι συγκεκριμένες ράτσες σκυλιών που απαρτίζουν το πειραματικό πρόγραμμα «Xylella Detection Dogs» [Σκύλοι Εντοπισμού Ξυλέλας], σύμφωνα με όσα μεταφέρει η Σερένα Ντονίνι, συντονίστρια του προγράμματος και εκπαιδεύτρια σκύλων για το ENCI (ο εθνικός οργανισμός που είναι υπεύθυνος για την αναγνώριση, την τυποποίηση και την καταχώριση των καθαρόαιμων σκύλων στην Ιταλία), στο BBC.
Ράτσες όπως το σπρίνγκερ σπάνιελ, ο γερμανικός ποιμενικός, το κόκερ σπάνιελ και το λαμπραντόρ είναι οι πιο κατάλληλες, για δύο λόγους. Αφενός γιατί «χάρη στη μεγαλύτερη μύτη τους και τον μεγαλύτερο χώρο στο στήθος τους είναι πιο πιθανό να γίνουν καλοί ανιχνευτές μυρωδιάς και να εργάζονται σε μεγαλύτερες βάρδιες, με αυτοκατευθυνόμενο τρόπο, κυνηγώντας συχνά μια μυρωδιά για ώρες», εξηγεί ο Πετρόνι. Αφετέρου, γιατί η προσωπικότητά τους είναι ιδανική για το σύστημα ανταμοιβής στο οποίο εκπαιδεύονται: αυτά τα σκυλιά αγαπούν να τρώνε και να παίζουν.
«“Μέχρι να έχουμε κάτι που ο σκύλος επιθυμεί τόσο έντονα ώστε θα ήταν σχεδόν πρόθυμος να σκοτώσει για να το αποκτήσει, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην εκπαίδευσή του”» λέει η Ντονίνι στο BBC. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούν «ένα κοίλο παιχνίδι από καουτσούκ», όπως περιγράφει το δημοσίευμα. «Αφού αφήσουν, αρχικά, τον σκύλο να παίξει με αυτό, οι εκπαιδευτές του το κρύβουν, ώστε να δουλέψουν πάνω στις δεξιότητες αναζήτησής του. Κάθε φορά που οι σκύλοι βρίσκουν το παιχνίδι, ανταμείβονται με φαγητό».
Η επιλογή του υλικού δεν είναι τυχαία. Η μυρωδιά του καουτσούκ είναι πολύ έντονη, ενώ σε βάθος χρόνου ο εκπαιδευτής κόβει το παιχνίδι σε όλο και μικρότερα κομμάτια με στόχο να οξύνει την ευαισθησία της μύτης του σκύλου. «Μόλις ο σκύλος μάθει πώς να δείχνει ότι έχει βρει το παιχνίδι –μένοντας σκίνητος, γαβγίζοντας ή σε καθιστή στάση–, οι εκπαιδευτές εισάγουν τη μυρωδιά-στόχο», που σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι άλλη από το βακτήριο της ξυλέλας.
Τα σκυλιά τα πηγαίνουν εξαιρετικά. Ο Πάκο και η Ελις, δύο από τα εκπαιδευόμενα λαμπραντόρ, ξεχωρίζουν με ακρίβεια ένα μολυσμένο ελαιόδεντρο ανάμεσα σε πέντε, με όποια σειρά και αν αυτά τοποθετηθούν, δίνοντας έτσι ελπίδες ότι το σχέδιο θα πετύχει. Οι επιστήμονες προσδοκούν να τοποθετηθούν τα σκυλιά σε στρατηγικά κρίσιμες τοποθεσίες, όπως θερμοκήπια και λιμάνια. Τα τελευταία είναι σημαντικά, καθώς, όπως σημειώνει ο Πετρόνι, «πιστεύεται ότι μέσω ενός εισαγόμενου φυτού καφέ από τη Λατινική Αμερική έφτασε αρχικά η ξυλέλα στην Απουλία, σύμφωνα με μια μελέτη με επικεφαλής την Αναλίσα Τζαμπετρούτσι, από το Πανεπιστήμιο Aldo Moro, στο Μπάρι».
Για να είναι όμως αποτελεσματικό το σχέδιο, τα σκυλιά θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τα βακτήρια και σε άλλα φυτά, πέρα από την ελιά. «Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ακόμη αν οι ενώσεις που μυρίζουν τα σκυλιά προέρχονται από τις ρίζες ή από τα κλαδιά του δέντρου», επισημαίνει ο Πετρόνι. «Δεν είναι ακόμη σίγουροι αν, με την ίδια εκπαίδευση, θα μπορέσουν να ανακαλύψουν βακτήρια σε ένα δεντρολίβανο ή μια πικροδάφνη».
Σύμφωνα με όσα εξηγεί η Κριστίνα Ντέιβις, καθηγήτρια Μηχανολογίας και Αεροδιαστημικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δεν είναι απίθανη η ανακάλυψη του βακτηρίου από τα σκυλιά, ανεξαρτήτως του είδους της χλωρίδας. «Για παράδειγμα, υπάρχουν 50 πτητικές οργανικές ενώσεις που εκπέμπονται από κάθε είδος φυτού που έχει προσβληθεί από ξυλέλα», εξηγεί ο Πετρόνι. «Θα μπορούσε ένα μέρος αυτών των ενώσεων να είναι κοινό για όλα τα φυτά».
«Υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει, αλλά οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα σκυλιά ανίχνευσης ξυλέλας θα αποτελέσουν ένα ακόμη όπλο κατά των θανατηφόρων βακτηρίων», υπογραμμίζει ο Πετρόνι. Ωστόσο, η περιβαλλοντική καταστροφή είναι ήδη τεράστια. «Εκτός από τις τρομερές επιπτώσεις της ξυλέλας στη Νότια Ιταλία, ο Ντι Νόγια ανησυχεί για τις ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τα ατελείωτα δάση νεκρών ελαιόδεντρων, καθώς αυτά αποσυντίθενται», μεταφέρει το BBC.
«Είναι ένα κόστος που πρέπει να πληρώσουμε όλοι, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για να περιορίσουμε μια περιβαλλοντική καταστροφή», τονίζει ο Ντι Νόγια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News