Ερευνητές υποστηρίζουν ότι ένας μικρός ιταλικός αμπελώνας όπου καλλιεργούνται σχεδόν ξεχασμένα, «ντεμοντέ» κλήματα για να μην εξαφανιστούν θα μπορούσε να γίνει ζωτικός προμηθευτής κλημάτων από ποικιλίες ανθεκτικές στις υψηλές θερμοκρασίες, καθώς οι οινοπαραγωγοί στην Ιταλία παλεύουν με την κλιματική αλλαγή, γράφει στους βρετανικούς Times από τη Ρώμη ο Τομ Κίνγκτον, ανταποκριτής της εφημερίδας στην ιταλική πρωτεύουσα.
Οι 500 παλιές τοπικές ποικιλίες, κυρίως από τη βορειοδυτική Ιταλία (Πιεμόντε, Λιγκούρια και Βάλε ντ’Αόστα), που καλλιεργούνται στον αμπελώνα VitisGrinzane της κοινότητας Γκριντσάνε Καβούρ στην περιοχή του Πιεμόντε, προκαλούν νέο ενδιαφέρον στους ιταλούς αμπελουργούς, οι οποίοι μετακινούνται πλέον βορειότερα και ψηλότερα στα βουνά για να ξεφύγουν από τα πνιγηρά και καυτά καλοκαίρια.
«Καλλιεργούμε ποικιλίες που κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα, αλλά θα μπορούσαν τώρα να αποδειχθούν ζωτικής σημασίας για το αμπελουργικό μέλλον αυτής της περιοχής» λέει η Αννα Σνάιντερ, η οποία δημιούργησε τον πρότυπο αμπελώνα.
Καθώς οι θερμοκρασίες ανέβηκαν πάνω από τους 40 βαθμούς Κελσίου αυτό το καλοκαίρι στην Ιταλία, τα σταφύλια των πιο ζεστών περιοχών, όπως η Σαρδηνία, συρρικνώθηκαν και πέθαναν πάνω στα κλήματα. Η ζέστη ενίσχυσε την επίδραση ενός φονικού μύκητα (περονόσπορος), που προκλήθηκε από τις τρομερές βροχοπτώσεις την περασμένη άνοιξη, μειώνοντας φέτος την αναμενόμενη παραγωγή κρασιού της Ιταλίας κατά 14%.
Ο αμπελώνας VitisGrinzane ιδρύθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας της Ιταλίας το 1992 και ο αρχικός στόχος του δεν ήταν να αγωνιστεί για το μέλλον του κρασιού, αλλά να διατηρήσει ζωντανό το παρελθόν του: «Αυτό είναι ένα μουσείο με δείγματα κρασιού των αρχών του 20ού αιώνα» λέει στους Times η Σνάιντερ.
Σήμερα στους αμπελώνες του Πιεμόντε, στη βόρεια Ιταλία, κυριαρχούν ποικιλίες σταφυλιών όπως οι Barbera, Moscato Bianco και Dolcetto, που έχουν εκδιώξει από τα αμπέλια δεκάδες παλαιότερες ποικιλίες.
«Μερικές φορές οι παλαιότερες ποικιλίες απλώς παρήγαγαν κακό κρασί, ή ήταν ευάλωτες στα παράσιτα, ή ήταν πολύ παραγωγικές ή δεν είχαν καλό χρώμα» εξηγεί η ιταλίδα αμπελουργός και ερευνήτρια αμπέλου. Αλλες θεωρήθηκαν πολύ όξινες, κάτι που σήμερα θεωρείται αρετή, καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας μειώνει την απαραίτητη οξύτητα στα σταφύλια.
«Εχουμε ένα προ πολλού ξεχασμένο σταφύλι που ονομάζεται Liseiret και είναι γονέας του Chardonnay, το οποίο ήταν συνηθισμένο στη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία, αλλά τώρα έχει σχεδόν εξαφανιστεί» λέει η Σνάιντερ. «Οταν το καλλιεργήσαμε για πρώτη φορά πριν από 20 χρόνια, ήταν πολύ όξινο, αλλά το ξανακάναμε πρόσφατα και τώρα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ποικιλία, υποψήφια για χρήση στο spumante (αφρώδης οίνος)» προσθέτει.
Μια άλλη όξινη ποικιλία, το Becuet, που κάποτε φύτρωνε στην κοιλάδα Βαλ ντι Σούζα στο Πιεμόντε, έχει επίσης μια δεύτερη ευκαιρία τώρα.
Να σημειωθεί ότι η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει επίσης την περιεκτικότητα των ιταλικών κρασιών σε αλκοόλ, με μέση αύξηση 1% τα τελευταία δέκα χρόνια. Μια λύση για τα βαριά αλκοολούχα κρασιά θα μπορούσε να είναι η στροφή σε ποικιλίες σταφυλιών όπως το Bubbierasco (απόγονος του Nebbiolo), που καλλιεργείται στο Γκριντσάνε Καβούρ και παράγει ελαφρύτερα κρασιά.
Οι παλαιότερες ποικιλίες σταφυλιών αναδύονται, καθώς οι καλλιεργητές στην περιοχή της Αλπικής Κοιλάδας της Αόστα αναγκάζονται να ανεβάσουν τους αμπελώνες τους από το υψόμετρο των 1.000 μ., πριν από δέκα χρόνια, σε περίπου 1.200 μ., και αντίστοιχα οι αμπελουργοί στη Σικελία πληρώνουν όλο και μεγαλύτερες τιμές για εκτάσεις ψηλότερα στις πλαγιές της Αίτνας.
Μάλιστα, καθώς οι οινοπαραγωγοί στη Σικελία αντιμετωπίζουν ζεστά καλοκαίρια με θερμοκρασίες ρεκόρ, οι αγρότες φυτεύουν τώρα μπανάνες, μάνγκο και αβοκάντο στο νησί.
«Πριν από μερικά χρόνια ήταν εντάξει να φυτεύουμε αμπέλια σε υψόμετρο 300 μ. στη Σικελία, αλλά τώρα ο στόχος μας είναι να τα τοποθετούμε τουλάχιστον στα 400 μ.» δήλωσε στους Times ο Χοζέ Ράλο, ιδιοκτήτης του οινοποιείου «Donnafugata», στη Σικελία.
Ωστόσο, ο Ντομένικο Μπόσκο, εμπειρογνώμων της Εθνικής Συνομοσπονδίας Αγροτών Coldiretti, είπε ότι οι αμπελώνες της Βόρειας Ιταλίας αντιμετώπισαν ακόμη χειρότερες συνθήκες από εκείνους στη Σικελία: «Επειδή είναι πιο βόρεια, οι καλοκαιρινές μέρες είναι μεγαλύτερες, που σημαίνει περισσότερο ήλιο».
Η Αννα Σνάιντερ σημείωσε ακόμη ότι ελήφθη εγκαίρως η απόφαση να ξεκινήσει ο αμπελώνας VitisGrinzane στο Πιεμόντε (το 1992), επιτρέποντας στους ερευνητές να συναντήσουν ηλικιωμένους καλλιεργητές που εξακολουθούσαν να θυμούνται τις παλαιότερες, εξαφανιζόμενες ποικιλίες: «Τότε, οι γιαγιάδες των αμπελουργών μπόρεσαν να μας δείξουν πού εξακολουθούσαν να φυτρώνουν οι παλαιότερες ποικιλίες ανάμεσα στα νέα κλήματα, και το σημαντικότερο ήταν ότι γνώριζαν όλα τα ονόματα» τόνισε η ιταλίδα ερευνήτρια αμπέλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News